Του Παναγιώτη Γκλαβίνη*
Λίγες απλές σκέψεις θα μας επιτρέψουν ίσως να αντιληφθούμε προς τα πού θα βαδίσει το Eurogroup τις επόμενες ώρες.
Οι πηγές χρηματοδότησης της οικονομίας μας
Σήμερα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου καλύπτονται από τρεις πηγές:
- Η πρώτη πηγή είναι η δική μας συμβολή στη χρηματοδότηση των αναγκών μας: πλεονάσματα, περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων και έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
- Η δεύτερη πηγή είναι η χρηματοδότηση που λαμβάνουμε από τις αγορές με την έκδοση γραμματίων ελληνικού δημοσίου τώρα και με την έκδοση νέων ομολόγων, στην οποία φιλοδοξούμε να προβούμε αύριο μεθαύριο.
- Η τρίτη πηγή είναι η χρηματοδοτική στήριξη που μας παρέχουν οι εταίροι μας (ESM) και το ΔΝΤ, μέχρις ότου καταφέρουμε να βγούμε στις αγορές, ώστε να χρηματοδοτούμαστε από αυτές με τρόπο βιώσιμο.
Ο βαθμός της συμβολής καθεμιάς από τις ανωτέρω πηγές προσδιορίστηκε με βάση συγκεκριμένες παραδοχές που έγιναν όταν υιοθετήθηκε το τρίτο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας τον Ιούλιο του 2015 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται εις τρόπον ώστε το εν γένει χρέος μας να παραμένει βιώσιμο.
Η αναπροσαρμογή του βαθμού συμβολής της κάθε πηγής χρηματοδότησής μας
Όσο δεν βγαίνουμε στις αγορές, οι εταίροι μας μάς στηρίζουν με χαμηλότοκα δάνεια. Η χρηματοδότηση των εταίρων μας, ωστόσο, δεν είναι απεριόριστη, και γι' αυτό, αν στο μεταξύ δημιουργηθεί κενό, θα πρέπει να το πληρώσουμε εμείς με δικά μας μέσα, ήτοι με νέες περικοπές δαπανών και αυξήσεις εσόδων από φορολογία και αποκρατικοποιήσεις. Αυτό γίνεται κάθε φορά που υποχρεωνόμαστε να λαμβάνουμε νέα μέτρα. Είναι γιατί δεν αρκεί η στήριξη που μας παρέχουν οι εταίροι μας για να χρηματοδοτήσουμε όλες τις ανάγκες μας, και γι' αυτό υποχρεωνόμαστε να τις περιορίζουμε, περικόπτοντας τις δαπάνες μας και αυξάνοντας τα έσοδα.
Αυτό γίνεται και όταν οι παραδοχές επί των οποίων βασίστηκε ο καθορισμός του βαθμού συμβολής της καθεμιάς από τις τρεις πηγές χρηματοδότησης διαψεύδονται στην πορεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται η βιωσιμότητα του χρέους μας αμφίβολη. Αυτό συνέβη τώρα με την διάψευση των προσδοκιών της κυβέρνησης και των εταίρων μας περί ανάπτυξης το 2016 και το 2017, η οποία μας υποχρέωσε στη λήψη νέων μέτρων σε μεσοπρόθεσμη βάση, προκειμένου να αποκαταστήσουμε με τον τρόπο αυτό την βιωσιμότητα του χρέους μας, χωρίς την οποία δεν μπορεί ο ESM να εκταμιεύσει την επόμενη δόση.
Αν μετά τον Αύγουστο του 2018 καταφέρουμε να βγούμε στις αγορές, η χρηματοδότησή μας από αυτές θα είναι βιώσιμη μόνον εφόσον γίνεται με χαμηλό επιτόκιο ώστε να διατηρείται το εν γένει χρέος μας βιώσιμο. Διαφορετικά, αν π.χ. οι αγορές μάς δώσουν δάνεια με υψηλά επιτόκια, τότε αφενός θα πρέπει να σηκώσουμε λιγότερα λεφτά από αυτές, αφετέρου θα πρέπει να συμπληρώσουμε το όποιο κενό με νέα μέτρα που θα πρέπει να λάβουμε πάλι εμείς, ώστε να παραμείνει το εν γένει χρέος μας βιώσιμο.
Μια τρίτη λύση είναι να μας χαρίσουν τότε οι εταίροι μας ένα μέρος του χρέους μας προς αυτούς, ώστε το βάρος της εξυπηρέτησής του να είναι μικρότερο για μας και το νέο συνολικό χρέος μας να γίνει με αυτό τον τρόπο βιώσιμο. Όπως έγινε το 2012 με το κούρεμα και κατέστη βιώσιμο μέχρι το 2015, όταν η νέα κυβέρνηση το κατέστησε με την απερίσκεπτη πολιτική της μη βιώσιμο, οπότε χρειάστηκε να μας δοθεί μια νέα χρηματοδοτική στήριξη.
Η σκοπιμότητα των νέων μέτρων που λάβαμε
Όλα τα μέτρα που ψηφίστηκαν στη Βουλή την προηγούμενη εβδομάδα αποσκοπούν στο να καταστήσουν το χρέος μας βιώσιμο με βάση τους ισχύοντες όρους δανεισμού μας, λαμβανομένων υπόψη των κακών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας από το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και μετά, όταν οι εταίροι μας προσδοκούσαν (;) πως θα είχαμε ανάπτυξη και όχι ύφεση. Η διάψευση και οι καθυστερήσεις μας υποχρέωσαν στη λήψη νέων μέτρων εσωτερικής υποτίμησης προκειμένου να καταστήσουμε το χρέος μας βιώσιμο στα μάτια του ESM, ώστε να μπορέσει αυτό να εκταμιεύσει την νέα δόση.
