Η διένεξη της οργάνωσης «Το Χαμόγελο του Παιδιού» με την κυβέρνηση για την υπουργική απόφαση που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με την οποία για πρώτη φορά στα 200 χρόνια που υπάρχει αυτή η χώρα θεσπίζονται κανόνες λειτουργίας των ιδρυμάτων για τα παιδιά είναι μια καλή ευκαιρία να θυμίσουμε μερικές επιστημονικά τεκμηριωμένες αλήθειες για την παιδική προστασία.
Και αυτό γιατί δηλωμένος στόχος της πολιτείας είναι ότι πρέπει να κλείσουν όλα τα ιδρύματα παιδιών. Μέχρι όμως αυτό να συμβεί και ακριβώς επειδή μιλάμε για παιδιά δεν μπορούν τα υπάρχοντα ιδρύματα να λειτουργούν χωρίς κανόνες.
Αλήθεια πρώτη:Το ίδρυμα δεν είναι εν δυνάμει αλλά de facto κακοποιητικό για τα παιδιά.
Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο εδώ και πολλές δεκαετίες πως η ιδρυματική φροντίδα βλάπτει τα παιδιά και την ανάπτυξή τους. Κάθε παιδί έχει ατομικές ανάγκες και επιθυμίες και μια μοναδική προσωπική ιστορία. Τα ιδρύματα όσο και αν το θέλουν δεν μπορούν να παρέχουν την εξατομικευμένη φροντίδα, προσοχή και αγάπη που χρειάζεται κάθε παιδί για να αναπτυχθεί σωστά και άρα δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ατομικές ανάγκες του.
Τα ιδρύματα παιδιών λειτουργούν με τρόπο που συγκρούεται με θεμελιώδεις αρχές ευημερίας και ανάπτυξης ενός παιδιού: η λειτουργία τους ορίζεται περισσότερο με βάση τις ανάγκες του προσωπικού τους παρά αυτές των παιδιών.
Συνήθως είναι απρόσωπα, τηρούν άκαμπτες, επαναλαμβανόμενες πρακτικές καθημερινής λειτουργίας, ενώ κατά κανόνα δεν επιδιώκουν τη διατήρηση ή και την ενίσχυση της σχέσης με τη βιολογική οικογένεια, όπου εκείνη προβλέπεται. Επιστημονικές έρευνες σχετικά με την πρώιμη ανάπτυξη των παιδιών δείχνουν ότι ακόμη και μια σχετικά σύντομη παραμονή σε ίδρυμα επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των παιδιών και μπορεί να έχει δια βίου συνέπειες στη νοητική τους ανάπτυξη, τη συναισθηματική τους ευημερία και τη συμπεριφορά και μιλάμε για συμπεριφορές οι οποίες τα ακολουθούν στην ενηλικίωση και από γενιά σε γενιά.
Τα παιδιά αυτά, ως ενήλικες, έχουν πολλαπλάσιες πιθανότητες να βιώσουν ανεργία, κοινωνικό αποκλεισμό και κατάθλιψη, ενώ δυσκολεύονται να δημιουργήσουν αρμονικές σχέσεις και να ισορροπήσουν σε οικογενειακούς δεσμούς που θα δημιουργήσουν.
Αλήθεια δεύτερη: παιδική προστασία δεν είναι το ίδρυμα αλλά είναι όλα αυτά που αντικαθιστούν ένα ίδρυμα
Στις χώρες της ΕΕ, ακόμα σε κάποιες από αυτές της Ανατολικής Ευρώπης, η αποϊδρυματοποίηση – η σταδιακή αντικατάσταση των ιδρυμάτων κλειστού τύπου με εναλλακτικού, οικογενειακού τύπου μοντέλα φροντίδας – έχει δρομολογηθεί εδώ και χρόνια, και είναι μια πραγματικότητα.
Βέλτιστη πρακτική στην παιδική προστασία όταν πρέπει να απομακρυνθεί ένα παιδί είναι η άμεση τοποθέτησή του σε οικογενειακό περιβάλλον μέσω της αναδοχής (σε όλες της τις μορφές) έως είτε την επανένωσή του με τη φυσική του οικογένεια στον βαθμό που αυτή επανακάμψει είτε έως τη μόνιμη οικογενειακή του αποκατάσταση μέσω της υιοθεσίας.
Όπου αυτό δεν είναι εφικτό, προκρίνεται η τοποθέτηση του παιδιού σε δομές οικογενειακού τύπου, ενώ συνεχίζονται οι προσπάθειες επανένταξής τους στη βιολογική τους οικογένεια (αν αυτό είναι προς το συμφέρον τους) ή αποκατάστασής τους σε οικογένεια μέσω της αναδοχής και της υιοθεσίας. Βρέφη και νήπια κάτω των τριών ετών δεν περνούν καθόλου από δομή προστασίας στις χώρες που έχουν σημειώσει πρόοδο στην αποϊδρυματοποίηση.
