Του Ανδρέα Ζαμπούκα
To Φεστιβάλ Αθηνών είναι ακόμα ένα δείγμα που φανερώνει τον δείκτη ωριμότητας της κυβέρνησης να χειριστεί τους θεσμούς. Από κόμπλεξ ιδεοληψίας έδιωξαν έναν επιτυχημένο διευθυντή, τον Γιώργο Λούκο, και πειραματίστηκαν με τον Γιαν Φαμπρ, χωρίς να έχουν προετοιμάσει την υποστήριξη της επιλογής τους. Στη συνέχεια, διόρισαν έναν πολύ καλό καλλιτέχνη, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, ως «ημέτερο» πρόσωπο, χωρίς και πάλι να υπολογίσουν τις προϋποθέσεις συνεννόησής του με τους υπόλοιπους της διοίκησης.
Εν τω μεταξύ, ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση, το υπόλοιπο διοικητικό συμβούλιο είχε την οποιαδήποτε σχέση με τον επικεφαλής του θεσμικού οργάνου. Έτσι, ούτε ο Φαμπρ, βρήκε πουθενά συμπαραστάτες ούτε ο Θεοδωρόπουλος συνεργάτες για να προχωρήσει στο έργο του.
Και τώρα, επιλέγουν από τα αζήτητα του πολιτικού περιθωρίου τον Γιάννη Μηλιό, «αντάρτη» και πρώην υπεύθυνο Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας του ΕΜΠ! Έναν άνθρωπο που δεν πείθει κανέναν για τις οποιεσδήποτε «αρετές» του στην διεύθυνση ενός καλλιτεχνικού θεσμού.
Το Φεστιβάλ και οι περιπέτειές του είναι δείγμα της φιλοσοφίας που υιοθετεί το πολιτικό σύστημα- όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ- για να διοικήσει τη χώρα. Έτσι ακριβώς, γίνεται παντού, καταδικάζοντας την καλοπροαίρετη διάθεση των ανθρώπων που έχουν όρεξη να προσφέρουν και να βοηθήσουν.
Κάθε περίπτωση κακοδιοίκησης έχει την «δραματουργία της» και τους κακούς ρόλους των εμπλεκομένων. Πρώτα η ηγεσία του υπουργείου. Επιλέγει πρόσωπα με κριτήριο την κομματική τους ταυτότητα, την επιρροή του στην κοινή γνώμη ή την εμφατική τους πορεία σε κάποιο χώρο. Μετά, η δομή του θεσμού που λειτουργεί κατακερματισμένος και χωρίς συνοχή των εκφραστών του. Τέλος, οι ίδιοι οι άνθρωποι που καλούνται να υπηρετήσουν την προσπάθεια. Γνωρίζουν από την αρχή, πως η συνεισφορά τους είναι εξατομικευμένη, μοναχική και πολλές φορές τυχοδιωκτική. Δεν περιμένουν πολλά και αποδέχονται τη θέση συνήθως από ματαιοδοξία ή –σε αρκετές περιπτώσεις- για εύκολο πλουτισμό.
Στην πραγματικότητα, είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις- συνήθως τυχαίες- όπου ένας leader με την ομάδα του, στρατεύεται στην υπηρεσία μιας προσπάθειας, προκειμένου να εξυγιάνει, να αναβαθμίσει ή να οργανώσει από την αρχή, έναν θεσμό ή μία υπηρεσία. Και κάπως έτσι, διοικείται ολόκληρη κοινωνία με τα αποτελέσματα της σήψης να είναι πλέον παντού ορατά.
Όσο τώρα, για τον Μηλιό, δεν άντεξε άλλη «ανταρσία» και προτίμησε να γλείψει κι αυτός το κόκαλό του, όσο ακόμα η «πρώτη φορά Αριστερά» βασιλεύει στη χώρα του νεποτισμού και της αναξιοπρέπειας.
Το σύστημα συνεχίζει να στελεχώνεται από εξατομικευμένες επώνυμες ή ανώνυμες περσόνες, που ακολουθούν την σύντομη προσωπική τους πορεία. Σαν να αναπτύσσονται πολλαπλά παράλληλα σύμπαντα γύρω από έναν πυρήνα ενέργειας που τα συντηρεί χωρίς να μπορεί ή να ενδιαφέρεται να τα ελέγξει.
Αυτό επομένως δεν είναι χώρα. Ένας ανερμάτιστος θίασος μονολόγων είναι που παίζουν στην «Επίδαυρο», επειδή επιλέχθηκαν από το κόμμα ή εκτιμήθηκε η «αγωνιστική» τους πορεία…