«Είμαι σίγουρη πως όσα βιβλία κι αν γράψω στο μέλλον, με ανθρώπινες συμπεριφορές και επιλογές θα ασχολούνται. Αυτό είναι το αγκαθάκι που με τρυπάει ξανά και ξανά: παρατηρώντας τους ανθρώπους να αντιδρούν σε συνθήκες λύπης, χαράς, έρωτα, θλίψης, ικανοποίησης ή απώλειας, γεννιούνται μέσα μου αναρωτήσεις που θέλω να μοιραστώ, να προβληματίσω κι άλλους μαζί μου. Και το κάνω σχεδόν εμμονικά, γράφοντας με αλληγορίες, μεταφορές πολλές και κρυμμένα νοήματα, αφήνοντας περιθώριο για διαφορετικές ερμηνείες. Αυτό δεν κάνει και η ζωή;»
Η Τζίνα Ψάρρη μπήκε ξαφνικά στα ελληνικά γράμματα πλημμυρισμένη θαρρείς από τις ιστορίες της που επείγονταν να ζήσουν, το αναγνωρίζει άλλωστε:
«Μια εσωτερική πρόκληση χρειάζομαι, μια ανθρώπινη κατάσταση, αντίδραση ή επιλογή που μπορεί και να περάσει απαρατήρητη σε άλλους, στο μυαλό μου πλέκει μιαν Ιθάκη κι έναν εν δυνάμει “Οδυσσέα”. Κι ύστερα, υφαίνω γύρω του “Πηνελόπη”, μία ή περισσότερες, και “μνηστήρες”. Με αυτόν τον τρόπο, μια ιστορία που σπάει τα δεσμά των βεβαιοτήτων, είναι πλασμένη από εγκλωβισμένους ήρωες και γκρεμίζει όποιο ασφυκτικό στερεότυπο στενεύει την ανάσα, γίνεται η ιστορία μου.»
Κάπως έτσι γράφτηκαν «Το αριστερό πέταγμα», «Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι», «Οι κόρες της ανάγκης» αλλά και τώρα στο μυθιστόρημα «Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα» η ιστορία της γιαγιάς της: «Την ακολούθησα για πενήντα και κάτι χρόνια, έτρεξα μαζί της, μικρό σκανταλιάρικο παιδί κι εγώ σαν εκείνη, να γλυτώσω από τον ζόφο της καταστροφής της Σμύρνης, πρόσφυγας ύστερα στην Αθήνα, Κατοχή στη Θεσσαλονίκη, απώλειες, θάνατοι, ανίατες ασθένειες, όλα πάντα με το κεφάλι περήφανα ψηλά», η συγγραφέας με ζέση θα πει ανοίγοντας στο Liberal.gr διάπλατα τα λογοτεχνικά της συρτάρια, τα κρυφά και φανερά χαρτιά της.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Ψάρρη, υπάρχει τελετουργία γραφής (συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες) ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Για κάποια ανερμήνευτη, και για τη δική μου λογική, αιτία, θέλω – για να μην πω μπορώ - να γράφω αφού πέσει το σκοτάδι, παρότι οι συνθήκες της ζωής μου δεν υπαγορεύουν τέτοια ανάγκη. Μέσα στην ημέρα, κάνω την έρευνά μου, κρατώ σημειώσεις ή διαβάζω (πάντα χωμένη στην ίδια γωνιά του καναπέ). Για να γράψω στον υπολογιστή και μόνο, κάθομαι στο γραφειάκι μου.
Έχω επιλέξει ένα μικρό σεκρετέρ, γιατί τα μεγάλα γραφεία ανέκαθεν μού προκαλούσαν μια αίσθηση ψυχρά επαγγελματικής αποστασιοποίησης, δεν μυρίζουν θέρμη και οικειότητα. Πρώτη φορά, στο τέταρτο πια βιβλίο μου, ακούμπησα σε μιαν άκρη του τα μόνα αντικείμενα που έχω από την γιαγιά μου, αυτά που απεικονίζονται στην φωτογραφία, αφού η ιστορία που αποτύπωνα, ήταν η δική της.
