Τζοκοβιτσόπουλος

Παρακολούθησα τη σκηνή σε προαστιακή καφετέρια. Δυο όλες κι όλες οι παρέες (ζόρια η εστίαση), ο γράφων περίμενε στον πάγκο για καφέ στο χέρι. Μαντράχαλος μπυρομπουκωμένος όπως αποδείκνυαν τα άδεια μπουκάλια στο τραπέζι της μιας παρέας, είχε υψώσει ξάφνου τη φωνάρα του, κραυγάζοντας στον στενό χώρο που κάλυπτε το εξωτερικό στέγαστρο του μικρο-καταστήματος. «Εμείς οι Καλαματιανοί είμαστε ωραίοι. Και είμαστε Έλληνες ρεεε».

Εκ της θορυβώδους παρέμβασης του, συνήγα με πάσα βεβαιότητα ότι ο μισομεθυσμένος Κύριος (με κεφαλαίο) ήταν Μεσσήνιος. Η δήλωση της ταυτότητας του θα έμενε στα αζήτητα και η σκηνή δεν θα είχε συνέχεια, αν το βροντερό της φωνής του δεν είχε ενοχλήσει έτερο Κύριο (πάλι με κεφαλαίο) της διπλανής παρέας, εξίσου ογκώδη και προφανώς τσαντίλα, ο οποίος αντί να κάτσει στ' αυγά του αποφάσισε να του απαντήσει.

«Δεν κατάλαβα, εμείς δηλαδή οι υπόλοιποι δεν είμαστε Έλληνες;» του αντιγύρισε από το διπλανό τραπεζάκι, με εξίσου δυνατή φωνή και βλέμμα εριστικό. Αιφνιδιάστηκε ο πρώτος, γυάλισε κομμάτι το μάτι του, «ποιοι είστε εσείς δηλαδή;» σφύριξε με σμιχτά τα φρύδια του. «Αγρινιώτες. Έχεις κανένα πρόβλημα;». Ο καφές μου έσταζε αργά-αργά από το μηχάνημα στο χάρτινο ποτήρι, ενώ μπροστά μου εξελισσόταν ένας Ιονεσκικός διάλογος, ανάμεσα σε Καλαματιανούς και Αγρινιώτες.

«Δεν είπα εγώ ότι οι Αγρινιώτες δεν είναι Έλληνες. Είπα ότι εμείς οι Καλαματιανοί είμαστε Έλληνες». «Ναι, αλλά έτσι που το 'πες, είναι να σαν να εννοούσες ότι μόνο εσείς είσαστε Έλληνες κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε Τούρκοι». «Α αυτό κατάλαβες εσύ; Και πως το 'πα δηλαδή και προσβλήθηκες; Για εξήγησε μου να καταλάβω κι εγώ». «Μπροστά στα μούτρα μας και γκαρίζοντας δέκα πόντους από το αυτί μας, έτσι το πες». «Δεν απευθύνθηκα εγώ σε σένα». «Δυο παρέες είμαστε στο μαγαζί, αν δεν τα 'λεγες σε μας σε ποιον τα 'λεγες;».

Ο καφές μου παραδόθηκε από έναν ανήσυχο ιδιοκτήτη που έβλεπε την κουβέντα των δυο ερεθισμένων να παίρνει άσχημη τροπή. Βγήκε από τον πάγκο του και πλησίασε στα τραπέζια για να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση, ενώ το πινγκ-πονγκ της παράνοιας ανάμεσα σε Καλαματιανούς και Αγρινιώτες συνεχιζόταν ακάθεκτο. «Και εσένα δηλαδή, γιατί σε ενόχλησε που είπα ότι εγώ είμαι Έλληνας; Σε πειράζει όταν κάποιος δηλώνει Έλληνας;». «Δεν με ενοχλεί όταν κάποιος δηλώνει Έλληνας, με ενοχλεί όταν αφήνει να εννοηθεί ότι εγώ δεν είμαι Έλληνας. Κατάλαβες;».

Σε κείνο το σημείο αποφάσισα ότι δεν είχε περαιτέρω νόημα η θέαση της μυθικής αυτής αντιπαράθεσης των δύο Ελληναράδων, οπότε πήρα τον καφέ μου κι έφυγα. Δεν είχα άλλωστε και την παραμικρή διάθεση να δω τίποτα αίματα μεσημεριάτικα. Στον δρόμο σκεφτόμουν πάντως, ότι ο σπάνιος συνδυασμός πανδημίας, εγκλεισμού και σωρείας άδειων εγκεφάλων, έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα που αποζητά κάπου να ξεσπάσει, απλώς του λείπουν οι πραγματικές αφορμές και αναλίσκεται σε παρανυχίδες.

Αν όμως είχαμε κι εμείς έναν Τζοκοβιτσόπουλο; Διάσημο, ανεμβολίαστο, ψιλοψεύτη, πλούσιο και δαιμόνιο μάγκα, που τον είχαν εγκλωβίσει οι κακοί Αυστραλοί σ' ένα μοτέλ για μετανάστες; Θα κόντευαν τότε να δαρθούν ο Καλαματιανός με τον Αγρινιώτη άνευ λόγου και αιτίας; Όχι βέβαια. Αντιθέτως, θα είχαν βγει αγκαλιά στην πλατεία, μαζί με τον μπαμπά Τζοκοβιτσόπουλο, τη μαμά Τζοκοβιτσοπούλου, τον παππού, τη γιαγιά, τον αρχιεπίσκοπο και τους μισούς βουλευτές μας, για να καταγγείλουν την παγκόσμια συνωμοσία κατά της Ελλάδας. Κι αντί να πετάνε ασυναρτησίες μεταξύ τους, θα έκαναν όλοι μαζί κοινή δήλωση ότι «όπως σταύρωσαν τον Χριστό, σταυρώνουν τώρα το αγόρι μας».