Του Δημήτρη Καμπουράκη
Τελικά από τις λίστες που θα έλυναν το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, κατάφεραν με το ζόρι να βγάλουν 120 εκατομμύρια. Ούτε για να πληρωθούν οι καφέδες των ελεγκτών δεν φτάνουν. Για κείνες –καλέ- τις λίστες λέω, που περιείχαν την αφρόκρεμα των λαμογιών της χώρας, που η «αξιοποίηση» τους ήταν απλώς «θέμα πολιτικής βούλησης», που οι παλιοί τις «έκρυβαν στα συρτάρια» διότι ήταν γεμάτες με «δικούς τους» ανθρώπους. Άντε βρε, σε καλή μεριά ο πακτωλός του χρήματος και εις άλλα ψέματα με υγεία.
Η λίστα Λαγκάρντ ήταν η σούπερ-σταρ των λιστών. Θέτε γιατί ήταν η πρώτη λίστα που φάγαμε στη μάπα, θέτε γιατί η ξερακιανή Γαλλίδα πριν πάει στο ΔΝΤ περνούσε για φίλη μας, πάντως η δική της λίστα ήταν αυτή που έκανε καριέρα. Οι υπόλοιπες ψευτοζούσαν στην σκιά της. Η λίστα Μπόργιανς ήταν φτωχός συγγενής. Η λίστα Λιχτενστάιν αποπαίδι. Η λίστα εμβασμάτων εξωτερικού ήταν πεταμένη στο σκοτεινό υπόγειο του σπιτιού που κανείς δεν επισκέπτεται. Η λίστα των ακινήτων του Λονδίνου, μια που ακούστηκε και μια που χάθηκε. Θαρρώ πως υπήρχε και κάποια λίστα Νικολούδη, που δεν θυμάμαι τίποτα άλλο γι αυτήν, καθώς είχαν το βίτσιο να παίζουν συνεχώς με τις λίστες τους σαν έφηβοι. Έκαναν διάφορες δημιουργικές συνθέσεις διάφορων λιστών και κατά καιρούς έφτιαχναν υπολίστες, δευτερεύουσες λίστες, συμπληρωματικές λίστες ή λίστες λιστών. Την λίστας το κάγκελο γινόταν.
Πήξαμε στις λίστες από το 2010 ως το 2015. Μπουκώσαμε, αναστενάξαμε, είχαμε πάθει overdose. Δεν υπήρχε συζήτηση ή αντιπαράθεση στην οποία να μην σκάσει ξαφνικά από το πουθενά μια λίστα από ΣΥΡΙΖΑικά χείλη και να τα κάνει μαντάρα. Οι λίστες ήταν η θεραπεία δια πάσαν νόσον και πάσα μαλακία. Εις μάτην εμείς οι νουνεχείς εκφράζαμε τον σκεπτικισμό μας περί του νομίμου της διαδικασίας ή περί των δυνατοτήτων του ελεγκτικού μηχανισμού και αντιδρούσαμε στο κρέμασμα δικαίων και αδίκων στα μανταλάκια. Οι λίστες ήταν εκεί, πανταχού παρούσες, κραταιές και παντοδύναμες, κρυμμένες πίσω από κάθε κολώνα για να μας αποστομώσουν. Ήταν σαν το αλατοπίπερο σε κάθε φαγητό. Δίχως αυτό χανόταν η νοστιμιά της συζήτησης, η μαχητικότητα της καταγγελίας, η επαναστατικότητα της αντιπολίτευσης.
Στο τέλος νιώθαμε σα να είχαμε φάει ένα ταψί μπακλαβάδες και μόνο στο άκουσμα της λέξης «μπακλαβάς» μας έπιανε αναγούλα. Αλλά οι ΣΥΡΙΖΑίοι και οι ΑΝΕΛίτες συνέχιζαν σαδιστικά να μας τις πετάνε κατάμουτρα, φορτωμένες κάθε φορά και με περισσότερα δισεκατομμύρια. Τριάντα με σαράντα δις θα έβγαζαν μόνο από την Λαγκάρντ. Άσε τις άλλες. Το έλεγαν και δεν κοκκίνιζαν. Κι αν έβγαινε τότε κανένας ταλαίπωρος υπουργός ή εφοριακός των Σαμαροβενιζέλων για να πει ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα, τον παίρνανε με τις πέτρες. Αφού κάλυπτε τα λαμόγια, ήταν κι ο ίδιος δυο φορές λαμόγιο. Και τον ρωτούσαν ευθέως αν ήταν ο ίδιος ή κανένας συγγενής του σε λίστα. Τα θυμάστε.
Την κάνανε την δουλίτσα τους και οι λίστες. Παρέα με την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, την 13η σύνταξη, τον κατώτατο μισθό των 720 ευρώ, την σεισάχθεια, τον διπλασιασμό των επιδομάτων ανεργίας, τα ανοικτά διόδια και όλα τα υπόλοιπα αστέρια του παλαιού Τσιπρικού στερεώματος. Ε καιρός ήταν να πάει κι αυτή καλιά της με δυο σταράτες κουβέντες του Πιτσιλή στην Βουλή: «Η λίστα Λαγκάρντ δεν είναι πλέον αξιοποιήσιμη.» Τελεία και παύλα. Όχι παίζουμε. Και δεν βρέθηκε τουλάχιστον ένας μπαγάσας κυβερνητικός, να πάρει το μικρόφωνο και να μας δείξει την μαγκιά του πετώντας μας κατάμουτρα την γνωστή και μη εξαιρετέα επτανησιακή φράση, «είπα, ξείπα, χέζω την παρόλα μου». Έτσι, για το γαμώτο.