Η Τουρκία επιθυμεί αφενός να αποφύγει την περαιτέρω όξυνση των σχέσεών της με την ΕΕ ενόψει της συνόδου για τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας στις 24-25 Σεπτεμβρίου και αφετέρου να εξακολουθήσει να διατηρεί την πίεση στην Ελλάδα βάσει του διλήμματος: Διάλογος με ανοικτή ατζέντα χωρίς προϋποθέσεις ή κίνδυνος πολεμικής σύρραξης.
Για να μην οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα, σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευτεί η τακτική κίνηση προσωρινής αναδίπλωσης της Τουρκίας. Είναι γεγονός αδιαμφησβήτητο ότι η Ελλάδα άντεξε, η κυβέρνηση κράτησε σταθερή πορεία και οι ένοπλες δυνάμεις έδειξαν επιμονή, επαγγελματισμό και αποφασιστικότητα. Αυτό από μόνο του αποτελεί σημαντική κατάκτηση. Αλλά – επίσης από μόνο του – δεν αποτελεί πλήρη εξήγηση της τουρκικής στάσης. Η οποία, ας το επαναλάβουμε, συνιστά προσωρινή τακτική αναδίπλωση.
Το ερώτημα που τίθεται από πολλούς, εάν οι πρωτοβουλίες του ΓΓ του ΝΑΤΟ οδήγησαν σε κάποιες πρώτες συνεννοήσεις, είναι ένα εύλογο ερώτημα που όμως δεν θα πρέπει να οδηγεί σε συνομωσιολογικές προσεγγίσεις. Η διαμόρφωση θεσμικά προδιαγεγραμμένων μηχανισμών αποκλιμάκωσης για κρίσεις στο εσωτερικό της Συμμαχίας είναι μια γενικώς πολύ θετική εξέλιξη. Επίσης, σε σχέση ειδικότερα με την Τουρκία, οι επαφές είναι καταρχήν χρήσιμες και έτσι πρέπει να προσεγγίζονται. Αρκεί, βέβαια, να μην οδηγούν σε βήματα που εγκλωβίζουν σε λάθος συμβιβασμούς σε λάθος χρόνο. Υπάρχουν συμβιβασμοί απαραίτητοι και επιτυχείς για τα εθνικά συμφέροντα. Όπως υποστήριξα εξ αρχής, η συμφωνία με την Αίγυπτο ήταν μια τέτοια επιτυχής διαδικασία συμβιβαστικής οριοθέτησης με μια φίλη χώρα σε μια κρίσιμη συγκυρία.
Αλλά με μια αναθεωρητική και απειλητική δύναμη όπως η Τουρκία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η πιθανότητα εγκλωβισμού είναι πάντοτε παρούσα, με δεδομένη την κατανοητή αλλά και επαναλαμβανόμενα άστοχη τάση ορισμένων επιδραστικών κύκλων της Αθήνας να εκλογικεύουν τις επιθυμίες τους στην εξωτερική πολιτική. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω στο χρόνο. Λίγο μετά το μνημόνιο-βόμβα Τουρκίας – Τρίπολης, έγκυρη κυριακάτικη εφημερίδα της Αθήνας ανήγγειλε σε σχετικό πρωτοσέλιδο: «παράθυρο Άγκυρας στη Χάγη».
Το πραγματικό ερώτημα σήμερα είναι διττό. Πώς και με ποιες διαδικασίες θα τεθούν όρια στην Τουρκία; Και – σε σχέση με αυτό – μας συμφέρει να εξευρεθεί «λύση» στα «ελληνοτουρκικά» στην παρούσα περίοδο;
Χρειάστηκε ο πρόεδρος Μακρόν να το διατυπώσει επίσημα στην Κορσική για να συνομολογήσουν ορισμένοι εγχώριοι δημοσιολογούντες ότι ναι, η Τουρκία συνιστά αναθεωρητική δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις στην περιοχή. Ότι δηλαδή συνιστά – όπως γράφουμε αναλυτικά και με συνέπεια τα τελευταία χρόνια – δομική απειλή για την περιφερειακή ειρήνη και όχι σύνηθες πρόβλημα διμερών σχέσεων.
