Του Σάκη Μουμτζή
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ιδιαίτερα παράδοξη η σύγκριση δύο πολιτικών που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς χώρους και είναι ηγέτες σε δύο κράτη με ριζικά διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης της δημοκρατίας και των θεσμών της. Γιατί, ό,τι και να λέμε, η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα από τις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Αν σε κάτι διέφερε, ήταν στην υπέρμετρη ανοχή που έδειχνε σε περιθωριακές ομάδες όταν αυτές κατέλυαν τις Αρχές, ατιμωρητί.
Εδώ και λίγους μήνες αρχίζουν και συγκλίνουν τα επίπεδα της δημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Τουρκία, δυστυχώς όχι γιατί αναβαθμίζονται οι δημοκρατικοί θεσμοί στη γείτονα χώρα, αλλά γιατί υποβαθμίζονται οι θεσμοί της ελληνικής δημοκρατίας. Και βέβαια υπάρχουν και συμπεριφορές του Α. Τσίπρα και του Ρ.Ερντογάν που ομοιάζουν πολύ μεταξύ τους.
Ο Ερντογάν με μια τυχοδιωκτική πράξη –που νόμισε πως ήταν η διέξοδος στην αδιέξοδη πολιτική του στο πρόβλημα της Συρίας– ενεπλάκη σε μια πρωτοφανή αντιπαλότητα με τη Ρωσία του Β. Πούτιν. Το αποτέλεσμα ήταν να δει τα αεροπλάνα του καθηλωμένα στο έδαφος λόγω των S-400 και τους άσπονδους εχθρούς του τους Κούρδους να κυριαρχούν στα νότια σύνορα του. Παράλληλα με την επίδειξη ισχύος –που δεν διέθετε– επεδίωξε να δημιουργήσει εντυπώσεις στο εσωτερικό ακροατήριο. Το μόνο που πέτυχε ήταν να φουντώσουν οι τρομοκρατικές ενέργειες στην καρδιά τουρκικών πόλεων.
Ο καθ΄ ημάς Αλέξης πίστεψε πως απειλώντας με Grexit τους εταίρους μας θα πανικόβαλε τις αγορές που θα κατέρρεαν και αυτοί θα έκαναν ό,τι τους ζητούσε. Μάλιστα, για να «δέσει» καλύτερα τον σχεδιασμό του, έκανε και το δημοψήφισμα. Η συνέχεια γνωστή. Φαίνεται όμως πως δεν διδάχθηκε από το περσινό πάθημα του και μεθόδευσε ρήξη με το ΔΝΤ, χρησιμοποιώντας προϊόντα εγκλήματος, με αποτέλεσμα να δεχθεί καταιγισμό επιθέσεων και οι δανειστές να σκληρύνουν τη στάση τους.
Παρατηρούμε πώς δύο τυχοδιωκτικές ενέργειες του Τσίπρα και του Ερντογάν, που έγιναν λόγω κακής εκτίμησης του συσχετισμού των δυνάμεων, οδήγησαν σε ταπεινωτικές ήττες τις χώρες τους.
Αλλά και στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής αρχίζουν και διαμορφώνονται κοινά πεδία.
Είναι γνωστή η απέχθεια του Ερντογάν προς την ελευθερία της έκφρασης που παίρνει σάρκα και οστά με το κλείσιμο τηλεοπτικών σταθμών, φυλακίσεις δημοσιογράφων, σφράγισμα του διαδικτύου. Βέβαια στην Τουρκία ανέκαθεν το επάγγελμα του δημοσιογράφου ήταν υψηλού κινδύνου.
Τουναντίον στη μεταπολιτευτική Ελλάδα επικράτησε πλήρης ελευθερία του Τύπου, οι δημοσιογράφοι έγιναν μια πανίσχυρη συντεχνία που προάσπιζε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους, ενώ από το 1990 άνθισε και η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση. Όλες αυτές οι δημοκρατικές κατακτήσεις κινδυνεύουν να χαθούν, καθώς το εθνολαϊκιστικό μόρφωμα που μας κυβερνά επιδιώκει να ελέγξει την πληροφορία. Να ποδηγετήσει την έκφραση της γνώμης με το κλείσιμο καναλιών. Οι προχθεσινές θλιβερές διαγραφές δημοσιογράφων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Και αν στην Τουρκία υπάρχουν ανώτατοι δικαστές που αποφυλακίζουν τους δημοσιογράφους που φυλακίζει ο Ερντογάν, στη χώρα μας η δικαιοσύνη της κυρίας Θάνου και του κ. Παπαγγελόπουλου ελάχιστες εγγυήσεις παρέχει για την προάσπιση των ελευθεριών μας.
Και οι δύο ηγέτες, διαπνεόμενοι από μια αντιθεσμική - κινηματική λογική, εργαλιοποίησαν την εκλογική διαδικασία και μέσα από διαδοχικές αναμετρήσεις, που έγιναν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, πέτυχαν τελικά τον στόχο τους, που είναι η πολιτική κυριαρχία.
Ο τυχοδιωκτισμός, η εξουσιολαγνεία, η αποστροφή προς την ελεύθερη ενημέρωση, η διαρκής δημιουργία εχθρών, οι παρακρατικοί μηχανισμοί είναι κοινά στοιχεία αθλιότητας στον πολιτικό βίο των δύο ανδρών.