Δεν είναι έγκλημα πάθους. Δεν είναι έγκλημα έρωτα. Δεν θόλωσε ξαφνικά. Δεν τον θύμωσε κάτι αίφνης. Δεν έκανε εκείνη τίποτα. Τη σκότωσε γιατί μπορούσε. Ήταν η γυναίκα του, η μητέρα του παιδιού του, η ιδιοκτησία του. Τη δολοφόνησε εν ψυχρώ, όπως το είχε προσχεδιάσει.
Το θύμα ήθελε να φύγει, όμως δεν πρόλαβε. Αλλά, δεν φταίει αυτό. Τίποτα δεν φταίει, πέρα από το (πατριαρχικό) μυαλό του. Δεν τη σκότωσε επειδή την αγαπούσε. Τη σκότωσε γιατί δεν την αγαπούσε- και μάλλον δεν την αγάπησε ποτέ.
Δεκατεσσάρων ετών η Καρολάιν κι εκείνος 27, τη γοήτευε πετώντας με το ελικόπτερο πάνω από το σχολείο της. Εκείνη, ανήλικη, εκείνος «πιλότος». Αεροταξιτζής κατά κυριολεξία, αλλά ποιος δίνει σημασία στη λεπτομέρεια; Εδώ δεν δόθηκε σημασία στο ότι ένας 27χρονος πολιορκούσε μια 14χρονη. Μας λένε κάτι οι ηλικίες;
Στα 15 την παρουσίαζε ως κατάκτησή του, κάπου στα 18- υποθέτω- ενήλικη πλέον, την έβαλε να τον παντρευτεί στην Πορτογαλία, επειδή αντιδρούσε η μάνα της. Τώρα ρωτάνε όλοι πώς δεν έκανε τίποτα αυτή η μάνα πριν. Αλήθεια; Ξέρει κανείς πόσο προσπάθησε; Ξέρουμε πώς αντιδρούσε και άκουγε ή δεν άκουγε ένα κορίτσι στην εφηβεία με όλες τις «επαναστάσεις» που κάνουμε όλοι σε εκείνη την ηλικία; Η μάνα φταίει ή ο δολοφόνος;
Στα 18 έμεινε έγκυος, αλλά το μωρό δεν ήρθε ποτέ. Και αντί να την αφήσει να ξεκουραστεί, να αναλάβει ως γυναίκα αλλά και ως προσωπικότητα, έκαναν ένα κοριτσάκι πάρα πολύ σύντομα. Τη μικρή Λυδία, που ακόμη δεν έχει χρονίσει.
Αυτό το παιδί που τόσο ψυχρά άφησε πάνω στο νεκρό σώμα της δολοφονημένης μητέρας του για να τον λυπηθούν οι αστυνομικοί. Σκότωσε και το σκυλάκι της, που η Καρολάιν είχε πάρει από καταφύγιο αδέσποτων. Παράπλευρη απώλεια, ώστε να μειώσει τις υποψίες.
Πριν φτάσει στο έγκλημα, την είχε αποκόψει από τους πάντες, δεν την άφηνε, στην ουσία, να συνεχίσει τις σπουδές της. Δεν σεβάστηκε τις φιλίες της. Δεν ασχολήθηκε με την επιλόχεια κατάθλιψή της παρά μόνο για να την καθυποτάξει. Και είχε κάμερες μέσα στο σπίτι. Έξι, διαβάσαμε κάπου. Επειδή το κορίτσι δεν έπρεπε ούτε να αναπνέει χωρίς να το μαθαίνει. Υπάρχει ίχνος αγάπης σε όλα αυτά;
Τυπική περίπτωση χειριστικού ατόμου, που δημιουργεί και τροφοδοτεί μια κακοποιητική σχέση, θα πουν οι ψυχολόγοι. Και εδώ, μιλούν τα στοιχεία.
Κατά μέσον όρο, 137 γυναίκες ανά τον κόσμο δολοφονούνται καθημερινά από τον σύντροφό τους ή από κάποιον συγγενή τους, σύμφωνα στοιχεία που δόθηκαν είχαν δημοσιότητα από την Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα το 2018, προ πανδημίας. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «το σπίτι είναι το πιθανότερο μέρος διάπραξης εγκλήματος εις βάρος μιας γυναίκας».
