Την τιμή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος καθώς και της αμερικανικής δημοκρατίας -της τελευταίας μάλιστα ίσως όχι μόνο την τιμή αλλά και την ίδια την υπόσταση- την έσωσαν τρεις υπερσυντηρητικοί πολιτικοί, ενδεχομένως κάποιοι θα τους χαρακτήριζαν ακροδεξιούς: κατά χρονολογική σειρά ο Τσέινι, ο Μακκόνελ και ο Πενς. Κάποιο μικρότερο αλλά ωσαύτως κρίσιμο ρόλο είχε και ο -επίσης ρεπουμπλικάνος- γεωργιανός Ράφενσπεργερ.
Το GOP βέβαια δεν απέκτησε υπερδεξιό στίγμα επί Τραμπ. Αλώθηκε από τον Τραμπ ως κατάληξη μιας πορείας προς την ακροδεξιά που είχε δρομολογηθεί ίσως και προ του νεότερου Μπους, σε κάποιο βαθμό ήδη επί Ρέηγκαν.
Η διαφορά είναι πως προ Τραμπ επρόκειτο για μια ιδεολογική μετακίνηση (προφανώς δεν ήταν πια το κόμμα του ΑΙΚ, ίσως ούτε καν του Νίξον) που γινόταν σε σύμπραξη με και υπό τον έλεγχο του πολιτικοοικονομικού κατεστημένου της χώρας. Ο υπό αποδρομή πρόεδρος, αντίθετα, εκφράζοντας στην πιο αντιδραστική εκδοχή τους τα -απειλούμενα από τις οικονομικές, τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις- πληβειακά και ανεξέλικτα στοιχεία του αμερικανικού νότου και των κεντροδυτικών πολιτειών, πρωτίστως των αγροτικών και αραιοκατοικημένων περιοχών, και χρησιμοποιώντας τα ανενδοίαστα, κατέκτησε προσωποπαγή εξουσία επί του κόμματος. Την οποία ασκούσε, χρησιμοποιώντας τη «λούμπεν δημοφιλία» του, για να τρομοκρατεί κάθε κομματική προσωπικότητα που θα μπορούσε να αντισταθεί στις σχεδόν πάντα πολιτικά ακραίες, πάντα αντιαισθητικές και συχνά αντιθεσμικές πρακτικές του.
Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου έδωσαν, λοιπόν, την ευκαιρία σε τμήμα του κομματικού κατεστημένου να χειραφετηθεί από τη δεσποτεία και την καταπίεση του ημιψυχοπαθούς αδίστακτου νάρκισσου, που δεν είχε αφήσει συνθήκη του πολιτεύματος –οι συντηρητικοί τις αντιμετωπίζουν με δέος-, δημοκρατικό θεσμό και πολιτειακή διαδικασία που να μην προσβάλει.
Με αυτή την πολιτική αποδυνάμωση τίθεται άραγε θέμα ποινικής διακινδύνευσης του Τραμπ για πλήθος αδικημάτων (παραχώρηση αμυντικών μυστικών στον Λαβρώφ, ηθική αυτουργία για την εισβολή στο Καπιτώλιο, πίεση κρατικού αξιωματούχου για αλλοίωση εκλογικού αποτελέσματος, απιστία, οικονομικά σκάνδαλα, ακόμη και πιο προσωπικής φύσεως υποθέσεις);
Όσο ο «άνθρωπος» είναι εν ενεργεία το θέμα παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες. Η Πελόζι δείχνει βέβαια διατεθειμένη να ξαναδρομολογήσει εναντίον του τη διαδικασία του impeachment, αλλά –πέραν του ότι κάτι τέτοιο είναι αμφίβολης πολιτικής σκοπιμότητας: ίσως ξανασυσπειρώσει γύρω του κάποιους ρεπουμπλικάνους βουλευτές- ακόμη και αν ψηφιστεί η παραπομπή του από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι αδύνατον να προλάβει να δικαστεί από τη Γερουσία. Πολλώ μάλλον να καταδικαστεί με την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 των Γερουσιαστών. Σημειωτέον πως αυτή ουδέποτε συγκεντρώθηκε, ούτε για τον –μη εκλεγμένο πρόεδρο- Άντριου Τζόνσον μέσα στο κλίμα του Εμφυλίου. (Φυσικά μετά την άρνηση του Πενς να ενεργοποιήσει, για να μην υποδαυλίσει ταραχές όπως ο ίδιος διέρρευσε, την 25η τροπολογία δεν τίθεται και θέμα καθαίρεσής τους για –πνευματική- ανικανότητα άσκησης των καθηκόντων του).
Μετά την αφυπηρέτησή του το πράγμα είναι πιο σύνθετο, διότι ενδεχόμενη δίωξη πολλώ μάλλον καταδίκη του θα απαλλάξει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από το ενδεχόμενο είτε να διεκδικήσει ξανά το χρίσμα του κομματικού υποψηφίου είτε να κατεβάσει το 2024 διασπαστική υποψηφιότητα (κάτι που, χωρίς τα πρόσφατα γεγονότα, θεωρώ σίγουρο πως θα ανακοίνωνε –το είχε σχεδόν προεξαγγείλει- στις 20 Ιανουαρίου, χωρίς να αποκλείω και τώρα να το κάνει).
Εδώ, όμως, δύο πράγματα θα έχουν εξαιρετική σημασία: Πρώτον, πόσο κατευναστικά θα θελήσει να λειτουργήσει ο πρόεδρος Μπάιντεν, θεωρώντας ότι μια πολιτική καταλλαγής θα καταστήσει ευκολότερα κυβερνήσιμη τη βαθυδιχασμένη χώρα του. Δεύτερον, μετά την πολιτική αποδυνάμωση του -όσον ούπω πρώην- προέδρου, τι κοινωνικά ερείσματα θα του απομείνουν. Αυτά προς το παρόν είναι βέβαια τεράστια, όπως φάνηκε από το απίστευτο 45% των ψηφοφόρων του που επιδοκιμάζει την εισβολή. Ωστόσο αυτή η κοινωνική στήριξή του από τους πολιτικοπολιτισμικά νεαντερτάλειους μπορεί να μειωθεί, αφενός μεν από τη –χαρακτηριστική της απίστευτης θρασυδειλίας του- αποκήρυξη των οπαδών του, τους οποίους ο ίδιος είχε παροτρύνει να είναι «άγριοι», αφετέρου δε με όσο θα αποκαλύπτονται στην πορεία από ένα δυσμενές γι’ αυτόν επικοινωνιακό σύστημα.
Παραμένει ωστόσο και το θέμα της ενδεχόμενης αυτοαμνήστευσης του προέδρου. Ιστορικά δεν υπάρχει προηγούμενο. Και ο Νίξον από τον Φορντ έλαβε χάρη. Αλλά ο απερχόμενος αποτελεί αφεαυτού «unprecedented» πολιτικό φαινόμενο.