Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου
Το ζήτημα των εξελίξεων στον εσωτερικό χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, η της Σοσιαλδημοκρατίας - όπως κάποιοι προτιμούν να ονοματίζουν τον χώρο, έχει πάρει στη χώρα μας διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από το πραγματικό ειδικό της πολιτικό βάρος. Ίσως επειδή πολλά μέλη των μίντια έχουν παλιούς ιστορικούς πολιτικούς δεσμούς με κομματικά μορφώματα που κατά καιρούς εκπροσωπούσαν τον αντίστοιχο κοινωνικό χώρο. Σήμερα πλέον όμως τι έχει απομείνει απ'' όλα αυτά έξω από ισχυρές ρομαντικές αναμνήσεις;
Οι ιδέες της λεγόμενης δημοκρατικής αριστεράς για χρόνια είχαν αιχμαλωτίσει τις καρδιές και τις προσδοκίες μεγάλου μέρους όχι μόνο των καθαρά εργατικών στρωμάτων αλλά και πολλών πολιτών που άνηκαν στη μεσαία τάξη αλλά προσέβλεπαν σε μια κοινωνία αρμονικής συνεργασίας και μεγαλύτερης ανθρωπιάς. Μαζί με τις εμπειρίες του εμφυλίου και κυρίως των διώξεων που ακολούθησαν ανάμεσα σε συγγενείς και γνωστούς ανέβηκε η αποδοχή της κεντροαριστεράς σε πολύ υψηλά επίπεδα. Συνέβαλε σ'' αυτό και η πολιτικά πρωτόγονη συμπεριφορά του συντηρητικού χώρου που δεν έδωσε ποτέ σημασία στην κοινωνική ανάλυση των πραγματικών δεδομένων και σε κάποιας μορφής ιδεολογική πάλη. Με την συμμετοχή μάλιστα της χώρας στην ΕΕ και την ένταξη στη ζώνη του Ευρώ εισέρρευσε πακτωλός χρημάτων, ενισχύσεις ή δανεικά, που έκανε τους πάντες να αισθάνονται πως ζουν σε μια ατελείωτη νιρβάνα. Οι πάντες πια πίστευαν στη σοσιαλδημοκρατία - και οι αντίπαλοι της ακόμα ασκούσαν κριτική σε επί μέρους μόνο διαχειριστικά ζητήματα.
Η εποχή όμως άρχισε να αλλάζει. Κι ο κόσμος να μπαίνει σε νέους δρόμους δράσης, σχέσεων κι αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Η αποκαλούμενη νέα οικονομία και οι μοντέρνες τεχνολογίες ξεκίνησαν να υπονομεύουν την παραδοσιακή οικονομική βάση των λεγόμενων ανεπτυγμένων κοινωνιών και να συντρίβουν το πατροπαράδοτο βιομηχανικό μοντέλο. Οι κοινωνικές δομές συγκλονίσθηκαν, τα εργατικά στρώματα μετέβαλαν κατεύθυνση, ενδιαφέροντα και προσανατολισμούς. Ο κόσμος της εργασίας στράφηκε στις υπηρεσίες, ξέχασε τις συλλογικές διεκδικήσεις η βρέθηκε λόγω οικονομικής κρίσης χωρίς εργασία και ασφαλιστική προστασία. Η μείωση των κοινωνικών παροχών, η κάμψη των, προσδοκούμενων κυρίως, εισοδημάτων και το ανεπανάληπτο μεταναστευτικό κύμα αλλοίωσε σχεδόν τελείως τα κοινωνικά δεδομένα. Μαζί με την επιθετικότητα της νεοφιλελεύθερης εισβολής, που πλέον χρωμάτιζε την οικονομική/ κοινωνική επιτυχία με λεξιλόγιο ατομισμού, επιχειρηματικής καινοτομίας και διείσδυσης στις ανοιχτές πια τοπικές και παγκόσμιες αγορές, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές αξίες.
