Της Εύας Στάμου*
Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα την Λέρο, μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο μπήκα σε ένα ταξί και ζήτησα στον μεσήλικα οδηγό του να με πάει στο ξενοδοχείο μου. «Είστε ψυχολόγος;» με ρώτησε ευγενικά, παρατηρώντας με στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. «Ναι, πώς το καταλάβατε;» «Έχω δει πολλούς στη ζωή μου, ψυχολόγους και ψυχιάτρους που έρχονται για το Νοσοκομείο. Θέλετε να σας πάω στο Ψυχιατρείο αργότερα;» «Όχι, έχω έρθει για το hot spot στο Λακκί.» «Ε, βέβαια, λες και δεν έφτανε η μία ντροπή! Τώρα έχουμε και το στρατόπεδο, μας ξαναθυμήθηκαν κι έρχονται γιατροί και πολιτικοί για τους πρόσφυγες».
Τις επόμενες φορές που επισκέφθηκα το νησί, διαπίστωσα ότι όσοι συνάντησα - γιατροί, εθελοντές στο στρατόπεδο, διάφοροι επαγγελματίες - με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έφερναν την κουβέντα στο Ψυχιατρείο, ένα μόνιμο τραύμα στο σώμα του νησιού, ένα μέρος που μέσα στα χρόνια, πρόσφερε ωστόσο δουλειά σε πολλούς Λέριους που διαφορετικά δεν θα είχαν καμία εργασιακή διέξοδο.
Και όμως η ντροπή, το άγχος για το πώς τους βλέπουν οι επισκέπτες, η αίσθηση ότι μοιράζονται ένα ένοχο μυστικό είναι ακόμα έκδηλη ανάμεσα σε κάποιους κατοίκους του νησιού. Οι νοσηλευόμενοι του Ψυχιατρείου, οι περισσότεροι πλέον ηλικιωμένοι, που προέρχονται από διαφορετικά μέρη της χώρας και δεν δέχονται ποτέ επισκέψεις, ξεχασμένοι από ζωντανούς και νεκρούς, δεν γνωρίζουν άλλο «σπίτι» από το Νοσοκομειακό Ίδρυμα και άλλη «οικογένεια» από το νοσηλευτικό προσωπικό.
Η πρόσφατη αποκάλυψη της φρικτής κακοποίησης των παιδιών μιας οικογένειας από τους ίδιους τους γονείς τους, με οδήγησε να σκεφτώ ότι αυτό το τόσο ακραίο περιστατικό πρέπει να τοποθετηθεί στις σωστές του διαστάσεις. Η Λέρος φαίνεται να είναι ένα μέρος όπου τα ένοχα μυστικά καλύπτονται από την σιωπή, την ντροπή και τον φόβο, από μια κοινωνία που δεν έχει μάθει να αντιδρά αλλά να κρύβει τις πληγές της. Η αλήθεια είναι όμως ότι η Λέρος δεν είναι το μόνο μέρος της Ελλάδας όπου επικρατεί ο νόμος της σιωπής αφού παρόμοια αποτρόπαια περιστατικά έχουν έρθει κατά καιρούς στο φως και σε άλλες, μικρές ή μεγάλες, πόλεις της χώρας. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι κατά τη γνώμη μου, πολλοί, μα εδώ θα αναφέρω μόνο μερικούς:
Η ελλιπής αγωγή του Έλληνα πολίτη που δεν ξέρει πώς να αναγνωρίζει την κακοποίηση και τη βία και πώς να αντιδρά υπεύθυνα στις περιπτώσεις όπου ανίσχυροι συνάνθρωποί του κινδυνεύουν ή υποφέρουν στα χέρια διαταραγμένων σαδιστών. Οι περισσότεροι πολίτες άλλων ευρωπαϊκών χωρών γνωρίζουν ότι τα όρια των ευθυνών τους, ως πολιτών, δεν σταματούν στην εξώπορτα του σπιτιού τους, πως οφείλουν να καταγγέλλουν και όχι να συγκαλύπτουν τους εγκληματίες, πως σωστός πολίτης είναι αυτός που αντιδρά στην ανομία και στο έγκλημα και όχι εκείνος που «δεν ανακατεύεται» σε ό,τι θεωρεί πως δεν τον θίγει άμεσα, ακόμα κι αν αποτελεί κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ένας άλλος λόγος είναι οι λανθασμένες αντιλήψεις που μοιράζονται κάποιοι γονείς όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών, αντιλήψεις που βασίζονται στην πεποίθηση ότι τα παιδιά δεν είναι αυτόνομες προσωπικότητες, αλλά μια δική τους συνέχεια που μπορούν να μεταχειρίζονται όπως επιθυμούν, δίχως να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων όπου αυτό συμβαίνει, οι γονείς δεν επιτρέπουν στα παιδιά τους να ωριμάσουν και να αναπτυχθούν συναισθηματικά, αναγκάζοντάς τα να συμβιώνουν σε μία προβληματική σχέση αλληλεξάρτησης που συνεχίζεται και μετά την ενηλικίωσή τους. Σε ελάχιστες, ακραίες, περιπτώσεις ο συνέπειες είναι ακόμα σοβαρότερες, αφού διαταραγμένες προσωπικότητες μπορεί να χρησιμοποιούν τα ίδια τους τα παιδιά ως να είναι άψυχα αντικείμενα προκειμένου να εκτονώσουν τα σεξουαλικά τους ένστικτα, την επιθετικότητα και τον σαδισμό τους.
Τέλος, το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο, αλλά εκτείνεται και στο πολιτικό: πρόκειται για τα κενά του συστήματος Ψυχικής Υγείας τόσο στο στάδιο της πρόληψης, όσο και στα στάδια της νοσηλείας και της αποθεραπείας. Μετά από διαβουλεύσεις και προσπάθειες δεκαετιών και την κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στον πάτο της λίστας των ευρωπαϊκών κρατών για την ποιότητα παροχής ψυχικής υγείας. Οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας σε έναν τομέα τόσο κρίσιμο όσο η ψυχική υγεία οφείλονται στο γεγονός ότι είμαστε από τα ελάχιστα κράτη που αδυνατούν να ολοκληρώσουν τους βασικούς στόχους της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης: το κλείσιμο των μεγάλων ψυχιατρικών ασύλων και την αντικατάστασή τους από κατάλληλα αναπτυγμένες δομές (από-ασυλοποίηση), και την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας στους πολίτες σύμφωνα με τον γεωγραφικό τους τομέα (τομεοποίηση). Αν προστεθούν σε αυτά η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, και η συστηματική υπονόμευση κάθε προσπάθειας αξιολόγησης, γίνεται σαφέστερο ότι η πολιτεία αφήνει ανοχύρωτους τους πολίτες απέναντι στην ψυχική ασθένεια – με αποτέλεσμα τέτοιου είδους φρικτά περιστατικά να μην προλαμβάνονται, αλλά να αποκαλύπτονται αφού έχουν ήδη καταστρέψει τις ζωές αθώων παιδιών.