Τουρκοφαγία ή απροκατάληπτος ρεαλισμός;

Τουρκοφαγία ή απροκατάληπτος ρεαλισμός;

Συχνά, πάρα πολλοί φίλοι ή όχι, -και κυρίως «εχθροί»- χαρακτηρίζουν την συστηματική αντίθεσή μου στον νέο-οθωμανικό επεκτατισμό ως μια αντιτουρκική μονομανία η οποία αγνοεί τις υπόλοιπες αντιθέσεις και προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι και η κοινωνία μας. Εγώ, πιστεύω αντίθετα, πως έχοντας απλώς εντοπίσει αυτό που αποτελεί το κύριο πρόβλημα της χώρας, προσπαθώ να δω τα υπόλοιπα ζητήματα υπό το πρίσμα της κύριας αντίθεσης.

Έτσι, επί παραδείγματι, γνωρίζω πολύ καλά, και έχω πρωτοστατήσει για να αναδειχθεί, το γεγονός πως η Ελλάδα δεν ταυτίζεται με τη Δύση και πολύ συχνά βρέθηκε και σε ανταγωνισμό μαζί της – πρώτος εγώ, στο βιβλίο μου για το 1204, θα χαρακτηρίσω αποικιοκρατική τη συμπεριφορά της Δύσης έναντι της Ελλάδας· σε αναρίθμητα κείμενα και βιβλία μου θα επιμείνω, π.χ., στον ρόλο της Αγγλίας για τη συρρίκνωση του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 21· ή στον ανθελληνικό ρόλο της Γερμανίας ως στρατηγικού συμμάχου της Τουρκίας εδώ και 150 χρόνια· ή τον ρόλο των ΗΠΑ για τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, παίρνοντας υπόψη μας την άμεση απειλή που συνιστά η νεο-οθωμανική Τουρκία για την Ελλάδα, πως θα πρέπει να αντιστρέψουμε τις προτεραιότητες της πολιτικής μας και θα μεταβάλουμε σε πρωταρχική την όποια αντίθεση με τους Αμερικανούς, τους Γερμανούς, τους Ισραηλινούς ή οποιουσδήποτε άλλους. Αυτές τις υπαρκτές αντιθέσεις, κάποτε μείζονες, θα πρέπει  να τις βλέπουμε υπό το πρίσμα της κύριας αντίθεσης. Γι’ αυτό και απορρίπταμε με τον πιο ενεργητικό τρόπο την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ κατά μόνας, όπως επιθυμούσε ο Σόιμπλε, γιατί θα απογυμνώναμε την Ελλάδα από ένα έστω μικρό αλλά υπαρκτό μέσο προστασίας έναντι της Τουρκίας. Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει την πολυτέλεια να διεξαγάγει ταυτόχρονα έναν διμέτωπο αγώνα. Και η ίδια λογική πρυτάνευσε και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος, όταν αρνήθηκα να πέσω στην δημοκοπία των Τσίπρα, Βαρουφάκη  και πολλοί με χαρακτήρισαν «μένουμε-ευρώπη». Παράλληλα, δε υπογράμμιζα με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα πως αυτές οι προτάσεις, που εμφανίζονται ως δήθεν πατριωτικές εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα και όχι το συμφέρον του υπαρκτού ελληνισμού. 

Το ίδιο συμβαίνει κατ’ αναλογία και με τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Επί παραδείγματι, το ζήτημα μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης συνιστά ένα αυτόνομο ζήτημα, μια και καθορίζει εν πολλοίς το μοντέλο της κοινωνίας μας και την παραγωγική, πολιτιστική και πολιτική της αυτονομία. Δηλαδή, θα έπρεπε να την επιδιώκουμε στη μία ή την άλλη περίπτωση και άσχετα με τα υπόλοιπα ζητήματα. Ιδωμένη όμως υπό το πρίσμα της επιβίωσης του ελληνισμού απέναντι στην οθωμανική απειλή, αποκτά μεγαλύτερη επικαιρότητα και σημασία, καθώς η παραγωγική ανασυγκρότηση καθίσταται και άμεσο ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Συνεπώς, αυτό το αυτόνομο αίτημα δεν υποβαθμίζεται εξαιτίας της σύνδεσής του με την κυρία αντίθεση αλλά, αντίθετα, καθίσταται ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη χώρα. 

