Του Γιώργου Φλωρίδη
Η βάναυση επίθεση εναντίον των αστυνομικών την ώρα της εκτέλεσης του καθήκοντός τους, από κατ’ εξακολούθηση εγκληματίες και η ποινική δίωξη-χάδι που ακολούθησε, έφερε για πολλοστή φορά στην επιφάνεια το βασικό πρόβλημα της χώρας, όσον αφορά στην ποινική αντιμετώπιση των εγκληματιών.
Πρόβλημα που δεν είναι, όπως πιστεύουν κάποιοι, η επιχειρησιακή ικανότητα της αστυνομίας, αλλά οι θεμελιώδεις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που δεν συναντώνται σε καμία σοβαρή χώρα της Ευρώπης.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε, κυριολεκτικά μία μέρα πριν από τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, το νέο Ποινικό Κώδικα της χώρας. Η πολλαπλή «φροντίδα» που επέδειξε στα τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησης η πρώτη φορά Αριστερά για τα πάσης φύσεως εγκληματικά στοιχεία της χώρας, κορυφώθηκε με τις βασικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, περίπου πέντε χιλιάδες ποινικές διώξεις σε βαθμό κακουργήματος, καθώς και δίκες σε εξέλιξη, τέθηκαν στο αρχείο, προς τέρψιν των απατεώνων, των φοροφυγάδων και των πάσης φύσεως εγκληματικών στοιχείων της χώρας.
Νωρίτερα, με τους διαδοχικούς νόμους Τσίπρα-Παρασκευόπουλου, βγήκαν από τις φυλακές αναρίθμητοι εγκληματίες, που αρκετοί από αυτούς ανέλαβαν ξανά δράση εναντίον της κοινωνίας.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας φρόντισε, όμως, και για τους φυλακισμένους του μέλλοντος, καταργώντας τις εναντίον τους διώξεις και τις πραγματοποιούμενες δίκες.
Θεωρώ ότι σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του νέου Ελληνικού κράτους, ουδέποτε υπήρξε τέτοια μαζική αμνήστευση εγκληματιών.
Πολλοί πιστεύουν, με αφορμή το περιστατικό της επίθεσης εναντίον των αστυνομικών στο Κουκάκι, ότι πρέπει να υπάρξουν ειδικά αδικήματα και ειδικές ποινές για τις περιπτώσεις αυτές.
Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε με το νέο Ποινικό Κώδικα, όταν κάποιος καταδικάζεται για οποιοδήποτε αδίκημα σε φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια, η ποινή του να μην εκτελείται, αλλά να αναστέλλεται η εκτέλεσή της υποχρεωτικά.
Στη διάταξη αυτή του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, βρίσκεται κατά τη γνώμη μου το κλειδί για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας στη χώρα.Β
Οι επιβαλλόμενες ποινές, είτε είναι δέκα μέρες είτε δέκα μήνες, πρέπει να εκτελούνται υποχρεωτικά στη φυλακή. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις σοβαρές χώρες της Ευρώπης. Το Δικαστήριο σε κάποιες περιπτώσεις που αυτό κρίνει, μπορεί να χορηγεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής, επιβάλλοντας πολύ συγκεκριμένους όρους, η παραβίαση των οποίων θα οδηγεί αυτόματα τον καταδικασθέντα στη φυλακή.
Ταυτόχρονα, επιβάλλεται πλήρης αναμόρφωση του καθεστώτος των αποφυλακίσεων υπό όρους (άρθρο 105 Β του ΠΚ), που σήμερα οδηγεί τους πάντες, μετά από λίγο χρονικό διάστημα στη φυλακή, να επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Υπάρχουν κάποιοι που θα αντιτείνουν ότι έτσι θα γεμίσουν οι φυλακές. Πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Ο φόβος του εγκλεισμού στη φυλακή σε κάθε περίπτωση καταδίκης, είναι αυτός που θα αποτρέψει την πραγματοποίηση πολλών εγκληματικών πράξεων. Ας δούμε το πρόσφατο παράδειγμα της απαγόρευσης του καπνίσματος. Μπροστά στον φόβο των ποινών, μειώθηκε δραστικά η σχετική παραβατικότητα. Αν, παρόλα αυτά, κάποιοι επιμένουν στο έγκλημα, αυτοί πρέπει να πάνε φυλακή.
Πιστεύω, επίσης, ότι η Δημοκρατία δεν πρέπει να στοχοποιεί διάφορες κοινωνικές ομάδες που εμφανίζουν κάθε εποχή εγκληματική συμπεριφορά, με εξαίρεση την τρομοκρατία που, σωστά, απαιτεί ειδική νομοθεσία. Οι διατάξεις πρέπει να ισχύουν για όλους και να εφαρμόζονται σε όλους το ίδιο.
Η ειρήνευση της κοινωνίας θα υπάρξει μόνον όταν το Ποινικό οικοδόμημα της χώρας, εναρμονιστεί με αυτό των πιο προηγμένων χωρών της Ευρώπης.
Τότε και η Αστυνομία θα μπορεί να επιτελεί αποτελεσματικά το έργο της.