Της Σοφίας Νικολάου*
Είναι γεγονός ότι, πολλές φορές, τα δικαστήριά μας, δεν παίρνουν αποφάσεις λαμβάνοντας υπ' όψιν με ακραιφνή τρόπο τη γραμματική διατύπωση του Νόμου. Δεν ενδιαφέρει, δηλαδή, τους Δικαστές αποκλειστικά και μόνο το πώς αναγράφεται σε έναν νόμο ή μία διάταξη αυτό που καλούνται να εφαρμόσουν. Η απόφαση ενός Δικαστηρίου είναι πολυπαραγοντική.
Άραγε, στην αποφυλάκιση Φλώρου, ήταν ένας παράγοντας ο νέος Ποινικός Κώδικας και ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ή μήπως θα έβγαινε από τη φυλακή και χωρίς αυτούς;
Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, υφίσταται επί πολλά συναπτά έτη το άρθρο 497. Στο άρθρο αυτό, περιγράφονται οι όροι, σύμφωνα με τους οποίους ένας καταδικασμένος μπορεί να ζητήσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής του, μέχρι να δικαστεί η έφεση που έχει ασκήσει κατά της αποφάσεως.
Σε γενικές γραμμές, θα πρέπει να μην έχει φυγοδικήσει στο παρελθόν, να έχει γνωστή διαμονή στη χώρα, η βλάβη που προκαλείται από την παραμονή του στη φυλακή να είναι σημαντική και άλλοι όροι, οι οποίοι κατά ένα μεγάλο ποσοστό δεν έχουν σχέση με το αδίκημα που έχει διαπράξει και για το οποίο έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως.
Η λογική του νομοθέτη είναι ορθή, καθώς η ποινή δεν είναι αμετάκλητη και μπορεί το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι ο καταδικασθείς μπορεί να είναι σε καθεστώς ελευθερίας, μέχρι να δικαστεί η υπόθεσή του σε δεύτερο βαθμό.
Το άρθρο αυτό, στον νέο Κώδικα που ψήφισε εν κρυπτώ και ολομόναχος ο ΣΥΡΙΖΑ, λίγες μέρες πριν αποχωριστεί τις καρέκλες του, διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο. Στο επιχείρημα αυτό βασίζει και την προπαγάνδα του, θέλοντας να μας πείσει ότι το άρθρο, στο οποίο πάτησε το Δικαστήριο είναι το ίδιο άρθρο, στο οποίο θα πατούσε για να αποφυλακίσει τον Φλώρο ακόμα και πριν την 1η Ιουλίου, που ξεκίνησε η εφαρμογή των νέων Κωδίκων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Η Δικαστηριακή πρακτική και η εμπειρία είναι πολύ διδακτικές σε αυτές τις περιπτώσεις. Ένα Δικαστήριο, όταν εξετάζει αντίστοιχες αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής σχεδόν πάντοτε θα ρίξει και μία «πλάγια ματιά» στην ουσία της υπόθεσης. Έχει αλλάξει κάτι στο νομοθετικό καθεστώς από την ημέρα που επιβλήθηκε η πρωτόδικη ποινή μέχρι την ημέρα που συζητείται η αίτηση του καταδικασθέντος; Εν προκειμένω, πολλά.
Η πρωτόδικη ποινή του Φλώρου είναι 21 έτη καθείρξεως για αδικήματα με βάση τον τότε νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου, που προέβλεπε την επιβολή μέχρι και της ισοβίου καθείρξεως. Μετά την αναγνώριση δύο ελαφρυντικών περιστάσεων, η ποινή, μαζί με τον Φλώρο, «έπεσε» στα μαλακά.
Από 1η Ιουλίου και μετά, στο αδίκημα αυτό προβλέπεται ποινή μέχρι 15 έτη καθείρξεως και συνολική ποινή μέχρι 20 ετών, όπου, με δεδομένη την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων, όταν εκδικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, η ποινή θα είναι κατά πολύ μικρότερη των 21 ετών που έχουν τώρα επιβληθεί.
Το Δικαστήριο, συνεπώς, δεν μπορούσε να παρακάμψει αυτά τα δεδομένα. Αν το έκανε, σε μερικά χρόνια, που θα εκδικαζόταν το Εφετείο, ο κ. Φλώρος θα μας ζητούσε και τα ρέστα, για το γεγονός ότι θα είχε ενδεχομένως εκτίσει μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του αναλογούσε.
Τα περί μη αλλαγής της επίμαχης νομοθετικής διάταξης που συγκροτούν την «άμυνα» της προηγούμενης κυβέρνησης στο δεδομένο ότι εκείνη φταίει για την αποφυλάκιση Φλώρου, καταδεικνύουν είτε την άγνοιά της, είτε σκόπιμη διαστρέβλωση των γεγονότων. Το κακό είναι ότι μας είχε συνηθίσει και στα δύο.
*Η Σοφία Νικολάου είναι Γενική Γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής - Δικηγόρος