Του Αλέξανδρου Σκούρα
1. Δεν είναι όλοι όσοι μετείχαν «κάτι»
Είναι λάθος το τσουβάλιασμα όσων μετείχαν στο συλλαλητήριο της Κυριακής κάτω από μια ενιαία κατηγορία ή έναν χαρακτηρισμό. Προφανώς δεν ήταν όλοι εθνικιστές, ούτε όμως ήταν και όλοι αγνοί πατριώτες. Προφανώς δεν γνώριζαν όλοι λεπτομερειακά το ζήτημα, ούτε όμως ήταν και όλοι αδαείς. Το τσουβάλιασμα, από τη μία ή την άλλη πλευρά, αποκαλύπτει ένα σημαντικό λογικό σφάλμα - την υπόθεση ότι όσοι βρέθηκαν την Κυριακή στο συλλαλητήριο συνέστησαν σχεδόν μεταφυσικά μια οντότητα με συγκεκριμένα και σαφώς ορισμένα χαρακτηριστικά. Κι αυτό, η οπτική της μάζας, είναι συν τοις άλλοις και μια βαθιά αντιφιλελεύθερη οπτική. Ακόμη και σε κατ' εξοχήν μαζικές εκδηλώσεις, οι φιλελεύθεροι οφείλουμε να αναγνωρίζουμε την αυτονομία του ατόμου.
2. Ένα συλλαλητήριο για το τι δεν μας αρέσει
Ποιο είναι συνεπώς το κοινό στοιχείο όσων διαδήλωσαν την Κυριακή; Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τη διαφωνία με ένα διαφαινόμενο πακέτο λύσεων για την ονομασία των βόρειων γειτόνων μας. Και βαθύτερα ίσως, η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην κυβέρνηση (και πιθανόν απέναντι στην πολιτική τάξη συνολικά) για να διαπραγματευτεί αυτή τη λύση. Οτιδήποτε άλλο είναι συμπληρωματικό και γι' αυτό μερικό.
Όπως όμως επισημαίνει και ο Χάγιεκ στον Δρόμο προς τη δουλεία, το να συμφωνήσουμε ως προς το τι δεν μας αρέσει είναι απείρως ευκολότερο από το να συμφωνήσουμε ως προς το τι συγκεκριμένο θέλουμε να κάνουμε. Και πολύ χειρότερα, όταν η πολιτική τάξη ενθαρρύνει τη συμφωνία του πρώτου είδους χωρίς να εργάζεται για τη δεύτερη, ανοίγει τον δρόμο προς τη δημαγωγία και εντέλει προς τον ολοκληρωτισμό.
3. Τα μάτια μας στον στόχο
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το πώς βλέπει κανείς το ζήτημα της ονομασίας, το σημαντικό είναι να μην ξεχνάμε τον μεγάλο στόχο: τη γρήγορη και χωρίς ουρές επίλυση των όποιων διαφορών με τους γείτονές μας, τη δημιουργία ενός ακόμη φίλου στη γειτονιά μας και εταίρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας, την εξασφάλιση της ειρήνης, της δημοκρατίας και του αμοιβαίου οφέλους. Το παράδειγμα του σημερινού εξαιρετικού επιπέδου των σχέσεών μας με τη Βουλγαρία, χώρα με την οποία ας μη ξεχνάμε πως βρεθήκαμε στο παρελθόν σε πραγματικά - και όχι φαντασιακά - αντίπαλα και αντιμαχόμενα στρατόπεδα, είναι σ' αυτή την κατεύθυνση όχι απλώς χρήσιμο, αλλά πραγματικά πολύτιμο.
*Το άρθρο δημοσιεύεται στον Φιλελεύθερο της Τετάρτης 7 Φεβρουαρίου.