Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Υπάρχει ένα μεγάλο παράδοξο στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο δυσκολεύει σημαντικά τις εξελίξεις. Είναι το παράδοξο φαινόμενο που εμφανίζεται μέσω της εφαρμογής της αναβαλλόμενης φορολογίας, που λειτουργεί μέχρι στιγμής απολύτως αποτρεπτικά, προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των ισολογισμών των συστημικών τραπεζών.
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθεί από το 2009 μέχρι και σήμερα τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο τομέα, με σκοπό να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των ζημιών που προέκυψαν από τα ελληνικά ομόλογα και των δυνητικών ζημιών που προκύπτουν από την επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανειακών ανοιγμάτων, των γνωστών ως NPEs.
Έτσι οι ιδιώτες επενδυτές έχουν συμμετάσχει με 10 δισ. στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου από το 2009 μέχρι το 2013, με 8 δισ. το 2014 και με άλλα 8 δισ. στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου του 2015. Επιπλέον οι μέτοχοι των ξένων τραπεζών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποχώρησης τους από την ελληνική αγορά, αναγκάστηκαν να καταβάλουν το ποσό των 15 δισ. από το 2009 μέχρι και το 2013. Παράλληλα το ελληνικό κράτος, δηλαδή οι Έλληνες φορολογούμενοι, έχει ενισχύσει το τραπεζικό σύστημα με 41 δισ. ευρώ μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων και της κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού από το 2012 μέχρι και το 2015.
Πέραν αυτών των πραγματικών κεφαλαίων οι τράπεζες έχουν ενισχυθεί από το ελληνικό δημόσιο και από ένα «υβριδικό λογιστικό εργαλείο» ύψους 16 δισ. ευρώ, που φέρει τον τίτλο : «αναβαλλόμενη φορολογία». Αυτά τα κεφάλαια ενισχύουν τις τράπεζες, τις κρατάνε όρθιες, χωρίς όμως να είναι καθαρά τραπεζικά κεφάλαια. Τα έχει εισφέρει το δημόσιο στους τραπεζικούς ισολογισμούς, ως αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις. Πως λειτουργούν αυτές; Αυτά το ποσό θα καταβάλλεται σταδιακά, καθώς θα συντελείται η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Όμως η εξυγίανση αυτή, είτε με πώληση των κόκκινων δανείων, ή με διαγραφές υπολοίπων που δεν είναι εισπράξιμα, θα προκαλέσει ζημιές. Και τότε η κρατική αυτή ενίσχυση θα μετατρέπεται σε μετοχές με αποτέλεσμα την μείωση των ποσοστών της συμμετοχής των σημερινών στρατηγικών μετόχων των τραπεζών. Εκεί ακριβώς έγκειται το παράδοξο. Πως η ταχύτητα εξυγίανσης των ισολογισμών, δρα αποτρεπτικά προς τα συμφέροντα των μετόχων, οι οποίοι δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να βιαστούν. Επιπλέον οποιαδήποτε επιτάχυνση στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα έχει ιδιαίτερο κόστος και θα επιφέρει νέες κεφαλαιακές ανάγκες.
Επομένως τι θα γίνει με τις τράπεζες; Ποια λύση θα επιλεγεί; Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ίδρυση ενός οχήματος ειδικού σκοπού SPV με χρήση μέρους της τραπεζικής αναβαλλόμενης φορολογίας και μεταφοράς 40 δισ. μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι στο τραπέζι. Το ίδιο και η σύσταση μιας Bad Bank. Όμως κάθε λύση, έχει τα δικά της προβλήματα, προσκρούει σε διαφορετικά συμφέροντα, πρέπει να ακολουθεί διάφορους περιορισμούς, να υπακούει σε συνθήκες και σε ρυθμίσεις όπως είναι οι εντολές του SSM, οι oδηγίες της DGComp και η εποπτεία της ΤτΕ.
Δυστυχώς η κυβέρνηση Σύριζα ουδόλως ασχολήθηκε με το συστημικό τραπεζικό πρόβλημα. Αντιθέτως επιχειρούσε να στήσει ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα, πελατειακής εξυπηρέτησης. Κι έτσι το πρόβλημα διογκώθηκε και χρήζει πλέον άμεσης, επιμελούς και αποτελεσματικής λύσης. Ο τραπεζικός γόρδιος δεσμός πρέπει να λυθεί, διότι πέραν των ιδιωτών στρατηγικών επενδυτών, του ΤΧΣ και των ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών, υπάρχει και η πραγματική οικονομία, που διψά για χρηματοδοτήσεις μέσα σε αυτό το χρόνιο περιβάλλον δανειακής ανυδρίας και σχεδόν μηδενικής ρευστότητας.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.