Καθόλη τη διάρκεια της συγγραφής, ήταν η δύναμη, η έμπνευση, το γούρι μου. Κι έριχνα διαρκώς κλεφτές ή έντονες ματιές, ειδικά στο φλιτζανάκι της, εκεί που έπινε τον καϊμακλίδικο τούρκικο, «Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα», από όπου πήρα και τον τίτλο του βιβλίου.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Όταν ανάψει η σπιθίτσα μιας πιθανής ιστορίας, η αρχή της είναι το μόνο απαραίτητο στοιχείο για να ξεκινήσω να την γράφω. Οι ήρωές μου πολύ γρήγορα αποκτούν υπόσταση, εκείνοι οδηγούν τα βήματα στη συνέχεια, στο τέλος και στην κάθαρση, αν υπάρχει. Αφού δεν θεωρώ αναγκαίο το εύπεπτο τέλος σε κάθε ιστορία, το αφήνω ανοικτό, ερμηνευόμενο, και προτιμώ οι αναγνώστες να διαλέγουν την ανακουφιστική για τον καθένα περαίωση.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
«Οι κόρες της Ανάγκης», θα έλεγα. Πάντα διαβάζω άρθρα, βιβλία ή έρευνες που έχουν να κάνουν με την ψυχολογία. Διάβαζα τότε το βιβλίο της ψυχολόγου Μοντ Μανονί η οποία ανέφερε πως, αποδεδειγμένα, η αναπηρία ενός παιδιού προσβάλλει τον «αδύναμο» γονιό σε ναρκισσιστικό επίπεδο, δημιουργεί πανικό μπροστά στην εικόνα του εαυτού του που δεν μπορεί να αναγνωρίσει ή να αγαπήσει, συνθήκη που οδηγεί σε βίαιες συναισθηματικές συγκρούσεις.
Την ίδια περίοδο, έτυχε να δω μια έρευνα η οποία διαπίστωνε πως εξαλείφεται αργά αλλά σταθερά το κοινωνικό στίγμα της αναπηρίας και ότι ενισχύεται συνεχώς η δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία να παρακολουθούν τα κοινωνικά δρώμενα, να βρίσκουν δουλειά, να μετακινούνται.
Στην Ελλάδα του 2018, όχι μόνο παρατηρούσα ραγδαία επιδείνωση στην ποιότητα της ζωής τους, αλλά και ρεκόρ αρνητικών απόψεων. Με απασχολούσε το θέμα για εβδομάδες, ώσπου βρέθηκα τυχαία σε μια παρέα και άκουσα μια αληθινή ιστορία βγαλμένη, λες, από τις λέξεις της Μανονί. Με αποστροφή άκουσα νοήμονες ενήλικες να θεωρούν «είδηση» το γεγονός πως μια ανάπηρη κοπέλα είχε φίλους, διασκέδαζε, παντρεύτηκε.
Όλα αυτά ενώθηκαν μέσα μου και γεννήθηκε ένας θυμός. Ποιος καλύτερος τρόπος να εκτονωθεί, από την γραφή; Το βίωσα σαν χρέος που όφειλα να πληρώσω.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε, γρίφους και αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Είμαι σίγουρη – ως τον βαθμό που δεν θα χαρακτηριστώ απόλυτη – πως όσα βιβλία κι αν γράψω στο μέλλον, με ανθρώπινες συμπεριφορές και επιλογές θα ασχολούνται. Αυτό είναι το αγκαθάκι που με τρυπάει ξανά και ξανά: παρατηρώντας τους ανθρώπους να αντιδρούν σε συνθήκες λύπης, χαράς, έρωτα, θλίψης, ικανοποίησης ή απώλειας, γεννιούνται μέσα μου αναρωτήσεις που θέλω να μοιραστώ, να προβληματίσω κι άλλους μαζί μου. Και το κάνω σχεδόν εμμονικά, γράφοντας με αλληγορίες, μεταφορές πολλές και κρυμμένα νοήματα, αφήνοντας περιθώριο για διαφορετικές ερμηνείες. Αυτό δεν κάνει και η ζωή;
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Κλέβω διαρκώς συζητήσεις που τυχαία γίνονται κάπου δίπλα μου, αντλώ λέξεις ή φράσεις ολόκληρες από ένα βλέμμα, ένα πηγαίο γέλιο, από τη χροιά της φωνής ή από νεύματα. Θα πρέπει κάτι, ή κάποιος, να κεντρίσει το θυμικό μου, όχι υποχρεωτικά με ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα. Μια εσωτερική πρόκληση χρειάζομαι, μια ανθρώπινη κατάσταση, αντίδραση ή επιλογή που μπορεί και να περάσει απαρατήρητη σε άλλους, στο μυαλό μου πλέκει μιαν Ιθάκη κι έναν εν δυνάμει «Οδυσσέα».
