Του Δημήτρη Καμπουράκη
Συνομίλησα με Σκοπιανό συνάδελφο, με τον οποίον είχα διατηρήσει κάποια εκ' του μακρόθεν επαφή από τον καιρό του 2008 και του βέτο του Βουκουρεστίου. Τότε φαινόταν υπέρμαχος των σκληρών θέσεων του Γκρούεφσι, τώρα τον είδα μάλλον να κλείνει υπέρ του Ζάεφ. Φαίνεται ότι αυτά συμβαίνουν κι αλλού, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μου είπε ενδιαφέροντα και αλλόκοτα (για το δικό μου μυαλό) πράγματα. Τα μεταφέρω προς ενημέρωση, δίχως σχολιασμό…
Πρώτα απ' όλα, διατύπωσε την πίστη του ότι θα υπάρξει κατάληξη στις συνομιλίες. Αυτό δεν το στηρίζει τόσο σε δημοσιογραφικές πληροφορίες (που τις μαθαίνουμε την ίδια στιγμή κι εδώ κι εκεί) αλλά στις πιέσεις του ξένου παράγοντα προς τις δυο χώρες. Ζώντας σε μια μικρή και αδύναμη χώρα, με μετακομμουνιστικό μάλιστα καθεστώς, ο συνομιλητής μου κυριολεκτικά θεοποιεί τις ικανότητες των μεγάλων διεθνών δυνάμεων όταν αυτές αποφασίσουν να επιβάλλον κάτι στους μικρούς. Στην πραγματικότητα, θεωρεί την πολιτική βούληση που επιδεικνύουν ο Ζάεφ και ο Τσίπρας, όχι τόσο δική τους επιλογή όσο απότοκο των αφόρητων πιέσεων που δέχονται.
Στην ερώτηση μου αν είναι διατεθειμένοι ν' αλλάξουν το όνομα του κράτους τους, η απάντηση του ήταν κυριολεκτικά αφοπλιστική. «Τον περισσότερο κόσμο εδώ, δεν τον ενδιαφέρει πως θα λεγόμαστε στα χαρτιά. Αυτό που θέλουμε είναι να ξεφύγουμε από την φτώχεια. Το ΝΑΤΟ και κυρίως η ΕΕ είναι η μόνη λύση για μας. Ας ξεμπλοκαριστεί λοιπόν η είσοδος μας σ' αυτούς τους δυο οργανισμούς και το όνομα είναι δευτερεύον για μας. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν γράψουν στα χαρτιά για την ονομασία του κράτους μας, εμείς θα λέμε τους εαυτούς μας Μακεδόνες και ο έξω κόσμος θα μας φωνάζει Μακεδόνες. Δεν θ' αλλάξει αυτό.» Στην ερώτηση μου «κι αν λείπει εντελώς το όνομα Μακεδονία από την ονομασία σας;» η απάντηση του ήταν απλή: «Αυτό δεν είναι πάνω στο τραπέζι, γιατί το ρωτάς;»
Την συζήτηση περί «Μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας που γίνεται στην Ελλάδα, ο συνομιλητής μου φάνηκε να μην την καταλαβαίνει διόλου. «Εντάξει, δεν καταγόμαστε από τον Μέγα Αλέξανδρο, αυτό ήταν μια υπερβολή των προηγούμενων από την οποία πήραμε αποστάσεις. Αλλά είμαστε Μακεδόνες. Ζούμε εδώ από τον 6ο-7ο αιώνα, τι είμαστε δηλαδή; Κι αφού ζούμε στην Μακεδονία από τότε, νιώθουμε Μακεδόνες και μιλάμε Μακεδονικά. Μπορείτε εσείς να μας υπαγορεύσετε πως θα αισθανόμαστε και πως θα ονομάζουμε την γλώσσα που μάθαμε απ' τη μάνα μας; Τι σας νοιάζει εσάς στο τέλος-τέλος;» Στην απάντηση μου ότι μας νοιάζει διότι υποκρύπτει αλυτρωτισμό, άρα απειλή, η αντίδραση του ήταν ένα γέλιο κι ένα «come on… what is this;»
Στην συνέχεια έθεσε κι άλλο ένα ζήτημα, που στην δική μας εσωτερική συζήτηση το αγνοούμε παντελώς: «Δεν καταλαβαίνω την αντίδραση της Ελλάδας. Θα 'πρεπε να μας υποστηρίζετε ως Μακεδόνες, αντί να μας πολεμάτε.» Στην ειλικρινή απορία μου, γιατί θα 'πρεπε να τους υποστηρίζουμε, μου απάντησε: «Μα αν εξαφανιστούμε εμείς ως Μακεδονική οντότητα, τότε θα κυριαρχήσουν πλήρως οι Αλβανοί στο κράτος μας. Θα μας κολλήσουν στην Αλβανία και στο Κόσσοβο και θα 'χετε απέναντι σας μια μεγάλη Αλβανία που έχει βλέψεις εναντίον σας. Ενώ εμείς τι βλέψεις να έχουμε; Μικροί, φιλήσυχοι και αδύναμοι είμαστε. Δεν καταλαβαίνω, αυτό θέλετε;»
Επίσης διατύπωσε την πεποίθηση πως αν γίνει δημοψήφισμα, ο Ζάεφ θα το κερδίσει. «Είναι τόσο μεγάλες οι ελπίδες μας για πλούτο από τον ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που ο κόσμος θα αποδεχθεί όποια συμφωνία υπογράψει η κυβέρνηση μας. Εξάλλου, αν οι Αμερικανοί δουν ότι κινδυνεύει μια συμφωνία να καταψηφιστεί από μας, θα διασπάσουν το VMRO (!)». Ομολογώ ότι αυτό το τελευταίο με άφησε άναυδο, τόσο για την ουσία του, όσο και για την άνεση με την οποία ο συνομιλητής μου αποδέχεται την ξένη επέμβαση σε τόσο βαθιά εσωτερικά τους ζητήματα. Ενίοτε και για τα παραμύθια που τους πλασάρουν στο εσωτερικό τους κι αυτοί τα πιστεύουν.
Τέλος, μου είπε και κάτι ακόμα που με ξάφνιασε αρνητικά: «Την Ελλάδα την συμφέρει να φθάσουμε σε συμφωνία και για έναν ακόμα λόγο. Είτε θα μπούμε στην ΕΕ και θα ενταχθούμε στην ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για τους μετανάστες, είτε θα μας υποχρεώσετε να φτιάξουμε ξεχωριστή συμμαχία με την Αυστρία και την Ουγγαρία για να προφυλαχτούμε από τα μεταναστευτικά ρεύματα. Είμαστε πολύ φτωχοί για να επιτρέψουμε έστω και σε έναν μετανάστη να εγκατασταθεί ή να περάσει απ' το έδαφος μας. Αν πάρουμε ευρωπαϊκά λεφτά, τότε να το ξαναδούμε.»