Το δημογραφικό αποτελεί επίσης ένα αυτόνομο και καθοριστικό ζήτημα για την επιβίωση του ελληνισμού ως έθνους, για την ενίσχυση για την εκνεάνιση ενός γερασμένου πληθυσμού, για τη σωτηρία του ασφαλιστικού συστήματος, για την ανάπτυξη της καινοτομίας κλπ. κλπ. Ιδωμένο και αυτό υπό το πρίσμα της κύριας αντίθεσης, αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία και επικαιρότητα.  

Το μεταναστευτικό, αποτελεί επίσης ένα αυτόνομο ζήτημα που απειλεί σαν τέτοιο την εθνική και πολιτισμική συνοχή της χώρας, και θα πρέπει να αποκρουστούν όλες οι προσπάθειες εποικισμού της από μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Δεκαπλασιάζεται όμως η σημασία του και η απειλή που αντιπροσωπεύει όταν συνδεθεί με την τουρκική επιβουλή κατά της χώρας μας. Παράλληλα δε υπογραμμίζει τον ρόλο των ΜΚΟ και  του «ανθρωπισμού» της Δύσης, που θέλει να μεταβάλει την Ελλάδα στο hot spot της Ευρώπης σε συνεργασία και σε συμπαιγνία με την Τουρκία. Πράγματα που κατεδείχθησαν περίτρανα στον Έβρο.

Κάτω από την ίδια οπτική εξετάζω και σχέση με την ορθόδοξη παράδοση θέση μου που που ενίοτε με οδηγεί σε αντιπαράθεση με αρκετούς φίλους.  Πιστεύω πως, για να επιβιώσει η ορθοδοξία ως πίστη και παράδοση των Ελλήνων, ακόμα και όσων δεν είναι θρησκευόμενοι, θα πρέπει να μένει ζωντανό το σώμα του ελληνισμού γιατί, χωρίς αυτό, η δική μας τουλάχιστον ορθόδοξη παράδοση θα εξαφανιστεί. Υπάρχουν κάποιοι που συνειδητά –και περισσότεροι ασυνείδητα– υποστηρίζουν πως η σχέση είναι αντίστροφη και η ορθοδοξία προέχει έναντι του ελληνισμού.

Θυμάμαι έναν καλό φίλο, που υποστήριζε ανοικτά πως δεν πιστεύει πλέον στις δυνατότητες επιβίωσης του ελληνισμού και επομένως το μόνο καταφύγιό μας είναι η προσφυγή στην ορθοδοξία, «ας πεθάνει ο ελληνισμός αλλά να ζήσει η ορθοδοξία». Αντίθετα εγώ πίστευα πάντα πως χωρίς υπαρκτό ελληνικό σώμα δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε η ορθοδοξία. Δεν βρισκόμαστε σήμερα στις συνθήκες του 14ου και του 15ου αιώνα κατά τους οποίους οι ησυχαστές ή ο Πατριάρχης Γεννάδιος έβλεπαν την ορθοδοξία ως το αποκλειστικό όχημα επιβίωσης του ελληνισμού. Σήμερα, πέραν του ότι διαθέτουμε ακόμα ένα ελληνικό κράτος, ο ελληνισμός απειλείται για πρώτη φορά στην ιστορία του με ιστορική έκλειψη, δημογραφική και πολιτισμική. Έτσι, εάν χαθεί ή αποδυναμωθεί το κράτος μας, απειλείται με εξαφάνιση και η ορθοδοξία στον ελληνικό κόσμο! Και προφανώς δεν μας αρκεί το γεγονός πως μία ορισμένη ορθόδοξη παράδοση –η οποία δεν είναι ταυτόσημη με τη δική μας, παρότι παραπλήσια– θα επιβιώσει στη Ρωσία του Κύριλλου ή του Πούτιν. Και όμως, μία τέτοια λανθασμένη τοποθέτηση διαπνέει την αντίληψη πολλών που προτάσσουν, π.χ., τη προτεραιότητα της σχέσης με την ομόδοξη Ρωσία, αγνοώντας το γεγονός ότι, σήμερα, η Ρωσία αποτελεί, δυστυχώς, στρατηγικό σύμμαχο του Ερντογάν. 

