Οι διαμαρτυρίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τη φειδωλή χρηματοδότηση τους από τη πλευρά των τραπεζών, παρά το πλήθος των εργαλείων που τους έχει παράσχει η κυβέρνηση, δεν έχουν κοπάσει. Έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, το μεγαλύτερο βάρος έχει δοθεί στις αναβολές των υποχρεώσεων και των πληρωμών των δανειοληπτών, παρά στη διοχέτευση ρευστότητας στο σύστημα.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι με το τέλος της «περιόδου χάριτος» και της αναστολής των πληρωμών των τόκων και των τοκοχρεολυτικών δόσεων των δανείων, θα εμφανιστεί ένας νέος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων και μια νέα ομάδα ακόμα και ρυθμισμένων δανείων, που δεν θα έχουν εξυπηρετηθεί όλη αυτήν τη περίοδο. Επίσης, με το τέλος του χρόνου θα φανεί, ότι ο όγκος των νέων πιστώσεων και δανειοδοτήσεων δεν θα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει μια ικανή πηγή εσόδων για τις τράπεζες.
Διπλό το πρόβλημα λοιπόν. Η μια πλευρά του νομίσματος γράφει «νέοι κίνδυνοι» και η άλλη «μικρή αύξηση εσόδων». Με τα υπάρχοντα δεδομένα η προσέγγιση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στα επίπεδα του 3%-4% που είναι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος, παραμένει μακρινό όνειρο. Ακόμα και ο στόχος του 20% που έχει τεθεί από τις συστημικές τράπεζες για το 2021, αυτή τη στιγμή εμφανίζεται και αυτός ως φιλόδοξος.
Οι συστάσεις που έκανε προ ημερών το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ήταν δυο. Η πρώτη αφορούσε τη ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δεύτερη αφορούσε την ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, ώστε να αυξηθεί η ικανότητα τους να απορροφήσουν νέες δυνητικές ζημίες. Κι η έκθεση του ΔΝΤ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι με τους ρυθμούς που ακολουθούνται, η ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών που θα σημάνει ταυτόχρονα χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, θα πάρει πολλά χρόνια.
Οι εκτιμήσεις για τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, δε είναι ούτε αυτές αισιόδοξες. Η Deutsche Bank, βλέπει έναν αυξανόμενο κίνδυνο να υπάρξουν στη συνέχεια χρηματοοικονομικές διαταραχές από την αυξανόμενη υπερεκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και από τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Η Oxford Εconomics, στην ανάλυσή της, αναφέρει πως μεγάλο μέρος του ζοφερού κλίματος οφείλεται στους φόβους για μια χρηματοπιστωτική κρίση.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, βρίσκεται μπροστά και σε ένα νέο περιβάλλον, όσον αφορά στην πραγματική ανάγκη για μεγαλύτερες διαγραφές οφειλών για να ελαφρύνει το βάρος του χρέους των δανειοληπτών και οι πιστωτές να συνειδητοποιήσουν ότι θα γράψουν και πάλι ζημίες. Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει απαλλαγή από το χρέος που δεν έχει εξασφαλίσεις, μετά από τη ρευστοποίηση όλων των περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών που δεν απαλλάσσονται.
Και μένει να φανεί πως θα αλλάξει το περιβάλλον των στεγαστικών δανείων, του οποίου το ύψος των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων παραμένει κοντά στα 27 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 30% του συνολικού όγκου των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, έχοντας υποχωρήσει οριακά από το σημείο κορύφωσής τους, το 2015. Μαζί με αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας, το ποσοστό της εκ νέου αθέτησης ρυθμισμένων δανείων, που γίνονται ξανά μη εξυπηρετούμενα, δηλαδή κοκκινίζουν μέσα σε 12 μήνες, ανέρχεται στο 60%.
Από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα λείπουν πολλά για να ξαναγίνει αποτελεσματικό, προσαρμοζόμενο στις νέες συνθήκες και στα νέα δεδομένα. Και ανάμεσα σε αυτά που λείπουν, είναι τα κεφάλαια. Η απροθυμία και η αδυναμία των βασικών στρατηγικών επενδυτών και της ευρύτερης επενδυτικής κοινότητας, να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου είναι προφανείς. Οι κινήσεις από την πλευρά του κράτους, έχουν και αυτές το δικό τους περιοριστικό πλαίσιο. Η αγορά περιμένει λύσεις. Και αναμένει με αγωνία τις τελικές προτάσεις της Τραπέζης της Ελλάδος και του Διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα, για την δημιουργία της Bad Bank.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.