Του Μανούσου Μαραγκουδάκη
Είναι πραγματικά πρωτόγνωρο το φαινόμενο, αυτοί που εκλέχθηκαν για να καταπολεμήσουν το μνημόνιο να εξευτελίζονται ψηφίζοντας ό,τι τους ζητούν οι δανειστές, και αυτοί που εμπιστεύθηκαν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να σχίσουν τα μνημόνια «μέρα μεσημέρι», ακόμη και σήμερα να δηλώνουν αφοσίωση στα ίδια κόμματα σε ποσοστά που, δημοσκοπικά, αγγίζουν το 20% του εκλογικού σώματος. Και είναι πράγματι απορίας άξιο η εξαφάνιση των «αγανακτισμένων». Τι συνέβη στην αντίσταση στα μνημόνια;
Μία εύλογη απάντηση είναι ότι οι αντιμνημονιακοί ακτιβιστές σήμερα βρίσκονται αποσπασμένοι στα γραφεία υπουργών και στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό. Μία δεύτερη ότι οι άνθρωποι που επανδρώνουν αυτά τα δύο κόμματα είναι υποκριτές και κυνικοί λάτρεις των προνομίων τους. Και μία τρίτη, συμπληρωματική, ότι το κίνημα «κουράστηκε». Σίγουρα σε κάποιο βαθμό ισχύουν όλα τα παραπάνω: τα κομματικά στελέχη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πράγματι επανδρώνουν τον κρατικό μηχανισμό σε τέτοιο βαθμό ώστε τοπικά γραφεία να μένουν κλειστά λόγω έλλειψης προσωπικού· βουλευτές της συμπολίτευσης πράγματι έχουν δηλώσει πόσο πολύ υπολογίζουν στον μισθό τους για να πληρώνουν τα τραπεζικά δάνειά τους, και έχουν αποδείξει με τις κολοτούμπες τους πόσο λίγο δεσμεύονται ηθικά από πρότερες δηλώσεις τους· και πράγματι, δεν είναι καθόλου απίθανο ακόμη και οι ακτιβιστές να κουράζονται. Όμως όλα τα παραπάνω δεν απαντούν ικανοποιητικά στην μεγάλη παραδοξότητα: ότι οι αγανακτισμένοι, ενώ έχουν αποσυρθεί από τις πλατείες, και ενώ η υποκριτική φύση αυτών των ανθρώπων είναι πλέον προφανής, ακόμη δηλώνουν εκλογική αφοσίωση στον Τσίπρα, τόσο ώστε η εκλογική βάση του κόμματος σήμερα να είναι πενταπλάσια απ' ότι ήταν πριν μετατραπεί σε «κυβερνώσα αριστερά».
Η παραδοξότητα αυτή επιλύεται αν προσεγγίσουμε το κίνημα των «αγανακτισμένων-δεν πληρώνω» όχι απλώς ως μία εκδήλωση ορθολογικής διαμαρτυρίας, αλλά ως έναν εκλεπτυσμένο πνευματικό μηχανισμό διαμόρφωσης ταυτότητας. Η «αντι-μνημονιακή» αυτή ταυτότητα διαμορφώθηκε μέσα από τις επαναλαμβανόμενες και τελετουργικά δομημένες συνάξεις στις πλατείες και αλλού, συνάξεις που λειτούργησαν ως διαβατήρια τελετουργία, δηλαδή ως «πέρασμα» από μία πρότερη, μιαρή, κατάσταση (το παλιό κομματικό σύστημα) σε μία εξαγνισμένη κατάσταση (το όραμα της λαϊκής εξουσίας). Το πέρασμα αυτό, όπως το ανέλυσαν πρώτοι ο Victor Turner και ο Arnold van Gennep, αποτελεί την πιο κρίσιμη στιγμή διαμόρφωσης ταυτότητας και κοινωνικής αλλαγής. Σε κατάσταση «περάσματος» ή «μεθοριακότητας» (liminality), τα συμμετέχοντα άτομα, τελετουργικά απομονωμένα από την υπόλοιπη κοινωνία, χάνουν την πρότερη ταυτότητά τους, και τίθενται παροδικά εκτός της υφιστάμενης κοινωνικής δομής. Σε αυτό το συναισθηματικά φορτισμένο περιβάλλον, τα οικεία πολιτισμικά σχήματα ανασυνδυάζονται συλλογικά, και σχέσεις οικειότητας και συντροφικότητας αναπτύσσονται ανάμεσα στους μυούμενους μετατρέποντας έναν συρφετό ατόμων σε αυτό που ο Turner ονόμασε communitas, δηλαδή σε μία αδιαφοροποίητη κοινότητα με έντονη την προδιάθεση ταύτισης με τον «άρχοντα της τελετής» (master of the ceremony) μέσω της «μίμησης», του μηχανισμού που δίνει απτή διέξοδο στον υπαρξιακό αποπροσανατολισμό που επιφέρει μία κρίση.
