Τι γίνεται με τις εταιρείες των υποδομών που φεύγουν από τα ευρωπαϊκά χέρια;

Συζητώντας στη χθεσινή ραδιοφωνική εκπομπή με τον Άρη Πορτοσάλτε, με αφορμή τις κυρώσεις των στενών συνεργατών του προέδρου Πούτιν ετέθη το ερώτημα σχετικά με το θέμα των επενδύσεων του Ιβάν Σαββίδη και το μέλλον τους. Η απάντηση θα έρθει προφανώς από τις Βρυξέλλες και η κυβέρνηση θα πράξει τα δέοντα.

Οι Βρυξέλλες θα εκδώσουν μια λίστα με τα ονόματα των επιχειρηματιών που εκτιμάται ότι αποτελούν το στενό περιβάλλον του Κρεμλίνου και θα προτείνουν μια σειρά από μέτρα εις βάρος τους, τα οποία θα κληθεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση.

Ωστόσο, το θέμα δεν είναι να εστιάσουμε στο στενό πλαίσιο του ΟΛΘ, δηλαδή του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης. Το θέμα είναι να προσεγγίσουμε το ευρύτερο θέμα των αποκρατικοποιήσεων των υποδομών της χώρας. Αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, δεν υπήρχε συγκεκριμένη εθνική στρατηγική στον τομέα διαχείρισης των υποδομών.

Δεν είχαν δοθεί ποτέ απαντήσεις, σε κομβικά ερωτήματα όπως: Ποιες υποδομές διατηρούμε; Ποιες υποδομές μεταβιβάζουμε; Πότε τις μεταβιβάζουμε; Με ποιες διαδικασίες τις αποκρατικοποιούμε; Σε ποιους τις μεταβιβάζουμε; Με ποιους όρους τις ιδιωτικοποιούμε; Τι περιμένουμε από τους αγοραστές / επενδυτές; Ποιες συνέργειες θα ακολουθήσουν; Έχουμε κοινά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά με τους αγοραστές;

Εξετάζουμε μήπως οι υποδομές που θα καταλήξουν σε χέρια τρίτων, χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς; Εξετάζουμε κατά πόσο οι αγοραστές, εντάσσουν την επένδυση τους, στα πλαίσια των δικών τους γεωπολιτικών σχεδίων; Και τέλος, ποιους υποψήφιους αγοραστές αφήνουμε έξω από το «παιχνίδι»;

Μια σειρά ερωτημάτων που θα έπρεπε να είχαν απαντηθεί σε εθνικό επίπεδο πριν ξεκινήσει η διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων των υποδομών της χώρας. Πριν καν σχεδιαστεί ο χρονικός ορίζοντας, με την πολυτέλεια του χρόνου να είναι στον πλευρό μας. Διότι αν δεν καταφέρεις να αποκρατικοποιήσεις τις υποδομές καθ’ όλη τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, είναι πολύ πιθανόν να κληθείς να το πράξεις κάτω από την πίεση χρόνου, μέσα σε ένα πτωτικό εκβιαστικό περιβάλλον.

Και φυσικά δεν είναι δυνατόν να αποτελούν μέρος αυτού του εθνικού σχεδιασμού, ούτε οι αντιπολιτευτικές κραυγές, ούτε οι απειλές κατά των επενδυτών, ούτε οι δηλώσεις περί προδοσίας και ξεπουλήματος. Δεν είναι δυνατόν να αποτελούν μέρος της εθνικής στρατηγικής και προσπάθειας, οι απειλές του Αλέξη Τσίπρα προς τους επενδυτές, ότι θα χάσουν τα λεφτά τους αν επενδύσουν στην Ελλάδα.

Ή οι κατηγορίες περί ξεπουλήματος, όταν ειδικά υπάρχει περίπτωση στην οποία η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, πώλησε εταιρεία στο 1/5 της τιμής, που είχε επιτύχει η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά.