Κάποιοι άλλοι προχωρούν πιο πέρα και διαστρέφουν τη σχέση πολιτικής και θρησκευτικής πίστης, μεταβάλλοντας την πίστη σε υποκατάστατο της πολιτικής, με αποτέλεσμα να παραμορφώνουν και τη μεν και τη δε. Και όμως, όλοι γνωρίζουν το: «Τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Μία τέτοια αντίληψη κρίνει τις πολιτικές συμμαχίες όχι από τη συστράτευση στον κοινό στόχο της απόκρουσης της νεο-οθωμανικής απειλής από όλους τους Έλληνες, αλλά από τον βαθμό της συμφωνίας γύρω από τις επιταγές και τα δόγματα της ορθοδοξίας, ή με βάση το συμφέρον της Εκκλησίας με τη στενή έννοια του όρου. 

Και μία τέτοια αντίληψη δεν περιορίζεται μόνο στα ζητήματα της άμεσης πολιτικής αλλά, έχοντας μεταβάλει την ορθοδοξία στο αποκλειστικό κλειδί της κατανόησης του κόσμου, αρνούμενη τη διαφοροποίηση ανάμεσα το πρακτικό/επιστημονικό και το μεταφυσικό πεδίο της πίστης, οδηγείται π.χ. στην άρνηση του ρόλου και της σημασίας της Ιατρικής, την απόρριψη των εμβολιασμών και λοιπά και λοιπά. 

Στα πλαίσια αυτής της συνολικής αντίληψης επιμένω πως μία πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία στο λεγόμενο επίπεδο της «κοινωνίας των πολιτών», των οικονομικών και των πολιτιστικών σχέσεων, όσο η Τουρκία συνεχίζει να συνιστά μείζονα απειλή για την ανεξαρτησία μας, θα έχει συνολικά αρνητικές συνέπειες. Και αυτό γιατί, στις σημερινές συνθήκες αδυναμίας πληθυσμιακής, οικονομικής και πολιτισμικής του ελληνισμού απέναντι στον τουρκισμό, μία τέτοια συνεπαφή θα μεταβαλλόταν σε ένα ακόμα όπλο στην πολιτική της Τουρκίας (καθόλου τυχαία, τα τουρκικά σήριαλ παίζονται στην Ελλάδα και όχι τα ελληνικά στην Τουρκία). 

Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό ήρθα άλλοτε σε έντονη αντίθεση με την πολιτική του πατριάρχη Βαρθολομαίου για την αποδυνάμωση της Εκκλησίας της Ελλάδας· γεγονός που με έκανε να παρεξηγηθώ από αρκετούς από φίλους, κληρικούς και λαϊκούς που θεώρησαν πως στρεφόμουν αναίτια ενάντια στο σύμβολο της ορθοδοξίας. 

Σήμερα δυστυχώς οι εξελίξεις δικαιώνουν τη δυσπιστία μας. Ο νεο-οθωμανισμός έχει μεταμορφωθεί σε ένα στρατοκρατικό τέρας, που στρέφεται ενάντια σε όλους τους άλλους λαούς, μέσα και έξω από την Τουρκία και κατ’ εξοχήν εναντίον των Ελλήνων. Πιστεύω λοιπόν πως, όσο η Τουρκία συνεχίζει να απειλεί τον ελληνισμό με υποταγή και αφανισμό, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης της επαγρύπνησής μας. Οι επαφές που θα είχαν κάποιο νόημα, όσο δεν έχουμε απέναντί μας μια πραγματικά δημοκρατική Τουρκία, είναι οι επαφές με εκείνες τις δυνάμεις που στην Τουρκία παλεύουν ενάντια στον τουρκικό εθνικισμό, δηλαδή τους Κούρδους, τους κρυπτοχριστιανούς και τους λίγους θαρραλέους δημοκράτες που καταγγέλλουν τον σοβινιστικό χαρακτήρα του τουρκισμού, πληρώνοντας βαρύ προσωπικό τίμημα. 

Εντέλει  δε. όπως έχει πλέον αποδειχτεί και από την πρόσφατη ιστορία μας, μάλλον η δική μου άποψη ήταν η ρεαλιστική και όχι εκείνων  που συστηματικά υποτιμούσαν ή ακόμα χειρότερα αποσιωπούσαν και συνεχίζουν να αποσιωπούν  τον δομικό χαρακτήρα του τουρκικού επεκτατισμού σε βάρος της Ελλάδας.