Των Παντελή Καμμά και Γιώργου Οικονομίδη*
Η κυβέρνηση ψήφισε πρόσφατα έναν νόμο που αλλάζει κάποια πράγματα στον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων. Η ψήφιση αυτών των νομοθετικών διατάξεων πυροδότησε έναν κύκλο αντιδράσεων από ομάδες φοιτητών και καθηγητών, που καταλήγουν στο αίτημα της πλήρους απόσυρσης του νόμου απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα υπάρξουν βίαιες αντιδράσεις, καταλήψεις και κοινωνική αναταραχή. Με τη ρητορική αυτή, έσπευσε να συνταχθεί κομμάτι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιφανή στελέχη της οποίας κάλεσαν τις διαμαρτυρόμενες ομάδες σε ανυπακοή, και υποσχέθηκαν «μια καινούρια Νέα Σμύρνη» κάθε εβδομάδα, εφόσον η κυβέρνηση δεν υποχωρήσει στα εν λόγω αιτήματα.
Στη δική μας αντίληψη, η διαφωνία, η διαμαρτυρία, ακόμα και η αντίδραση, μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια, είναι όχι μόνο αποδεκτές αλλά και απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να υπάρξει πεδίο ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης και γόνιμης κριτικής. Μόνο έτσι πηγαίνουν μπροστά οι κοινωνίες. Συνεπώς, η πολιτική διαφωνία και η συνεπακόλουθη αντιπαράθεση προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το ερώτημα ωστόσο που ανακύπτει είναι ποιο είναι το κοινωνικά αποδεκτό εύρος κλιμάκωσης της όποιας διαφωνίας και μέσα από ποιους μηχανισμούς η κοινωνική διαμαρτυρία είναι δυνατό να μετουσιωθεί τελικά σε ωφέλιμη πολιτική πράξη.
Οι σύγχρονες κοινωνίες τα ερωτήματα αυτά τα έχουν απαντήσει προ πολλού. Μέσα από τα θεσμικά αντίβαρα, που θέτουν περιορισμούς στην εκτελεστική εξουσία, ελέγχεται το κατά πόσο ένα νομοθέτημα είναι συμβατό με τον συνταγματικό χάρτη.
Και μετά; Μετά δεν υπάρχει περιθώριο αλλαγής; Υπάρχει, αλλά με συντεταγμένο πάλι τρόπο που δεν είναι άλλος από την κορωνίδα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δηλαδή τις εκλογές και την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην άσκηση κρατικής εξουσίας.
Εργαζόμενοι στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επί περίπου είκοσι έτη μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι, για κάθε έναν διαμαρτυρόμενο φοιτητή, υπάρχουν πολλαπλάσιοι φοιτητές που ασφυκτιούν και ανέχονται τη βία που ασκείται πάνω τους από τους κάθε λογής «ακτιβιστές» που δήθεν υπερασπίζονται το «πανεπιστήμιό τους», αγνοώντας, ηθελημένα προφανώς, ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο – και ο δημόσιος χώρος εν γένει - δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Για κάθε έναν «ακτιβιστή» καθηγητή, υπάρχουν πολλαπλάσιοι καθηγητές που ντρέπονται για την κατάσταση στη οποία έχουν περιέλθει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, και ανέχονται, σιωπηρά και πάλι, τη μιζέρια στην οποία αυτά έχουν καταδικαστεί από την αλλοπρόσαλλη πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Όποτε το ερώτημα είναι, γιατί όλοι αυτοί σιωπούν; Μήπως σιωπούν επειδή δειλιάζουν; Μήπως επειδή φοβούνται; Μήπως τέλος, επειδή θεωρούν μάταιη κάθε αντίδραση απέναντι σε ένα status quo που έχει διαμορφωθεί και εδραιωθεί εδώ και δεκαετίες;
Ίσως σιωπούν για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά ίσως και επειδή πιστεύουν ότι ο δημοκρατικός μηχανισμός λήψης αποφάσεων αποτελεί τον μοναδικό αποδεκτό τρόπο μετουσίωσης των αντικρουόμενων πολιτικών προτιμήσεων σε νόμιμες και αποδεκτές πολιτικές πράξεις.
Τι θα συνέβαινε άραγε αν όλοι αυτοί, που αποτελούν τη σιωπηρή πλειοψηφία, προχωρούσαν σε «απεργία πείνας» ή καταλάμβαναν δημόσια κτίρια με αίτημα τη μη απόσυρση του νόμου;
Τι θα συνέβαινε άραγε αν όλοι αυτοί προκαλούσαν βίαια επεισόδια σε καθημερινή βάση, διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο την ικανοποίηση του αιτήματός τους;
Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης; Πώς θα επιλυόταν τότε το ζήτημα;
Το 2011, επί κυβερνήσεως Παπανδρέου, ψηφίστηκε από τα 3/4 των μελών του κοινοβουλίου ο Νόμος Διαμαντοπούλου για την ανώτατη εκπαίδευση. Ο νόμος αυτός, μολονότι το ξήλωμά του άρχισε νωρίτερα, αντικαταστάθηκε από έναν νόμο –εντελώς ακατάλληλο σύμφωνα με μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας–, ο οποίος ψηφίστηκε από την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Μολονότι πλήθος ακαδημαϊκών και μη προειδοποιούσε για τις ολέθριες συνέπειες στα ακαδημαϊκά πράγματα του «νόμου Γαβρόγλου», εντούτοις όλοι όσοι εργαζόμαστε στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τον εφαρμόσαμε, διότι αυτό επιτάσσει η αρχή της δημοκρατικής λειτουργίας και ο σεβασμός στο Σύνταγμα της χώρας και στους νόμους. Ήταν ένας νόμος κακός μεν, συνταγματικός δε, ψηφισμένος από τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του τόπου.
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν τουλάχιστον στο ελάχιστο. Εάν η αντιπολίτευση επιθυμεί να αλλάξει τις νομοθετικές διατάξεις που προώθησε πρόσφατα η κυβέρνηση για την εκπαίδευση, μπορεί να το κάνει μόνο με έναν τρόπο. Αυτόν που περιγράφουν οι κανόνες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οποιαδήποτε άλλη ρητορική, πολύ περισσότερο δε πρακτική, αντίκειται στη φύση του πολιτεύματος και τις αρχές μία ευνομούμενης και συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας.
* Οι Παντελής Καμμάς και Γιώργος Οικονομίδης είναι επίκουρος καθηγητής και καθηγητής αντίστοιχα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών