Του Γιάννη Παντελάκη
Το μόνο θετικό απ'' όλη αυτή την σκόνη που σηκώθηκε με το νομοσχέδιο για την διεμφυλικότητα, είναι ότι τελικά ψηφίστηκε. Συνέβη αυτό που θα συνέβαινε σε μια Ευρωπαϊκή χώρα δηλαδή, θα υιοθετείτο ένας νόμος που προστατεύει τα δικαιώματα κάποιων ανθρώπων και ο οποίος αποτελεί συμβατική μας υποχρέωση. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ωστόσο το πρόβλημα με τη δική μας χώρα. Για να συμβεί το αυτονόητο, θα έπρεπε να προηγηθεί ένας μικρός χαμός. Ο οποίος παρ όλα αυτά, ήταν διδακτικός. Μας έδειξε δυο πράγματα.
α) Ότι ο πολιτικός κυνισμός του Τσίπρα να μετατρέπει το άσπρο σε μαύρο, συχνά λειτουργεί ως πλεονέκτημα γι αυτόν. Το νομοθέτημα ήταν μια αναγκαστική επιλογή προσαρμογής της νομοθεσίας με βάση νομολογίες, δικαστικές αποφάσεις, απόφαση του ΕΔΑΔ και πρόταση του συνήγορου του πολίτη. Η υποχρέωση της χώρας να νομοθετήσει για το θέμα, μεταφράστηκε από τον πρωθυπουργό σε κίνηση με προοδευτικό πρόσημο που περιλαμβάνει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.ο.κ. Ανθρώπινα δικαιώματα βέβαια έχουν και οι πρόσφυγες στη Λήμνο για τους οποίους μόλις χθες οι Γιατροί χωρίς σύνορα μίλησαν για κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκονται. Αλλά αυτοί, δεν ψηφίζουν όπως το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόταν ο πρωθυπουργός.
β) Ότι ο Μητσοτάκης εύκολα εγκλωβίζεται σε μια στρατηγική ενός πολιτικού αντιπάλου ο οποίος γνωρίζει τα αδύνατα σημεία του. Ο πρόεδρος της Ν.Δ. τρεις μήνες πριν, είχε υποσχεθεί στους εκπροσώπους της ΛΟΑΤ κοινότητας, ότι θα στηρίξει το νομοσχέδιο. Είχε απέναντί του ωστόσο μια σειρά από σκληροπυρηνικούς και συντηρητικούς βουλευτές του κόμματος του, που σκέφτονται με όρους δεκαετίας του 70 και οι οποίοι δύσκολα θα διαρρήγνυαν τις καλές σχέσεις τους με εκπροσώπους της εκκλησίας, σχέσεις που φέρνουν ψήφους. Και οι οποίοι επίσης, δύσκολα θα υιοθετούσαν και νομοθετικές επιλογές-όπως η συγκεκριμένη- που σε άλλες χώρες έχουν προωθηθεί από ιδεολογικά συγγενή κόμματα εδώ και χρόνια. Το δεδομένο αυτό με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, είχε φανεί και στη συζήτηση του νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης. Η αρχικά μετέωρη στάση της Ν.Δ. που αργότερα μετατράπηκε σε τακτική οπισθοχώρηση, αναδεικνύει και το πρόβλημά της να ξεπεράσει τον παλιό εαυτό της.
Αυτό που συνέβη χθες στη Βουλή, θα έχει παρενέργειες οι οποίες ωστόσο σύντομα θα ξεχαστούν. Αυτές, αφορούν κατά βάση τον μέσο ψηφοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος βλέποντας τις βαθειά συντηρητικές επιλογές της κυβέρνησης που στηρίζει σε μια σειρά από θέματα και σε διαφορετικά επίπεδα, τώρα θα βρει ένα επιχείρημα για δικαιολογεί την επιλογή του. Επιχείρημα αυταπάτης ουσιαστικά, αλλά αυτό χρειάζεται. Επικοινωνιακά, ο Τσίπρας εμφανίστηκε κερδισμένος στο ακροατήριο το οποίο απευθύνεται. Το οποίο ωστόσο, είναι δεδομένο και δεν θα πολλαπλασιαστεί γι'' αυτόν τον λόγο. Το κριτήριο επιλογής ψήφου του μέσου έλληνα ψηφοφόρου, συνδέεται απόλυτα με τις οικονομικές παραμέτρους και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν στην τσέπη του.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ., αναμφισβήτητα δεν βγήκε κερδισμένος από την συζήτηση και κατάληξη ψήφισης του νομοσχεδίου. Έχασε πόντους σ'' ένα πολιτικό προσδιορισμό τον οποίο ο ίδιος επιχειρούσε να επιβάλει, του φιλελεύθερου και ανοικτού πολιτικού που λόγω αυτής της ιδιότητάς του, είναι ικανός να προσελκύσει ανθρώπους που δεν ανήκουν στον παραδοσιακό χώρο που εκπροσωπεί. Δεν έχασε ψήφους ωστόσο από το ακροατήριο που σήμερα εκπροσωπεί το οποίο δείχνει ένα μεγάλο βαθμό συσπείρωσης σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις. Αλλά προφανώς εικάζω, δεν είναι αυτός ο στόχος του, απλά η διατήρηση των ψηφοφόρων δηλαδή που επέλεξαν το κόμμα του τον Σεπτέμβριο του 2015.
Την απουσία ενιαίας πολιτικής ταυτότητας και αντίληψης, έδειξε ο ενδιάμεσος χώρος της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Ένα απλό νομοσχέδιο που προστατεύει τα δικαιώματα ενός συγκριτικά μικρού ποσοστού του πληθυσμού, ήταν ικανό να χαρτογραφήσει πολλές, διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις. Οι οποίες αναδεικνύουν την γενικότερη αδυναμία του χώρου αυτού να συνασπιστεί με βάσει ένα πολιτικό πρόγραμμα με συγκεκριμένα και ξεκάθαρα χαρακτηριστικά και το οποίο θα ηταν δυνατόν να λειτουργήσει σαν εναλλακτική πρόταση απέναντι στις υπόλοιπες δυο.