«Που ήταν αυτός ο κύριος όταν εμείς πολεμούσαμε τη δικτατορία;», ρωτούσε με αγωνιστικό τέμπο το ακροατήριό του, υποψήφιος δήμαρχος στις πρώτες εκλογές μετά τη χούντα το 1975, αναφερόμενος στον βασικό ανταγωνιστή του. «Πέστα», «Ζήτω», και ενθουσιώδη χειροκροτήματα του πλήθους, ακολούθησαν. Όταν κόπασαν ακούστηκε μια μοναχική αλλά δυνατή φωνή: «Ήταν στην εξορία». Και τότε έπεσε αμήχανη σιωπή!
Το - πραγματικό - περιστατικό δείχνει την ατμόσφαιρα της εποχής. Στις παράνομες αντιστασιακές οργανώσεις μετείχαν μόνο μερικές εκατοντάδες άτομα ( οι ίδιοι υπολογίζουν περί τα 600) και στην κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου λίγες χιλιάδες νέοι. Οι υπόλοιποι ζούσαν τη ζωή των μακάρων.
Όταν έπεσε η χούντα βρέθηκαν δέκα εκατομμύρια αντιστασιακοί. Ίσως η απραξία της αδιάφορης έως και ευμενούς αποδοχής της χούντας, δημιούργησε την ενοχική αντίδραση και όλοι εμφάνιζαν εαυτούς κραυγαλέως αντιστασιακούς.
Στην πρώτη πορεία του Πολυτεχνείου εμφανίστηκε ένα εκατομμύριο κόσμος, που θα ήταν ικανός να ρίξει δέκα χούντες. Και έκτοτε μαζί με τα πανό, τα συνθήματα, την τσίκνα από σουβλάκια, άρχισε αυτό που με σαρκαστική πίκρα περιέγραψε στον στίχο της η - και- ποιήτρια της αμφισβήτησης, Κατερίνα Γώγου: «Η ζωή μας είναι η Πατησίων, πάνω κάτω η Πατησίων».
Δεν είναι θέμα μας οι πορείες έτσι όπως εκφυλίστηκαν, ούτε καν ότι τις υπερασπίζονται και αυτοί που ανακάλυψαν ότι η διαβολικότητα του Τραμπ είναι για καλό. Θέμα μας, ή μάλλον πρόβλημα, είναι η πορεία στην εποχή του κορονοϊού.
Ο αρμόδιος υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοΐδης σε δηλώσεις του δήλωσε: «Το 2020 δεν γιορτάσαμε την 25η Μαρτίου, την 28η Οκτωβρίου, δεν γιορτάσαμε το Πάσχα, δεν γιορτάσαμε τίποτα από όλα αυτά που μας ενώνουν. Άρα το ίδιο θα συμβεί και με το Πολυτεχνείο». Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας: «από την στιγμή που υπάρχει λοκντάουν δεν νοείται να γίνει καμιά άλλη πορεία, συμπεριλαμβανομένης και της πορείας για το Πολυτεχνείο».
Αμ δε… το ΔΣ του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών κάλεσε το λαό και τη νεολαία να πάρει μέρος στις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης για την 47η επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου του Νοέμβρη του 1973 και στην πορεία στην Αμερικάνικη πρεσβεία.
Αυτοί δικαιούνται «δια να ομιλούν». Δικαιούνται επίσης τόσα χρόνια να μην έχουν διακρίνει στην πορεία στην οποία καλούν, το πανηγυράκι και το κομματικό καπέλωμα που συνετέλεσθη από τους άκαπνους. Δικαιούνται επίσης να αναπολούν την νιότη και την αψηφισιά τους, και να παρηγορούνται ότι - και να προτρέπουν στο - «ο αγώνας συνεχίζεται».
Θα φανεί κυνική η προσέγγιση, αλλά εφόσον είναι ενεργά μέλη του Συνδέσμου και όχι επίγονοί τους (όπως γινόταν ως και πρόσφατα στη δεκαετία του 90 στη Θεσσαλονίκη, με την παρέλαση των πενηντάρηδων «Μακεδονομάχων» του αγώνα του 1904-8), και αφού το Πολυτεχνείο έγινε πριν 47 χρόνια, σημαίνει ότι όλοι τους ηλικιακά ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες!
«Το δίκιο του αγώνα» πολλά τους στέρησε τότε - τουλάχιστον σε όσους δεν το αξιοποίησαν πολιτικά - αλλά δεν θα έπρεπε να τους στερήσει την κρίση που προσδίδει η ωριμότητα.
Δεν περιμένει κανείς πολλά από τα κόμματα με τη δεδομένη ανωριμότητά τους. Πολιτικό μάρκετινγκ κάνουν, ψηφαλάκια ζητούν. Την ανώριμότητά τους την επέδειξαν με την πρόσφατη μάζωξη στο εφετείο εν μέσω θανατηφόρας πανδημίας, όπου παρεβρέθησαν οι πολιτικοί αρχηγοί της αντιπολίτευσης αλλά και… αντιπροσωπεία της ΝΔ!
Όμως ο λόγος του Συνδέσμου Αντιστασιακών είναι συμβολικά πρόσβαρος για την συγκεκριμένη ημέρα. Αν αυτοί έβγαζαν ανακοίνωση ότι φέτος δεν πρέπει να γίνει η πορεία, θα απονομιμοποιούσαν αρκετά όσους θα επιδοθούν στην μονότονη τελετουργία λόγων, στεφανιών, πορείας ως την πρεσβεία, και στην συνέχεια επεισόδια.
Γιατί φέτος το «αγωνιστικό» τελετουργικό δεν θα είναι μια ωδή στην περιώνυμη (και κατασκευασθείσα) αντιστασιακή συνείδηση και δράση του λαού. Θα είναι η ελεγεία της μετάδοσης του ιού, όπως είναι και κάθε συνάθροιση.
Γι’ αυτό δεν γιορτάσαμε τις εθνικές μας εορτές, γι' αυτό δεν ζήσαμε την ομορφιά του Πάσχα (ένθεοι και άθεοι), γι’ αυτό μαραζώνουν τόσα επαγγέλματα, γι’ αυτό χάνονται δουλειές, γι’ αυτό τόσος κόσμος μπαίνει στην ανέχεια, γι’ αυτό κλεινόμαστε στα σπίτια μας.
Και τιμούμε τους νεκρούς πρωτίστως προφυλάσσοντας τη ζωή. Όχι προσθέτοντας και άλλους.