Μέχρι στιγμής, οι σημαντικές προσπάθειες Αποϊδρυματοποίησης στην Ελλάδα, μέσω της υλοποίησης του Νόμου 4538 και των προγραμμάτων Child Guarantee, αποτελούν πρωτοβουλία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και υλοποιούνται με κύριο οδηγό τα ίδια τα Ιδρύματα.
Αλήθεια τρίτη: Η Αναδοχή χρειάζεται σημαντική ενίσχυση
Τα στοιχεία που έχουμε δεν συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η υλοποίηση εναλλακτικών μορφών φροντίδας στη χώρα μας είναι επιτυχής. Οι αναδοχές ήταν και παραμένουν λίγες σε σχέση με τις ανάγκες των παιδιών.
Παρόλες τις προσπάθειες, η αναδοχή δείχνει να λειτουργεί ακόμα ως προθάλαμος της υιοθεσίας για τις περισσότερες οικογένειες. Παρότι κάτι τέτοιο δεν είναι αρνητικό για αρκετά παιδιά, για εκατοντάδες άλλα παιδιά με πολύπλοκες νομικές εκκρεμότητες, αυτό σημαίνει πως θα παραμείνουν στο ίδρυμα για πολλά χρόνια.
Τα παιδιά αυτά χρειάζονται επειγόντως «πραγματικούς αναδόχους»: ανθρώπους που θα αναλάβουν προσωρινά, και άμεσα, τη φροντίδα ενός παιδιού χωρίς να αποσκοπούν απαραίτητα στην υιοθεσία του. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΚΑ, ενώ 85% των παιδιών στα ιδρύματα προορίζονται για αναδοχή, 87% των υποψηφίων επιθυμούν την υιοθεσία.
Σημειώνουμε επίσης πως 97% των παιδιών στα ιδρύματα είναι μεγαλύτερα των 6 ετών, 50% είναι μεγαλύτερα των 12 ετών, εκατοντάδες έχουν κάποια κινητική ή διανοητική αναπηρία, έχουν ψυχικά θέματα, και πολλά είναι διαφορετικής εθνικής ή φυλετικής καταγωγής. Για αυτά τα παιδιά, δυστυχώς δεν υπάρχει ενδιαφέρον από υποψήφιους αναδόχους ή θετούς γονείς.
Είναι λοιπόν σημαντικό να αυξηθεί το ενδιαφέρον για τα πραγματικά παιδιά που βρίσκονται στα ιδρύματα και να καλλιεργηθεί η κουλτούρα αναδοχής και στη χώρα μας.
Επιπλέον, η διεθνής εμπειρία μας λέει ξεκάθαρα πως η αναδοχή δεν θα αναπτυχθεί ποτέ στο επιθυμητό επίπεδο, που είναι να αντικαταστήσει ως μορφή φροντίδας τα ιδρύματα, αν δεν επεκταθεί ο θεσμός της Επαγγελματικής Αναδοχής σε όλα τα παιδιά – (σήμερα προβλέπεται -αν και δεν υλοποιείται- μόνο για τα παιδιά με αναπηρία 67% και άνω).
Επαγγελματική αναδοχή σημαίνει πως επαγγελματίες αναλαμβάνουν τη φροντίδα ενός παιδιού προσωρινά, στο σπίτι τους, αντί να την αναλαμβάνουν στο ίδρυμα. Κάθε μορφής αναδοχή εξάλλου στηρίζεται και εξαρτάται σε ένα σφιχτό και αυστηρό πλαίσιο επίβλεψης και συνεχούς υποστήριξης από τους φορείς εποπτείας – είτε το δημόσιο Ίδρυμα, όταν υπάρχει, είτε η Περιφέρεια.
Η προστασία των ευάλωτων παιδιών και των δικαιωμάτων τους δεν είναι προς διαπραγμάτευση. Οφείλει να είναι εθνική προτεραιότητα. Η Ελλάδα στην προστασία των παιδιών είναι ουραγός σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η αποϊδρυματοποίηση είναι μονόδρομος και η ευτυχώς η παρούσα κυβέρνηση δείχνει να το έχει αντιληφθεί.
Μέχρι όμως να φτάσουμε στο επιθυμητό σημείο ήταν επείγον να θεσπιστούν κανόνες λειτουργίας των ιδρυμάτων. Αλλά στο θέμα καθώς και στο θέμα που δημιουργήθηκε θα επανέλθουμε.