Το 2013 - 15, εγώ προσωπικά είχα διάφορα σοβαρότατα επεισόδια δημόσιας διαπόμπευσης και διακινδύνευσης της σωματικής μου ακεραιότητας. Όλα από «αγνώστους», όλα από «αγανακτισμένους» που δεν είχα ξαναδεί στην ζωή μου. Το έγκλημα που «τιμωρούσαν» αυτοί οι αυτόκλητοι εκφραστές της λαϊκής αγανάκτησης, ήταν ότι δούλευα στο Mega, άρα «τα άρπαζα» από τον Μπόμπολα, τον Ψυχάρη και τον Βαρδινογιάννη.
Μια φορά μου όρμησε ένας φανερά διαταραγμένος τύπος μέσα στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου, ουρλιάζοντας ότι «θα ξεκοιλιάσει τον Γερμανοτσολιά». Με διέσωσε η τυχαία παρουσία της ογδοντάχρονης μητέρας μου που έβαλε τις φωνές και εξανάγκασε τους σεκιουριτάδες του Ελ. Βενιζέλος να επέμβουν. Την δεύτερη φορά με στρίμωξαν δυο φουσκωτοί με ξυρισμένους σβέρκους στην Αργυρούπολη, αλλά ήταν τόσο ηλίθιοι που μετά από μερικές γροθιές και κλωτσιές έφυγαν τρέχοντας διότι τους φώναξα ότι ο Υμηττός από πάνω «βλέπει» τις κεραίες των κινητών τους και θα τους συλλάβουν.
Μια τρίτη φορά έφυγα καροτσάκι μαζί με την γυναίκα μου από τον Σταυρό του Νότου σε συναυλία του Χρήστου Θηβαίου, όταν ένας απ’ τους θαμώνες σταμάτησε την παράσταση και μέσα σε απόλυτη σιωπή απαίτησε να φύγω από την αίθουσα γιατί θα λυντσαριστώ. Προς τιμήν του, ο Θηβαίος επενέβη και σταμάτησε το επεισόδιο, όμως μόλις ξανάρχισε η μουσική δυο γκαρσόνια ήρθαν και μας συνόδευσαν ευγενικά μεν πλην γρήγορα-γρήγορα στην έξοδο, «προς αποφυγή επεισοδίου». Πίσω μας, ακουγόταν το γιουχάισμα του μισού μαγαζιού.
Η τέταρτη φορά ήταν λίγο πριν το δημοψήφισμα όταν ήρθε ο Νίκος Φίλης στην εκπομπή και έβρισε σκαιότατα εμένα και τον Γιώργο Οικονομέα. Το ίδιο βράδυ κι αφού είχε γίνει κανονικό λιντσάρισμα μας στο fb με παράλληλη αποθέωση του Νίκου, «άγνωστοι» κρέμασαν ένα πανό τέσσερα μέτρα απέναντι ακριβώς απ’ το σπίτι μου, με το οποίο πρότρεπαν τους περιοίκους να «γα@@σουν τον αλήτη ρουφιάνο Καμπουράκη». Το κατέβασε μ’ ένα ψαλίδι η εικοσάχρονη τότε κόρη μου.
Περιγράφω τα πιο σοβαρά και αφήνω στην άκρη τα δευτερεύοντα ή τα αστεία, όπως μια γυναίκα που μου πέταξε ένα κεσέ με πλακουτσωτά ροδάκινα μέσα σε μανάβικο στην Ηλιούπολη φωνάζοντας «είδα στον Λαζόπουλο τα αίσχη σου» ή τους Συριζαίους ταξιτζήδες των Χανίων που είχαν κρεμάσει επί πεντάμηνο στην πιάτσα τους (στην Πλατεία 1866) ένα πανό με το οποίο καλούσαν τους Χανιώτες «να υποδεχτούν τον Καμπουράκη με ντομάτες και αυγά», διότι υποστήριζα το «μνημονιακό νομοσχέδιο του Ραγκούση». (Ειδικά σ’ αυτό, χαμογελώ πικρά.)
Την περίοδο που εγώ τα πάθαινα αυτά ως μίσθαρνο όργανο του Ψυχάρη, του Μπόμπολα και του Βαρδινογιάννη, συνέβαιναν πράγματα που τα μάθαμε εκ των υστέρων. Ο Αλέξης συνομιλούσε με τον Ψυχάρη μπροστά σε μια γάτα Ιμαλάϊων για να πάρει με το μέρος του τον ΔΟΛ, ενώ ο Μπόμπολα είχες μετατρέψει το Έθνος σε Αυγή που λιβάνιζε τον Σύριζα και κατακεραύνωνε τους εχθρούς του, δηλαδή εμένα. Και με τον Βαρδινογιάννη μια χαρά τα πήγαινε ο Αλέξης, όπως απέδειξε η συνέχεια.
Και ξάφνου, από το καλοκαίρι του 2015 και μετά, όλοι αυτοί οι αγανακτισμένοι, οι τιμωροί, οι ασυγκράτητοι, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Πάντα αναρωτιόμουν τι να απέγιναν, σε ποια τρύπα μπήκαν και κρύφτηκαν. Βαυκαλιζόμουν να πιστεύω ότι ήταν έκτακτα προϊόντα μιας έκρυθμης εποχής, που εξαφανίστηκαν μαζί της. Έκανα λάθος. Το βιντεάκι του Σύριζα με τα λεφτά που πέφτουν πάνω στην παρουσιάστρια, είναι προσκλητήριο για να ξαναβγούν απ’ τα θολάμια τους και ν’ αρχίσουν να περιφέρονται ξανά στην επιφάνεια.
Μπράβο στην Κουμουνδούρου που ξαναφέρνει τον τόπο σ’ αυτή την εποχή των τεράτων ή τουλάχιστον το προσπαθεί φιλότιμα. Μπράβο και σ’ όποιους από κει μέσα το σκέφτηκαν και το υλοποίησαν. Ο Όρμπαν, ο Τραμπ κι ο Μπολσονάρο θα ήταν περήφανοι για αυτούς…