Η συνεχής αναφορά στα υπαρκτά και σημαντικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας δεν αφήνει να γίνει απολύτως κατανοητή η σημασία της ραγδαίας αύξησης του τουρκικού ΑΕΠ μετά το 2010 – ακόμη και με τη συνεχή πτώση των τελευταίων ετών έφτανε τα 748 δισ. δολάρια το 2019 – σε συνδυασμό με την μεγάλη κοινωνική και οικονομική δυναμική της δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας και την κατακόρυφη αύξηση των αμυντικών δαπανών της.
Σε αυτό το πλαίσιο, το παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι πια μόνο ζήτημα ερευνών και εξορύξεων. Πρόκειται κυρίως για ζήτημα κυριαρχίας στην περιοχή. Το αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν υποστηριζόμενο από ισχυρό τμήμα του τουρκικού κατεστημένου επιχειρεί να παγιώσει τη θέση του στην τουρκική πολιτική μετασχηματίζοντας παράλληλα τον ρόλο της Τουρκίας στον μουσουλμανικό κόσμο και πέρα από την περιοχή μας. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, με τον μανδύα τώρα του νεο-Οθωμανισμού, αποτελεί δύναμη πυρπόλησης των δομών στην περιοχή και -δυνητικά- διάλυσης της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Σήμερα η Τουρκία παραβιάζει την μη οριοθετημένη από εμάς υφαλοκρηπίδα ενώ κάνει και επίσημα δηλώσεις για νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας. Παράλληλα θέτει μια ευρύτατη γκάμα θεμάτων που αμφισβητούν τις συμβατικές και κανονιστικές προϋποθέσεις της ειρηνικής συνύπαρξης στην περιοχή, από την Λωζάνη μέχρι το σύγχρονο διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Η Αθήνα σωστά επιμένει ότι υπάρχει μια διμερής διαφορά, αυτή που αναφέρεται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ). Τα υπόλοιπα αποτελούν τουρκικές διεκδικήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολυσυζητημένη προσφυγή στη Χάγη μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ είναι αδύνατη λόγω της Τουρκίας η οποία επιμένει και θα εξακολουθήσει να επιμένει για μια εφ’όλης συζήτηση με τη βεντάλια των θεμάτων να έχει ανοίξει επικίνδυνα. Τι συνυποσχετικό θα υπογράψει η Αθήνα;
Διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις υπό τις σημερινές συνθήκες σημαίνουν υποχώρηση χωρίς σύγκρουση. Πρέπει επιτέλους να καταστεί σαφές ότι η διαπραγμάτευση με μια αναθεωρητική χώρα έχει νόημα μόνο υπό συνθήκες μιας σχετικής ισορροπίας δυνάμεων. Η Γαλλία μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο σε αυτό το σημείο, επιτρέποντας στις διαμεσολαβητικές προσπάθειες από ΝΑΤΟ και τη γερμανική προεδρία της ΕΕ να διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο. Στο εσωτερικό της ΕΕ εξακολουθεί, πάντως, να πλειοψηφεί η άποψη που δεν θέλει την τουρκική οικονομία να πλήττεται πραγματικά με σοβαρές κυρώσεις. Κατά πάσα πιθανότητα και εάν κάτι σοβαρό δεν έχει μεσολαβήσει μέχρι τότε, θα προτιμηθούν – όπως έγινε και με το Γιαβούζ – περιοριστικά μέτρα κατά εταιρειών και υπευθύνων. Σε κάθε περίπτωση, το διήμερο 24-25 Σεπτεμβρίου πλησιάζει.
Όπως έχω εξηγήσει κατ’επανάληψη, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη. Αλλά δεν είναι ώρα για «λύση» στα επονομαζόμενα «ελληνοτουρκικά». Η επίτευξη σχετικής ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν– για βιώσιμη ειρήνη. Τώρα είναι ώρα για εγρήγορση, για εντατικοποίηση των διπλωματικών προσπαθειών, για κτίσιμο συμμαχιών του αύριο και για ενίσχυση της αποτροπής. Αντίθετα από αυτό που μηρυκάζουν οι θιασώτες της πεπατημένης, η αναζήτηση «λύσης» υπό πίεση και σε καθεστώς εκβιασμών μας αποπροσανατολίζει από τις πραγματικές προκλήσεις και ευκαιρίες στο νέο κόσμο που αναδύεται μέσα από την εντατικοποίηση των εξελίξεων στις σχέσεις Ευρώπης – Αφρικής και Ευρώπης – Ασίας.