Δεν είναι δε τυχαίο, ότι όσες αποκρατικοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν εν μέσω συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων και διαδικασιών επαναστατικού οίστρου απέτυχαν να προσελκύσουν επιχειρηματικούς ομίλους από την Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Έτσι ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) κατέληξε στην κρατική κινεζική εταιρεία Cosco και ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ) αρχικά στο εταιρικό σχήμα «DIEP-Belterra Investments Ltd-Terminal Link SAS» και ακολούθως μετά την υποχρεωτική δημόσια πρόταση, στο σχήμα των "Belterra Holdings Ltd", "Melbery Ltd" και "South Europe Gateway Thesaloniki-SEGT». Και φυσικά όλα έγιναν, σύμφωνα με το γράμμα το νόμου και του νομικού πλαισίου της εποπτεύουσας αρχής, που είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Σήμερα διαμορφώνεται μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα κλίμα «οχύρωσης» των υποδομών και των τεχνολογιών αιχμής, απέναντι σε επιχειρηματικά σχήματα, που είτε είναι κρατικές οντότητες της Κίνας, είτε βρίσκονται κοντά στο περιβάλλον Πούτιν.

Τα παραδείγματα των deals, που οδήγησαν στη μεταβολή της τακτικής που κρατούσε η ΕΕ απέναντι σε τρίτους επενδυτές είναι αρκετά. Ένα παράδειγμα είναι οι ρωσικού επιχειρηματικού ενδιαφέροντος χώροι αποθήκευσης φυσικού αερίου, που βρέθηκαν με ιδιαίτερα χαμηλή εν μέσω της ενεργειακής κρίσης.

Άλλο είναι η εξαγορά μόλις πριν από λίγες εβδομάδες του διυλιστηρίου PCK στην περιοχή Σβεντ του Βρανδεμβούργου, από τη ρωσική Rosneft. Ένα άλλο είναι η ακολουθία εξαγορών γερμανικών εταιρειών ρομποτικής και τεχνολογίας από κρατικούς κινεζικούς ομίλους. Αλλά και στα δικά μας, έχουμε τη συμμετοχή κατά 24% της κινεζικής κρατικής εταιρείας State Grid στον ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), που έχει δημιουργήσει ουκ ολίγα προβλήματα στην άσκηση της διοίκησης της εταιρείας.

Έτσι παρακολουθούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση να θέτει βέτο στη συμμετοχή της κινεζικής Huawei, στην ανάπτυξη της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας 5G. Παρακολουθούμε τη Γερμανία να μπλοκάρει όλες τις εξαγορές εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας, ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης από αντίστοιχες κινεζικές.

Και αυτή την εβδομάδα, γινόμαστε μάρτυρες της ηχηρής αποχώρησης μιας σειράς ενεργειακών εταιρειών όπως είναι η BP, η Shell, η TotalEnergies και άλλες, από το μετοχικό κεφάλαιο ή από joint ventures ή εξορυκτικές δραστηριότητες ρωσικών επιχειρήσεων.

Ορθώνει άραγε η Ευρώπη τείχη, απέναντι στην Κίνα και στη Ρωσία; Προχωράει σε σύστημα προστατευτισμού των υποδομών της και της τεχνολογίας της; Η αλήθεια είναι ότι εισερχόμαστε σε μια περίοδο σκεπτικισμού, μετά από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, από τις απειλές κατά χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την υιοθέτηση μιας φρασεολογίας από την πλευρά της Μόσχας, που διαρρηγνύει τον ιστό της επιχειρηματικής και εμπορικής συνεργασίας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Για να επανέλθουμε ξανά στα δικά μας, το σχέδιο της αποκρατικοποίησης των επόμενων υποδομών της χώρας θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο, απαλλαγμένο από δικαστικές, αρχαιολογικές ενστάσεις και κενά. Θα πρέπει να είναι ανοικτό σε όλους.

Έτσι ώστε από τη μια πλευρά να μην αποθαρρύνονται ομάδες και κατηγορίες πιθανών επενδυτών, αλλά και από την άλλη να είναι προκαθορισμένο το ποιοι αποκλείονται. Οι κανόνες και η διαφάνεια είναι το άλφα και το ωμέγα, σε αυτές τις διαδικασίες.