Με άλλα λόγια, οι παραδοχές ως προς την εξυπηρέτηση του χρέους μας, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη για να ληφθούν τα νέα μέτρα, ήσαν αυτές που απορρέουν από την ανάγκη να παραμείνει το χρέος μας βιώσιμο ως έχει σήμερα, ελαφρυμένο κατά τι με τις βραχυπρόθεσμες επεμβάσεις σε αυτό, τις οποίες σχεδίασε ο ESM για τα χρήματα που του οφείλουμε.
Αρκούν τα νέα μέτρα εσωτερικής υποτίμησης για το σκοπό αυτό; Θα μας το πει ο ESM, που θα προβεί σε ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μας με τα δικά του κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη ό,τι έχει συμφωνηθεί επ' αυτού μέχρι σήμερα.
Για το ΔΝΤ, τα μέτρα αυτά προφανώς δεν αρκούν, διότι το ΔΝΤ θεωρεί –σε αντίθεση με τον ESM– πως με τα δικά του κριτήρια το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο. Άρα, λοιπόν, κατ' αυτό, ή θα πρέπει να λάβουμε κι άλλα μέτρα αν δεν πρόκειται να αλλάξουν οι όροι της εξυπηρέτησης των δανείων μας, κάτι που είναι πολιτικά ανέφικτο για μας, ή θα πρέπει να ελαφρυνθεί περαιτέρω και ουσιωδώς το χρέος μας, κάτι που είναι πολιτικά ανέφικτο για τους εταίρους μας.
Η υποτιθέμενη αντιπαράθεση Ευρωπαίων και ΔΝΤ
Εγώ δεν πιστεύω ότι Ευρωπαίοι και ΔΝΤ διαφώνησαν ποτέ (από τον Ιούλιο του 2015 και μετά) στην ανάλυση περί βιωσιμότητας του χρέους μας. Απλώς, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν να δανείσουν όλο τον κόσμο, όπως το ΔΝΤ. Άρα, λοιπόν, έχουν την πολυτέλεια να εφαρμόζουν πιο χαλαρά κριτήρια στην βιωσιμότητα του χρέους μιας χώρας της Ευρωζώνης απ' ό,τι το ΔΝΤ. Λόγος για τον οποίο οι εταίροι μας εγγυήθηκαν για χάρη μας το 2012 στο ΔΝΤ ότι θα πλήρωναν αυτοί οποιοδήποτε κενό χρηματοδότησης θα προέκυπτε τόσο κατά τη διάρκεια του δευτέρου προγράμματος, όσο και μετά (and beyond).
Αυτό το «beyond» έφυγε στην πορεία, εξ αιτίας της αλλοπρόσαλλης πολιτικής που ακολούθησε η χώρα από το 2015 και μετά. Σήμερα, το «beyond» μπορεί να επανέλθει και οι Ευρωπαίοι να εγγυηθούν στο ΔΝΤ την εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας απέναντί του. Θα το πράξουν, άραγε; Θα είναι αρκετό για το ΔΝΤ κάτι τέτοιο, ώστε να συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα;
Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό θα είναι το σημείο συμβιβασμού μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων. Διότι, όταν ο ένας λέει από τη μια μεριά ότι το χρέος μας δεν είναι βιώσιμο, άρα κουρέψτε το, και ο άλλος επιμένει ότι ένα κούρεμα –έστω και με τη μορφή μιας γενναίας επιμήκυνσης– είναι αδιανόητο, δεν βλέπω πώς μια εγγύηση του δεύτερου θα αρκέσει στον πρώτο για να ξεχάσει την βασική του επιφύλαξη, ακόμη κι αν συνοδευτεί από εξαγορά του σημερινού χρέους μας προς το ΔΝΤ.
Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια λύση θα είναι προσωρινή, ιδίως αν υλοποιηθεί με μια συμβολική νέα χρηματοδότηση, η οποία θα συμφωνηθεί να επιστραφεί με την λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Από μόνο του ένα τέτοιο deal θα υποδηλώνει ότι ο νέος χρηματοδότης δεν πιστεύει στην διάσωση του οφειλέτη του και φροντίζει να πάρει νωρίτερα ό,τι του οφείλει από τους εταίρους του, την ίδια στιγμή που τον υποχρεώνει να τον ξοφλήσει με την λήξη του προγράμματος στήριξής του, στο οποίο υπεισέρχεται για να σώσει τα δικά του λεφτά περισσότερο παρά τον ίδιο.
Εγώ πιστεύω πως ΔΝΤ και Ευρωπαίοι έχουν εδώ και καιρό συμφωνήσει σε οριστική λύση για μας και όλη αυτή η αντιπαράθεση που βλέπουμε τόσο καιρό είναι ένα θέατρο και τίποτ' άλλο. Διότι, αδυνατώ να πιστέψω ότι οι δυο πιο σοβαροί παράγοντες του διεθνούς οικονομικού συστήματος σήμερα, ήτοι η Λαγκάρντ από τη μια μεριά και ο Σόυμπλε από την άλλη, επιτρέπουν στον εαυτό τους να ξεκατινιάζονται δημόσια, αντί να κλειστούν σε ένα γραφείο και να τα βρούνε, όπως κάνουν πάντα οι υπεύθυνοι παράγοντες όπως αυτοί.
Ό,τι θα δούμε στο Eurogroup της 22ας Μαΐου, θα είναι το αποτέλεσμα μιας παλιάς συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ και ένα μέρος μόνο της συμφωνίας αυτής, που θα προετοιμάζει την οριστική λύση.
* Ο κ. Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ.