Δεν είναι ότι δεν έχει το γνώθι σαυτόν περί των πεπραγμένων της διακυβέρνησής του ο Αλέξης Τσίπρας. Είναι που δεν ορρωδεί προ ουδενός και δεν έχει κανένα ενδοιασμό να αντιστρέφει την πραγματικότητα.
Όπως χθες ας πούμε κατά την ομιλία του στην ΔΕΘ. Μια πανδημία παγκοσμίου επιπέδου, στην οποία τα κράτη είναι υποχρεωμένα να αναλάβουν τον κυρίαρχο ρόλο αντιμετώπισης της με δράσεις υπεράσπισης των πληθυσμών τους, την ιδεολογικοποίησε, προσπαθώντας να δικαιώσει τον ιδεολογικό κρατισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Είπε ας πούμε ότι η εποχή της δημοσιονομική ασφυξίας, της σκληρής λιτότητας και των πλεονασμάτων τελείωσε. Το «τελείωσε» είναι σαφώς αυθαίρετο, γιατί δεν έχει βρεθεί αρχηγός κράτους ως τώρα να ισχυριστεί ότι οι λαοί πρέπει να ζουν με περισσότερα από όσα παράγουν ως εθνικό εισόδημα (η αναδιανομή είναι άλλο θέμα). Ίσως αναφερόταν στα πλεονάσματα που είχε υπογράψει ο ίδιος ως το 2060, λόγω της επιτυχημένης διαπραγμάτευσης. Πάντως μόνο ο Αλέξης παρότι επιμηθέας υπόλογος των πλεονασμάτων, μπορεί να παρουσιάζεται ως δικαιωμένος προμηθέας του τέλους τους, αφότου τα έφερε ο ιός.
Απευθυνόμενος στους κατοίκους της Βορείου Ελλάδας θέλησε να αποκομίσει εκ των υστέρων δικαίωση, από τη νυν στάση κυβέρνησης σε σχέση με το Σκοπιανό. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο Μητσοτάκης ως φιλελεύθερος κατά βάθος δεν θα είχε αντίρρηση να αποδοθεί στους Σκοπιανούς μακεδονική εθνότητα και γλώσσα, και κράτησε ευφυώς σκληρή γραμμή για να μη διασπαστεί το κόμμα του. Ξέρουμε πάντως ότι είχε δηλώσει ότι είναι μια κακή συμφωνία η οποία αν κυρωθεί δεν αλλάζει μονομερώς. Ως εκ τούτου αποτελεί μια αγωνιώδη προσπάθεια αυτοδικαίωσης δια μέσου της διαστρέβλωσης της κυβερνητικής συμπεριφοράς.
Οπότε δεν ισχύει η απαίτησή του ότι οφείλει να ζητήσει ο Μητσοτάκης «συγνώμη σε κάθε Μακεδόνα, σε κάθε Έλληνα που εξαπάτησε» όπως είπε. Ο ίδιος εξακολουθεί να οφείλει συγνώμη για τη συναίνεσή του στην πρωτοφανή ιστορική πειρατεία από μέρους των βορείων γειτόνων. Και δεν γέμισε ο Μητσοτάκης όπως είπε «τους Έλληνες με ψέμα, μίσος και διχασμό». Αυτό το έκανε το κόμμα του, που επιδόθηκε στις συνήθεις δολοφονίες χαρακτήρα στις οποίες εθίζεται, αποκαλώντας κάθε αντιδρώντα ως ακροδεξιό, φασίστα, ψεκασμένο, Βουκεφάλα.
Παράλληλα ο Τσίπρας του Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, του αντισυνταγματικού νόμου Παππά και των καταγγελιών για Μερκελιστές και για Γερμανοτσολιάδες μίλησε για κρίση δημοκρατίας, γιατί λέει «η αντιπολίτευση φιμώνεται, κάθε διαφορετική άποψη θάβεται». Προφανώς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που κάθε μέρα βλέπουμε στα λαϊκίστικα τηλεπαραθύρια είναι virtual reality. Είναι κατασκευασμένα εικονικά ομοιώματα των τηλεσκηνοθετών. Δεν είναι πραγματικά πρόσωπα που εκφράζουν τις απόψεις ΣΥΡΙΖΑ.