Έννοιες όπως αλληλεγγύη, αλτρουισμός, εργατικό κίνημα, μαζική κινητοποίηση και διεκδίκηση κοινών στόχων έχασαν την ελκυστικότητα που ασκούσαν κατά το παρελθόν. Αντίπαλος έπαψε να είναι ο μεγαλοκαρχαρίας καπιταλιστής που δεν ήταν πια ευδιάκριτος. Όλοι ήθελαν να ανεβούν σε μια οικονομία ευκαιριών και αντικειμενικός στόχος ήταν οι διάφορες επιχειρηματικές συνέργειες που άνοιγαν δρόμους γρήγορης επιτυχίας (start ups?) παρά η ένταξη σε κινηματικά σχήματα που επεδίωκαν απλά καλυτέρευση της υπάρχουσας κατάστασης. Οι απροσάρμοστοι έμεναν απλά πίσω. Την ευθύνη έφεραν ορισμένες βολεμένες κοινωνικές ελίτ που δεν αφουγκράζονταν τις εύλογες ανησυχίες "του λαού" και βέβαια οι ασίγαστες ροές μουσουλμάνων κυρίως μεταναστών που πριόνιζαν το κράτος των κοινωνικών παροχών στο οποίο είχαν όλοι συνηθίσει να ζουν. Και πολύ πάνω από όλα αυτά η καταραμένη παγκοσμιοποίηση που επέτρεπε στους χθεσινούς περιθωριακούς του τρίτου κόσμου να κατακλύζουν με τα φτηνά τους προϊόντα τις Δυτικές αγορές οδηγώντας τους γηγενείς στην ένδοια και την ανεργία.
Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, της εξάρτησης από τις γενναιόδωρες χειρονομίες του δημοσίου - και στον ιδιωτικό τομέα ακόμα, το απότομο τέλος των δανεικών μαζί με την σφαγή των κρατικών παροχών λόγω μνημονίων αύξησε τα φαινόμενα αποστασιοποίησης από την παραδοσιακή πολιτική σκηνή. Ιδιαίτερα από τους κομματικούς φορείς της κεντροαριστεράς που με βάση την ελληνική πολιτική παράδοση - που έχει ταυτίσει την προσήλωση στη δημοκρατία με την προσδοκία παροχών - δεν έχουν τίποτα να υποσχεθούν η να ''δώσουν'' στους εκλογείς τους. Κατά συνέπεια έχουν κι αυτοί, όπως οι ομόδοξοι τους στην Ευρώπη, γκρεμισθεί εκλογικά κι αντιμετωπίζουν μπροστά τους ένα θεόρατο πολιτικό κενό. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης του χώρου οφείλει να μελετήσει πρώτα σοβαρά τα κοινωνικά δεδομένα. Και να προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις σε πιεστικά ερωτήματα.
Ποια είναι η απόκριση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας στις ριζικές μεταβολές του μοντέλου οικονομικής παραγωγής; Πως προτίθεται να χειρισθεί ζητήματα όπως ο κλονισμός του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους, η έλλειψη πόρων για γενναίες ενισχύσεις των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, η έλλειψη τεχνογνωσίας μεγάλων στρωμάτων του άνεργου πληθυσμού για συμμετοχή σε νέες προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης, μιας παιδείας που παραπαίει ανάμεσα στο επιστημονικό περιθώριο και τον ξεπερασμένο συντεχνιακό κορπορατισμό και τόσα άλλα; Πως θα αντιδράσει στην κυριαρχία μιας δήθεν διανόησης που έχει επιβάλει σαν πολιτική ορθότητα την περιφρόνηση κάθε ριζωμένης κοινωνικής αντίληψης του λαού; Είναι δυνατόν οι προτεραιότητες ενδιαφέροντος να επιβάλλονται από αυτά που κυοφορούνται διεθνώς σαν "καυτά" υποτίθεται προβλήματα της κοινωνίας; Ποια θέση θα υιοθετήσει απέναντι στο ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης μουσουλμανικών πληθυσμών της Ασίας και της Αφρικής,που καμιά σχέση δεν έχουν με προσφυγιά η διαφυγή από εμπόλεμες ζώνες.
Σε τελευταία ανάλυση η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα θα πρέπει να σταματήσει την ενδοσκόπηση και να αντικρίσει τις κοινωνικές πραγματικότητες κατάματα. Έχει να αντιπαλέψει με τα άκρα από την μια πλευρά και με τον λαϊκισμό από την άλλη (το ίδιο δίλημμα ισχύει και για την κεντροδεξιά βέβαια, μόνο που αυτή δεδομένα πλέον έχει αποφασίσει να το αγνοεί). Κατά συνέπεια το πρόβλημα της δεν βρίσκεται στα καλλιστεία για την εκλογή νέας ηγεσίας. Αλλά στη διερεύνηση του πολιτικού ορίζοντα για την αποτύπωση πολιτικών ελκυστικών στις νέες κοινωνικές πραγματικότητες.
Το πρόβλημα δηλ. βρίσκεται στο τραγούδι κι όχι στον τραγουδιστή..!