Οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτει η Τουρκία προκειμένου να υπάρξει διάλογος με την Ελλάδα σκιαγραφούνται στην επιστολή που απέστειλε η Άγκυρα στον ΓΓ του ΟΗΕ σε απάντηση των δηλώσεων του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην ομιλία του στην έναρξη της 75ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο.
Η Τουρκία επιχειρεί μάλιστα να επιρρίψει ευθύνες στην Ελλάδα για την ένταση κάνοντας λόγο για «μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής διοίκησης» και επιμένει ότι η Ελλάδα οδήγησε σε ακύρωση των διερευνητικών με την υπογραφή της Συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο.
Η Άγκυρα επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος εάν η Ελλάδα δεν αποκηρύξει τον «χάρτη της Σεβίλλης» (σ.σ. η Ελλάδα ποτέ δεν έχει επικαλεστεί τον χάρτη αυτό ο οποίος αποτυπώνει τις ευρωπαϊκές ΑΟΖ μεταξύ αυτών και την Ελληνική με πλήρη επήρεια των Νησιών και βάση της μέσης γραμμής) και επίσης αν δεν αρθούν οι «παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου» που αφορούν τον εξοπλισμό των νησιών και την διαφοροποίηση του εναέριου χώρου από τα χωρικά ύδατα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά της τουρκικής επιστολής στο Δ.Δ. της Χάγης, καθώς δηλώνεται ότι η Άγκυρα δεν αποκλείει και την επιλογή του Δικαστηρίου αλλά μόνον εφόσον προηγηθεί διάλογος για να συμφωνηθεί ποιες διαφορές θα παραπεμφθούν στο Δικαστήριο και επισημαίνεται ότι είναι αντιφατικό ο κ. Μητσοτάκης να προτείνει την προσφυγή στην Χάγη, όταν η Ελλάδα έχει καταθέσει επιφυλάξεις για την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου που αφορούν την αποστρατικοποίηση των νησιών, το εύρος και τα όρια των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου της, και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Με τις αναφορές αυτές η τουρκική επιστολή αποκαλύπτει και τις διαθέσεις της Τουρκίας για το περιεχόμενο και την ατζέντα του διαλόγου, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική προσέγγιση που κάνει λόγο για μια και μόνη διαφορά , αυτή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας..
Η τουρκική επιστολή:
«Επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 2020 προς τον Γενικό Γραμματέα.
Σας γράφω σχετικά με τη δήλωση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της γενικής συζήτησης της εβδομηκοστής πέμπτης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας παρουσίασε ανακριβώς τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και, ως εκ τούτου, πρόβαλε αβάσιμους ισχυρισμούς κατά της χώρας μου. Το πρώτο βήμα κάθε βιώσιμης λύσης είναι η ακριβής διάγνωση του προβλήματος. Στο επίκεντρο των σημερινών εντάσεων στην περιοχή βρίσκονται οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και τα μονομερή βήματα της Ελλάδας και της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης από το 2003, τα οποία παραβιάζουν τα εγγενή δικαιώματα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας και της Τουρκοκυπριακής πλευράς, συμπεριλαμβανομένων των πόρων υδρογονανθράκων. Όπως τόνισε ο Πρόεδρος Ερντογάν κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση, δεν έχουμε σχέδια για τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα κανενός άλλου, ούτε στην Ανατολική Μεσόγειο ούτε οπουδήποτε αλλού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραμείνουμε αδιάφοροι απέναντι στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων μας, καθώς και των Τουρκοκυπρίων.
Η Τουρκία πάντα υπερασπιζόταν την επίλυση των διαφορών μέσω διαλόγου και της διπλωματίας στη βάση της δικαιοσύνης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Στην πραγματικότητα, ο Πρόεδρός μου ήταν αυτός που, στο περιθώριο της εβδομηκοστής τέταρτης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης, επέκτεινε την πρόταση στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας για διμερή διάλογο σχετικά με όλα τα εκκρεμή ζητήματα στην περιοχή. Ωστόσο, προς μεγάλη μας λύπη, η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε θετικά. Το τελευταίο παράδειγμα της απροθυμίας της Ελλάδας παρατηρήθηκε τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, όταν η Τουρκία έδειξε την καλή της θέληση και ανέστειλε τις δραστηριότητες σεισμικής έρευνας του σκάφους Oruç Reis, για να δώσει μια ευκαιρία στη διπλωματία. Χάρη στις επίπονες προσπάθειες τρίτων, Τουρκία και Ελλάδα συμφώνησαν να επαναλάβουν τη διαδικασία διμερούς διαλόγου, η οποία είναι γνωστή ως "διερευνητικές συνομιλίες". Ωστόσο, μία ημέρα πριν από τη δημόσια ανακοίνωση της επανέναρξης των συνομιλιών, δηλαδή στις 6 Αυγούστου, η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Όπως ανέφερα στην επιστολή μου της 21ης Αυγούστου 2020 (A/74/997-S/2020/826), η συμφωνία αυτή παραβιάζει τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως εκ τούτου, η Τουρκία δεν την αναγνωρίζει και την θεωρεί άκυρη. Η χρονική στιγμή της συμφωνίας αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφερόταν να εμπλακεί σε ουσιαστικό διάλογο με την Τουρκία.
Είναι περιττό να πούμε ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία που εξαιρεί την Τουρκία, ως τη χώρα με τις μεγαλύτερες ηπειρωτικές ακτές στην περιοχή, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Στη δήλωσή του, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αναφέρθηκε στο διεθνές δίκαιο. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι είναι κυρίως τα προκλητικά βήματα της Ελλάδας κατά παράβαση του καθεστώτος αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, που έχει τεθεί με τις Ειρηνευτικές Συνθήκες της Λωζάνης του 1923 και του Παρισιού του 1947, που υπονομεύουν το διεθνές δίκαιο. Η Ελλάδα, αν και έχει χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων, διεκδικεί έναν εθνικό εναέριο χώρο 10 ναυτικών μιλίων, σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο και ως η μοναδική χώρα στον κόσμο με μια τέτοια αξίωση. Ομοίως, ο πλέον διαβόητος «χάρτης της Σεβίλλης» τον οποίο επικαλείται η Ελλάδα όχι μόνο αντιβαίνει στη βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, η οποία είναι δίκαιη οριοθέτηση, αλλά προκαλεί και τη λογική. Για να συνεχιστεί κάθε πραγματική προσπάθεια διαλόγου, η Ελλάδα πρέπει πρώτα να αφήσει κατά μέρος αυτές τις αναφορές. Όσον αφορά την πρόταση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας να παραπέμψει το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, η Τουρκία δεν αποκλείει κανένα ειρηνικό μέσο διευθέτησης, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να έχουμε έναν σωστό διάλογο. Πρέπει να συμφωνήσουμε διμερώς σχετικά με τις διαφορές που θα αναθέσουμε στο Δικαστήριο. Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα έχει εισαγάγει επιφυλάξεις στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, του εύρους και των ορίων των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου της, και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Είναι αντιφατικό να υποστηρίζεται μια διευθέτηση μέσω του Δικαστηρίου, αφενός, και να διατηρούνται συνολικές και παραλυτικές επιφυλάξεις σχετικά με τη δικαιοδοσία του, αφετέρου. Η Ελλάδα προέβη σε παρόμοιες δηλώσεις κατά την επικύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας όσον αφορά την επίλυση διαφορών. Η Τουρκία έχει προτείνει μια διαδικασία διαλόγου, όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με όλα τα παράκτια κράτη της περιοχής με τα οποία έχει διπλωματικές σχέσεις. Θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω την πρόταση του Προέδρου Ερντογάν κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση για τη σύγκληση περιφερειακής διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο με τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων. Αυτή η διάσκεψη θα μπορούσε να προσφέρει μια έγκαιρη ευκαιρία για την εκτόνωση των εντάσεων στην περιοχή και τη δημιουργία θετικής δυναμικής. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να έχετε κυκλοφορήσει την παρούσα επιστολή ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης, στο σημείο 8 της ημερήσιας διάταξης».
Φεριντούν Χ. Σινιρλιόγλου