Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Οι αποδόσεις των τραπεζικών μετοχών έχουν οδηγήσει στη σταδιακή μείωση των short θέσεων των γνωστών funds, Lansdowne Partners, Οceanwood Capital Management και Marshall Wace. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την αλλαγή στάσης έπαιξε και ο μεγάλος όγκος προσυμφωνημένων συναλλαγών / πακέτων που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια των τελευταίων συνεδριάσεων.
Έτσι, την περασμένη εβδομάδα, άλλαξαν χέρια σημαντικά πακέτα των τραπεζικών μετοχών και οι νέοι αγοραστές μπήκαν στη αγορά με μια μικρή έκπτωση, σε σχέση με τις τρέχουσες χρηματιστηριακές τιμές. Η κίνηση αυτή προσέδωσε από μόνη της, μια νέα δυναμική και οδήγησε τις τιμές υψηλότερα. Στη νέα δυναμική συνέβαλε και η κίνηση των συγκεκριμένων funds που προαναφέραμε. Διότι οι “σορτάκηδες” βλέποντας την άνοδο, έσπευσαν να αγοράσουν τίτλους για να κλείσουν τις θέσεις των ανοικτών πωλήσεων, που κρατούσαν από το 2018, για να συγκρατήσουν την ζημίες τους.
Η αλήθεια είναι ότι τα νέα από το μέτωπο της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών, είναι θετικά. Τι προβλέπει με απλά λόγια το σχέδιο της εξυγίανσης, που βρίσκει ήδη ευήκοα ώτα στον χώρο των ξένων θεσμικών επενδυτών; Προβλέπει ότι μέσω των συνεχιζόμενων τιτλοποιήσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της κρατικής βοήθειας που προσφέρεται μέσω του “Ηρακλή”, ο δείκτης των κόκκινων δανείων σε σχέση με το συνολικό δανειακό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών, θα υποχωρήσει κάτω από το 20% μέχρι το 2021. Ένα ποσοστό, που φαντάζει βέβαια θηριώδες, αν συγκριθεί με το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό τραπεζικό ποσοστό. Όμως, αν αναλογιστούμε ότι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν πάνω από 100 δισ. ευρώ, ο στόχος των περίπου 30 δισ. είναι εντυπωσιακός.
Οι συστημικές τράπεζες μέσω συγγενών εταιρειών, όπως για παράδειγμα η Intrum για την Τράπεζα Πειραιώς, η Cepal για την Alpha Bank και η FPS για την Eurobank, θα ελαφρύνουν το ενεργητικό τους, χωρίς να αναλάβουν σημαντικό ρίσκο, λόγω των εγγυήσεων που προσφέρει το Δημόσιο, μέσω του σχεδίου “Ηρακλής”.
Όμως στην εξυγίανση των τραπεζών δεν συμβάλλει αποφασιστικά μόνο η κυβέρνηση μέσω της πρωτοβουλίας που πήρε για τον Ηρακλή. Συμβάλλει και το γενικότερο κλίμα που χαρακτηρίζεται από μια πλήρως θετική αναστροφή. Η αναστροφή αυτή, δεν θα βοηθήσει απλά και μόνο τις τράπεζες να συνέλθουν. Θα δημιουργήσει ταυτόχρονα, μεγάλες απαιτήσεις χρηματοδότησης λόγω της ανάπτυξης που ήδη βιώνουμε.
Οπότε, το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον η εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, αρκεί για την ανάπτυξη των τραπεζών και των επιχειρήσεων που αναμένουν να χρηματοδοτηθούν. Οι τράπεζες προς το παρόν, εξακολουθούν να κινούνται στον άξονα της κάλυψης της κεφαλαιακής επάρκειας που απαιτούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα.
Όλοι αναμένουν τον τρόπο και τον χρόνο, που θα ξεδιπλωθεί η αναγκαία στρατηγική των τραπεζών, η οποία θα πρέπει να έχει διττό στόχο. Από την μια, οι τράπεζες να µπορέσουν να δώσουν φθηνή χρηµατοδότηση στις ελληνικές επιχειρήσεις και από την άλλη να επανέλθει η σιγουριά στους καταθέτες και στους επενδυτές. Τι έχουν κάνει μέχρι σήμερα, προς αυτήν την κατεύθυνση οι τράπεζες;
Η Eurobank μέσω της συγχώνευσης με την Grivalia, βελτίωσε θεαματικά τους δείκτες της. Η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσε ένα οµόλογο µειωµένης εξασφάλισης Tier ΙΙ, μέσω του οποίου άντλησε 400 εκατ. ευρώ, µε επιτόκιο 9,75%. Η Εθνική Τράπεζα ακολούθησε και αυτή, µε την έκδοση ενός οµολόγου Tier II, μέσω του οποίου άντλησε 400 εκατ. ευρώ µε επιτόκιο 8,25%. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διδάκτωρ του London School of Economics, για να αντιληφθεί ότι τα ποσά που αντλήθηκαν δεν επαρκούν πέρα από την οριακή κάλυψη των βασικών δεικτών. Ούτε βέβαια, για να διαπιστώσει ότι ο δανεισμός με επιτόκια τέτοιου ύψους δεν προσφέρει περιθώρια κερδών στις τράπεζες.
Η αγορά αναμένει ότι και οι 4 συστημικές τράπεζες, θα αναγκαστούν μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2020, να εκδώσουν νέα ομολογιακά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, συνολικού ύψους περίπου 2 δισ ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο σκοπεύουν να δημιουργήσουν ένα ασφαλές κεφαλαιακό απόθεμα, με ένα κόστος που να μην ξεπερνά το 6,5% -7%.
Και πάλι είναι φανερό πως τόσο το συνολικό ποσό των 2 δισ. ευρώ για όλο το τραπεζικό σύστημα, όσο και το αναμενόμενο επίπεδο των επιτοκίων, δεν πρόκειται να δώσουν ριζικές και ουσιαστικές λύσεις στον τομέα των αναπτυξιακών προοπτικών των ίδιων των τραπεζών, αλλά και των επιχειρήσεων που έχουν ανάγκη τραπεζικού δανεισμού.
Οι τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια. Και αυτά είτε θα τα εισφέρουν οι υπάρχοντες μέτοχοι, είτε οι χρηματιστηριακοί επενδυτές εφ’ όσον διακρίνουν μια καλή ευκαιρία. Και όπως έλεγε ένας σοφός και έμπειρος παλαιός χρηματιστής, είναι τώρα η ευκαιρία να βιώσει το χρηματιστήριο μια έντονη τραπεζική άνοδο, που θα ακολουθηθεί από σημαντικές αυξήσεις των μετοχικών κεφαλαίων σε χαμηλότερες τιμές. Μια τέτοια κίνηση θα προσελκύσει τους επενδυτές και θα τους ωθήσει να συμμετάσχουν στην μετοχική βάση των τραπεζών, στο τελικό στάδιο της εξυγίανσης τους και στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης τους.
Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.