Του Μιχάλη Γκλεζάκου*
Οι τράπεζες και πάλι στο προσκήνιο. Μετά από τόσες δεκάδες δισεκατομμύρια κρατικής ενίσχυσης (από την εποχή…Αλογοσκούφη ως τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση), εξακολουθούν να μάχονται για την επιβίωση τους.
Η χρηματιστηριακή τους αξία ήταν κοντά στα 20 δισ. στην αρχή της κρίσης (2009) και οι ενισχύσεις που τους δόθηκαν μέχρι σήμερα κοντά στα 50 δισ.. Από όλα αυτά απέμειναν 4 δισ., δηλαδή χάθηκαν πάνω από 60 δις. Ακόμη χειρότερα, μετά από τόσο «αίμα», εξακολουθούν να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους που είναι η χρηματοδότηση της Ελληνικής οικονομίας, εξακολουθούν να είναι ανήμπορες να στηρίξουν πολλές αξιόλογες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που χάνονται από έλλειψη ρευστότητας.
Προφανώς η οικονομική κρίση διατάραξε την ισορροπία της οικονομίας και «κοκκίνισε» τα δάνεια των τραπεζών, αλλά δεν αποτελεί αρκετή δικαιολογία για όλη αυτή τη ζημία. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχει και η μεγάλη καθυστέρηση με την οποία ξεκίνησε η ουσιαστική διαχείριση των κόκκινων δανείων. Μας πήρε πολύ καιρό να φτιάξουμε το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο, μας πήρε πολύ καιρό να χαϊδεύουμε αυτιά μιλώντας για «ήπιες λύσεις» που προφανώς ήταν εκτός πραγματικότητας. Κυρίως όμως, ακόμη δεν έχουμε καταλάβει ότι στη οικονομία όλα συνδέονται μεταξύ τους: Αν δεν έχει ο δανειολήπτης να πληρώσει, το δάνειο θα παραμείνει κόκκινο και η τράπεζα θα πρέπει να βρει λεφτά για να καλύψει τη ζημία. Για να μπορεί όμως ο οφειλέτης να πληρώσει, θα πρέπει να έχει το ανάλογο διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή να έχει δουλειά και να μην τον ξεζουμίζουν οι φόροι. Με άλλα λόγια, εκείνο που έπρεπε να γίνει και που ακόμη παραμένει ζητούμενο, ήταν η επιδίωξη της ανάπτυξης «με όλα τα πανιά ανοιχτά» στον άνεμο και όχι η διατήρηση μιας στατικής οικονομίας όπου αναδιανέμουμε ότι μας απέμεινε μέσω αχρείαστων και οδυνηρών (για την οικονομία και την κοινωνία) πρωτογενών πλεονασμάτων.
Τώρα υπάρχει μεγάλη κινητικότητα για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και ίσως να βρεθεί τελικά κάποια λύση, με κρατική εγγύηση (ο λογαριασμός πάλι στους φορολογούμενους) ή χωρίς αυτή. Είναι η τελευταία λύση για να μπουν χρήματα στα ταμεία, για να έλθει σιγά-σιγά η λειτουργική κερδοφορία που θα δώσει οντότητα και στον αναβαλλόμενο φόρο, ένα από τα μεγάλα στηρίγματα της κεφαλαιακής επάρκειας των συστημικών μας τραπεζών. Με μεγαλύτερο βέβαια κοινωνικό κόστος από εκείνο που θα πληρώναμε αν δεν χάναμε το χρόνο μας τόσο καιρό, πηγαίνοντας στη λάθος κατεύθυνση. Γιατί οι καθυστερήσεις έχουν ανεβάσει τον λογαριασμό και τα χρήματα τελικά θα πληρωθούν από οικονομικά εξαντλημένους πολίτες και επιχειρήσεις, που χρωστούν ήδη 85 δις κόκκινα, σχεδόν άλλα τόσα ενήμερα και 130 δισ. στο δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, πέρα από τα μεταξύ τους «βερεσέδια». Πόσα μπορούν ακόμη να δώσουν; Ήδη 4 εκ. από αυτούς έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στο κράτος….
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.