Μίλησε επίσης για «ηθική κρίση», καθώς «η νέα γενιά βαφτίζεται ανεύθυνη και μπαίνει στο περιθώριο ενώ το κράτος γίνεται οργανωτής του κοινωνικού αυτοματισμού». Δεν έχει σημασία αν δεν τεκμηριώνονται αυτά. Αναδύονται από την συνήθη κοινωνιολογίζουσα ρητορική της αριστεράς, κολλάνε σε κάθε περίπτωση και ακούγονται ευχάριστα στ’ αυτιά των οπαδών του που πάντα νιώθουν καταδιωγμένοι από το «σύστημα». Και φυσικά ηχούν ευχάριστα στ’ αυτιά των νέων, γιατί τους απαλλάσσει πάσης ευθύνης για την συμπεριφορά τους έναντι του κοινωνικού συνόλου, στην εποχή της πανδημίας.
Άλλωστε στο παρελθόν είχε καταγγείλει ότι ενοχοποιείται η νέα γενιά γιατί οι λοιμωξιολόγοι επέσειαν τον κίνδυνο του συγχρωτισμού στα μπιτσόμπαρα. Τώρα υποστήριξε ότι «οι νέοι του 2020 στην Ελλάδα βαφτίζονται παρίες, ανεύθυνοι και τεμπέληδες», υποστηρίζοντας ότι δεν έχει υπάρξει άλλος Πρωθυπουργός στη ιστορία της χώρας που να έχει φερθεί με τέτοια απαξίωση στο πιο πολύτιμο αγαθό του τόπου μας».
Δεν ξέρουμε το βάθος της ιστορικής του γνώσης για τους Πρωθυπουργούς του ελληνικού κράτους από την σύστασή του, αλλά που τα άκουσε αυτά; Αν τα άκουσε είμαστε μαζί του. Δυστυχώς εκείνο που συμβαίνει είναι ότι εφευρίσκει ή παραποιεί δηλώσεις, χωρίς ενδοιασμό. Έτσι και αλλιώς ποιος διαθέτει τέτοια λεπτομερή ιστορική γνώση ώστε να τον διαψεύσει;
Επιδόθηκε παράλληλα στις συνήθεις (από όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, για αυτό και είναι κατανοητές) γενικολογίες περί ανάγκης «νέου παραγωγικού σχεδίου, περί επαναρρύθμισης της εργασίας, περί ισχυρού κοινωνικού κράτους, αποφασιστικής στρατηγικής για το περιβάλλον (αλλά ο λιγνίτης να μείνει), βαθιές θεσμικές τομές για την ενίσχυση της Δημοκρατίας, της Δημόσιας Διοίκησης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Μαζί του αλλά ήταν ο Πρωθυπουργός που τις αποφάσεις του ΣτΕ τις είχε ονομάσει, πάλι στη ΔΕΘ, ως «θεσμικά εμπόδια».
Όσο για το σχέδιο των 11 μέτρων έκτακτης ανάγκης, δίνουμε μικρότερη έμφαση γιατί άνοιξαν οι ουρανοί και έβρεξε λεφτά. Ένα σχέδιο με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος, το οποίο πάλι θα υπόκειται στην εποπτεία που ο ίδιος μας έβαλε. Μεταξύ άλλων ζήτησε ΕΣΥ με 15000 μόνιμες προσλήψεις, άλλους τόσους δασκάλους στα σχολεία, εισόδημα έκτακτης ανάγκης σε όσους έχουν πληγεί από την πανδημία, μη επιστρεπτέα ενίσχυση στις επιχειρήσεις, μείωση ΦΠΑ στην εστίαση (αυτός που την είχε πάει στο 23%), μόνιμη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, μόνιμη μείωση της προκαταβολής φόρου κλπ. Είθε να γίνονταν αλλά η αξιοπιστία των μη τεκμηριωμένων προτάσεών του παραπέμπει στο Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.
Κατηγόρησε τέλος τις τράπεζες ότι δεν έχουν κάνει όλα όσα μπορούν για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Όντως! Ξέχασε όμως ποιος τις αφελλήνισε και δεν ζήτησε ποτέ συγνώμη γι’ αυτό, ενώ πρότεινε και διαγραφή μέρους του ιδιωτικού χρέους. Τώρα το προτείνει, όχι όταν κυβερνούσε.
Φυσικά στη ΔΕΘ ήταν, κάτι θα έπρεπε να πει, κάτι να υποσχεθεί, κάτι να απαιτήσει. Άλλωστε όσο απαξιωμένος και να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί ένα ευμέγεθες ποσοστό, ενώ ένας στους τέσσερις Έλληνες εξακολουθεί να θεωρεί τον κ. Τσίπρα ως καταλληλότερο για τον ρόλο του Πρωθυπουργού. Σε αυτούς απευθύνεται και πρέπει να διατηρήσει μαζί τους τον ομφάλιο λώρο. Είναι η μαγιά της ελπίδας του επανακάμψει.