Δεν είναι δύσκολο να δούμε πώς αυτός ο τελετουργικός μηχανισμός δομημένος γύρω από τον χαρισματικό Τσίπρα και τον «αποκαλυπτικό» λόγο του, διαμόρφωσε μία ταυτότητα απόλυτα συνδεδεμένη όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με τον ίδιο τον Τσίπρα. Σε αυτό το σχήμα, οποιαδήποτε απόκλιση ή παρεκτροπή από το «όραμα» δεν αποδίδεται στον ίδιο τον χαρισματικό ηγέτη, αλλά αντίθετα αποδίδεται είτε στους ανίκανους ακολούθους του, είτε στις σκοτεινές δυνάμεις που αντιπαλεύονται το όραμα. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, είτε τα πράγματα θα ήταν χειρότερα αν αναλάμβαναν την εξουσία οι σκοτεινές αυτές δυνάμεις (βλ. δημοσκοπική απάντηση: «τα πράγματα θα ήταν χειρότερα με την ΝΔ»), είτε το όραμα είναι τόσο ισχυρό σε όρους ηθικής τάξης, ώστε αξίζει να παραμείνει κάποιος στο πλευρό του ηγέτη του, έστω κι αν αυτή η αφοσίωση τον βλάπτει υλικά.
Πώς λύεται αυτή η ταύτιση; Σίγουρα όχι με την αποστασιοποιημένη και ψυχρά λογική παρατήρηση. Ακόμη και τα πιο προφανή σημάδια ακαταλληλότητάς του, προσκρούουν στον μιμητικό δεσμό και την βαθιά ταύτιση του πιστού με τον ηγέτη του. Η ταύτιση λύεται μόνο με την αποκάλυψη ότι ο χαρισματικός ηγέτης είναι στην πραγματικότητα «κατεργάρης» (trickster). Ο «κατεργάρης» είναι μια καθολική και αρχαϊκή φιγούρα, παρούσα στις λαϊκές παραδόσεις και τους μύθους όλων πολιτισμών – αλλά και στην ιστορία. Οι κατεργάρηδες είναι πάντα περιθωριακοί χαρακτήρες: Είναι εξωμερίτες, αφερέγγυοι, αδιάντροποι, συχνά πλακατζήδες, και έχουν έφεση στην παραμυθία και στις φαντασιώσεις – χαρακτηριστικά που τους τοποθετούν στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής. Ωστόσο, ο κατεργάρης μπορεί ξαφνικά να γίνει επικίνδυνος: σε μία κατάσταση κρίσης ο κατεργάρης μπορεί να πάρει την ευκαιρία και να προκαλέσει μια διαρκή αναστροφή των ρόλων και των αξιών, μετατρέποντας τον εαυτό του μια κεντρική φιγούρα.
Οι πιθανότητες εμφάνισης ενός κατεργάρη μεγιστοποιούνται σε περιόδους έντονης, συστημικής, κρίσης, δηλαδή σε περιόδους μεθοριακότητας, όταν οι βεβαιότητες εξαερώνονται, η μιμητική συμπεριφορά κλιμακώνεται, και ο κατεργάρης μπορεί να περάσει για χαρισματικός ηγέτης. Ο κατεργάρης και η μεθοριακότητα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Όντας εξωμερίτης και ανίκανος ενσυναίσθησης, ο κατεργάρης μπορεί εύκολα να διατηρήσει την ψυχραιμία τους κάτω από δύσκολες συνθήκες και έτσι να καταστρώσει μια πονηρή – κι έτσι τυπικά "ορθολογική" – στρατηγική πάνω στην οποία να γαντζωθούν οι οπαδοί του. Όταν συμβεί αυτό, η μεθοριακότητα δεν θα περιοριστεί σε μια προσωρινή κρίση, ακολουθούμενη από μια επιστροφή στην ομαλότητα, αλλά, όπως επισημαίνει ο Gregory Bateson, θα διαιωνιστεί τεχνηέντως από τον κατεργάρη διότι μόνον έτσι μπορεί να πείθει τους οπαδούς του ότι είναι χαρισματικός ηγέτης.
Η ομαλότητα λοιπόν είναι το κλειδί για να αποκαλυφθεί η πραγματική του φύση. Μόνον όταν αυτή επέλθει, τα μάγια λύονται και ο κατεργάρης εξωθείται πάλι στο περιθώριο. Μέχρι τότε, μέχρι τη δημιουργία μίας σταθερής κυβέρνησης ορθολογικής αντιμετώπισης της κρίσης, ο σκληρός πυρήνας των αγανακτισμένων θα ψηφίζει Τσίπρα. Τα επόμενα εκλογικά αποτελέσματα θα καταγράψουν με μεγάλη ακρίβεια τον αριθμό των πολιτών που έπεσαν θύμα αυτού του μηχανισμού.
* Ο κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.