Περισσότερες από τις μισές από τις 87.000 γυναίκες που δολοφονήθηκαν το 2017 φέρεται ότι έπεσαν νεκρές από τα χέρια των πιο στενών τους ανθρώπων. Από αυτές, σχεδόν 30.000 σκοτώθηκαν από τον σύντροφό τους και άλλες 20.000 από έναν συγγενή τους.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι περισσότερα από 8 από τα 10 θύματα ανθρωποκτονιών που διαπράχτηκαν μεταξύ συντρόφων, ήταν γυναίκες. «Η βία από κάποιον σύντροφο συνεχίζει να έχει δυσανάλογα βαρύ τίμημα εις βάρος των γυναικών», αναφέρεται στην έκθεση.
Είτε το πούμε «γυναικοκτονία» όπως θέλουν οι φεμινίστριες, είτε όχι, το έγκλημα επαναλαμβάνεται διαρκώς και πάντοτε ύστερα από κλιμάκωση μιας κακοποιητικής σχέσης. Ξεκινά με μια σκηνή ζήλειας ή επίθεσης, στιγμιαίας, και φτάνει μέχρι την σωματική ή/ και ψυχική κακοποίηση. Δεν είναι λίγες οι φορές που καταλήγει σε αφαίρεση ζωής.
Και τι κάνουν οι γυναίκες; Θα ρωτήσετε. Οι γυναίκες πολλές φορές δεν κάνουν καν προσπάθεια, γιατί δεν έχουν τη δύναμη. Δεν έχουν κάποιον να τις βοηθήσει. Κάποιον να τους εξηγήσει ότι όχι, δεν φταίνε εκείνες επειδή το παιδί έκλαψε και ο αφέντης ξύπνησε, επειδή κάνει κρύο ή ζέστη, ότι κανείς δεν μπορεί να τις κακομεταχειρίζεται «με λόγο» ένα φαγητό με πολύ ή λίγο αλάτι, έναν κόκκο σκόνης που βρέθηκε, ένα πουκάμισο που δεν πλύθηκε στην ώρα του, δηλαδή χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
Ακόμη και όσες βρίσκουν τη δύναμη να αντιδράσουν, για να ξεφύγουν πρέπει να το επιχειρήσουν κατά μέσο όρο επτά φορές, λένε οι στατιστικές. Ποια αντέχει να ζει με αυτές τις «αποτυχίες» που δυσκολεύουν την επόμενη φορά; Και πόσο σίγουρη μπορεί να είναι ότι σώθηκε εκείνη και τα παιδιά της; Στη Μακρινίτσα, στην Κρήτη, στην Αγία Βαρβάρα είχαν φύγει. Τις σκότωσαν όμως.
Επειδή οι νόμοι δεν είναι αυτοί που πρέπει, επειδή ενδεχομένως η νοοτροπία των αρχών δεν είναι αυτή που πρέπει, επειδή η κοινωνία έχει μάθει να δέχεται αν όχι και να δικαιολογεί τις δολοφονίες. Που είναι η κορυφή του παγόβουνου μέσα στην τόσο διαδεδομένη όσο και «αόρατη» οικογενειακή βία.
Αντί, λοιπόν, να λέτε «στο πρώτο χαστούκι να φεύγετε» στο οποίο θύμα, δοκιμάστε να κόβετε τα χέρια του κάθε θύτη. Το διάβασα στο Facebook μαζί με χιλιάδες άλλα και με βρίσκει σύμφωνη. Όπως και το παρακάτω σπαρακτικό κείμενο:
«Είναι πολύ δύσκολη λέξη το "Φύγε" όταν πρόκειται για σχέση κακοποιητική. Ο άντρας θύτης δεν θα αφήσει ποτέ εύκολα να ξεφύγει η λεία του, κόπιασε για αυτήν.
Αν κάτι μας σοκάρει πιο πολύ δεν είναι πως αυτά τα έκανε ο Μπάμπης, αλλά πως αυτά τα έκανε ο όμορφος, νεαρός πιλότος που "ερωτεύτηκε" την όμορφη 14χρονη. Το τέρας είναι ένας από μας, αυτό μας σοκάρει. Το ερώτημα είναι ένα, είναι όντως ένας από μας; Σε ποιον ή ποια πρέπει τελικά να δείχνουμε την αλληλεγγύη μας. Όσο κι οι δυο είναι ζωντανοί.»