Κι ύστερα, υφαίνω γύρω του «Πηνελόπη», μία ή περισσότερες, και «μνηστήρες». Με αυτόν τον τρόπο, μια ιστορία που σπάει τα δεσμά των βεβαιοτήτων, είναι πλασμένη από εγκλωβισμένους ήρωες και γκρεμίζει όποιο ασφυκτικό στερεότυπο στενεύει την ανάσα, γίνεται η ιστορία μου.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Και στα τέσσερα βιβλία μου, η κύρια ηρωίδα είναι γυναίκα, απόλυτα συνειδητά. Όχι από κάποιον κακώς εννοούμενο φεμινισμό φυσικά, αλλά, αν το σκεφτείτε, οι γυναίκες δεν πρωταγωνιστούν στην Ιστορία κατά κύριο λόγο. Συνήθως, βρίσκονται δίπλα απ’ αυτήν, δημιουργώντας αυτό που αποκαλούμε Μικρή Ιστορία. Είναι αναγνωρίσιμες και απρόβλεπτες, θαρραλέες αν και αφανείς σε σχέση με τους άντρες, παίζουν όμως σημαντικό ρόλο που δεν μοιάζει ωστόσο πρώτης γραμμής. Αυτό καθεαυτό έχει στα μάτια μου μια μυστηριακή γοητεία και με έλκει να το εκμεταλλευτώ.
Στο μυαλό μου διαρκώς στριφογυρίζουν φράσεις που ψάχνουν διέξοδο για να εμφανιστούν. Μόλις μια ηρωίδα μού δώσει το έναυσμα να απορήσω με τη στάση της, να αναζητήσω τι είναι αυτό που κρύβει ή φανερώνει, τότε την κάνω δική μου.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Η Ελπίδα, μια ηρωίδα με σημαντικό – αν και όχι τον πρωτεύοντα – ρόλο σε δύο από τα βιβλία μου, είναι μια συρραφή τριών υπαρκτών και πολύ αγαπημένων μου γυναικών. Την περιέγραφα, αποτύπωνα στο χαρτί τη στάση και τις αντιδράσεις της, χωρίς να έχω καταλάβει το πλάσμα που δημιουργώ πριν ολοκληρώσω το πρώτο βιβλίο. Στο επόμενο – που ήταν η συνέχεια – συνέχισα να το κάνω συνειδητά πλέον.
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Ως παιδί, το πρώτο μου ανάγνωσμα ήταν ο «Μάγκας» της Πηνελόπης Δέλτα. Αν και δεν το έχω ξαναδιαβάσει έκτοτε, ακόμα θυμάμαι το πόσο με είχε εντυπωσιάσει, θυμάμαι τον μαγικό τρόπο με τον οποίο με ανάγκασε να αναζητήσω όλα τα υπόλοιπα βιβλία της Δέλτα. Ως έφηβη, συγκλονίστηκα από τον Μερσώ στον «Ξένο» του Καμύ. Ο τρόπος που αποκαθηλώνεται η αυθεντία της συνήθειας και της μονοδιάστατης αντίληψης του αποδεκτού, εξακολουθούν να με εντυπωσιάζουν.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
«Ο Θεός των μικρών πραγμάτων», της Αρουντάτι Ρόι, με «υποχρέωσε» να δω αρκετά πράγματα κάτω από άλλο πρίσμα, κι ας μην μπορώ να ισχυριστώ ότι άλλαξε τη ζωή μου ολόκληρη. Από την πρώτη στιγμή που το διάβασα έως και σήμερα, έχω κάνει τρόπο ζωής τον τίτλο του. Δεν επιστρέφω ωστόσο τόσο συχνά σε αυτό, όσο στην «Ασκητική».
- Αγαπημένοι συγγραφείς και ποιητές;
Είμαι φανατική των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής και της Ιβηρικής Χερσονήσου. Ο Μπολάνιο με τους «Άγριους Ντετέκτιβ», ο Λιόσα με την «Γιορτή του Τράγου», ο Θαφόν με την «Σκιά του Ανέμου», ο Παδούρα με το «Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη», ο Οκτάβιο Πας με την «Ηλιόπετρα», είναι μόνο μερικοί από τους πολύ αγαπημένους μου.
- Κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής, πάντα λέω πως μπαίνω σε διαδικασία ασπρόμαυρης ζωής. Δεν θέλω τίποτα να αποσπά την προσοχή μου, μήτε ήχος μήτε πολύ φως – παρά μόνο μια δέσμη εστιασμένη στις σημειώσεις μου – ούτε καν ευχάριστες μουσικές νότες. Αν είναι εφικτό να απομονωθώ και στο μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα που έχω την τύχη να διαθέτω, ακόμα καλύτερα.
Δηλώνω πρώτα αναγνώστρια και μετά συγγραφέας, μου είναι αδύνατον να σταματήσω να διαβάζω. Όσο γράφω ωστόσο, επιλέγω συγγραφείς μακριά από την θεματολογία και το ύφος μου ή ποιητές που σκαλίζουν τα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Μιας και το τελευταίο μου βιβλίο δεν έχει ούτε μήνα που κυκλοφόρησε, θα προτιμούσα να αναφερθώ σε αυτό. Εξάλλου, αυτό που τώρα ετοιμάζω, βρίσκεται ακόμα στο πρωταρχικό στάδιο των σημειώσεων.
Πρόκειται για μια ιστορία που λαχταρούσα να γράψω εδώ και πολλά χρόνια, δίσταζα ωστόσο. Όχι επειδή με «φόβιζε» η ογκώδης και απίστευτα χρονοβόρα έρευνα που απαιτούσε η ιστορία μου, αλλά επειδή πρόκειται για την πραγματική ζωή της συνονόματης γιαγιάς μου, μιας αληθινής ηρωίδας που αγαπούσα και θαύμαζα.
Την ακολούθησα για πενήντα και κάτι χρόνια, έτρεξα μαζί της, μικρό σκανταλιάρικο παιδί κι εγώ σαν εκείνη, να γλυτώσω από τον ζόφο της καταστροφής της Σμύρνης, πρόσφυγας ύστερα στην Αθήνα, Κατοχή στη Θεσσαλονίκη, απώλειες, θάνατοι, ανίατες ασθένειες, όλα πάντα με το κεφάλι περήφανα ψηλά.
Θυμήθηκα ελάχιστες αφηγήσεις της, ήμουν μόλις δέκα ετών όταν έφυγε από τη ζωή, άκουσα άπειρα περιστατικά από την μητέρα μου και την αδερφή της, η φαντασία μου μυθόπλασε ορισμένα «θολά» σημεία και τώρα, πάρα τους αρχικούς ενδοιασμούς μου, χαίρομαι ειλικρινά που κατάφερα να το ολοκληρώσω και να νιώσω ξανά και ξανά την αγάπη μου για όλους τους συμμετέχοντες, ζώντες και μη.
Είμαι απίστευτα ικανοποιημένη και από τη δουλειά που έκαναν οι εκδόσεις «Υδροπλάνο», από την συνεργασία με την επιμελήτρια Σοφία Τριανταφύλλου και τον έξοχο γραφίστα Elias Xinta, ο οποίος κατάφερε να μεταμορφώσει την παμπάλαια φωτογραφία δύο πολύ αγαπημένων μου γυναικών σε ένα μαγικό εξώφυλλο.