Του Παύλου Ελευθεριάδη
Ότι ο κ. Τσίπρας κάνει στροφή προς την φιλο-ευρωπαϊκή κεντροαριστερά είναι προφανές. Αρκεί να συγκριθεί η πρόσφατη ομιλία του για την ψήφο εμπιστοσύνης (15.01.2019) με την αντίστοιχη ομιλία στην αρχή της θητείας του (05.02.2015) στον ίδιο χώρο για το ίδιο αντικείμενο, πριν ακριβώς τέσσερα χρόνια. Ο Πρωθυπουργός είχε τότε αποδώσει την οικονομική κρίση στην «μνημονιακή βαρβαρότητα». Είχε επίσης καταδικάσει το πρόγραμμα λιτότητας για το οποίο είχε πει ότι: «γνωρίζαμε ότι με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει όχι σε μια παροδική ύφεση, αλλά σε μια μακροχρόνια βλάβη των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας και σε μια πρωτοφανή συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Πρωθυπουργός έχει αλλάξει εντελώς γνώμη τόσο για τα αίτια της κρίσης, όσο και για την θεραπεία της. Αποδίδει την οικονομική κρίση όχι πια στα «βάρβαρα» μνημόνια, αλλά στο «πελατειακό σύστημα, στη γενικευμένη φοροδιαφυγή, τη γενικευμένη διαφθορά, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, τη διαπλοκή οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, τη διαρκή διεύρυνση των ανισοτήτων, την απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών». Έγινε κι αυτός Ποτάμι, έστω και με καθυστέρηση.
Ο Πρωθυπουργός, περηφανεύεται μάλιστα για το γεγονός ότι η λιτότητα ήταν τελικά η σωστή θεραπεία και ότι η δική του λιτότητα ήταν η πιο καλή από όλες. Γι αυτό επιχαίρει που η Ελλάδα έκανε, λέει, «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μετά από την δική του, πολύ καλή, λιτότητα. Τα μνημονιακά προγράμματα, που ο κ. Τσίπρας πολέμησε με αγριότητα, ήταν τελικά σωστά.
Ένα πράγμα βέβαια παραμένει σταθερό. Όπως και και το 2015, ο κ. Τσίπρας χειρίζεται την αλήθεια με ελαστικότητα. Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα «εκτός μνημονίων», όπως ισχυρίζεται. Χρειαζόμαστε ακόμα για την επιβίωσή μας το λεγόμενο «μαξιλάρι». Αυτά όμως δεν είναι δικά μας χρήματα, αλλά χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Άρα και το λεγόμενο «μαξιλάρι» είναι ουσιαστικά παράταση της οικονομικής βοήθειας, μια «πιστοληπτική γραμμή» με άλλο όνομα.
Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτό που ήταν το 2015. Η έξαλλη, εθνολαϊκιστική και αντι-ευρωπαϊκή ρητορική είναι πια παρελθόν. Αν το 2015 ο κ. Τσίπρας ήταν πιο κοντά στην Χρυσή Αυγή στις πλατείες και αλλού, σήμερα είναι πιο κοντά στο Κίνημα Αλλαγής, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η ρητορική – πάντα επιθετική - έχει αντικατασταθεί από έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη, τη διαφθορά και τις παροχές προς τους φτωχότερους. Γι αυτό οι επιθέσεις της αντιπολίτευσης στον Τσίπρα του 2015 είναι σήμερα άσφαιρες.
Σωστά, λοιπόν, ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης παρατηρεί ότι ο κ. Τσίπρας έχει κάνει σημαντική στροφή, αποδεχόμενος έναν ιστορικό συμβιβασμό με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ο κ. Μαραντζίδης προχωρά όμως και ένα βήμα παραπέρα. Παρομοιάζει την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ με την αντίστοιχη μεταστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου, και αντίστοιχων σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, και προτείνει στις προοδευτικές δυνάμεις να αποδεχθούν τον Σύριζα ως σύμμαχό τους.
Αρκεί αυτή η ριζική όσο και παράδοξη μεταστροφή, για να φέρει τον ΣΥΡΙΧΖΑ κοντά στον προοδευτικό χώρο; Οφείλουμε μήπως όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως προοδευτικοί πολίτες ή τουλάχιστον μη «Δεξιοί», να δούμε τον Σύριζα ως πιθανό σύμμαχο, ενώ ήταν ο κύριος πολιτικός αντίπαλός μας όταν προσπαθούσαμε την περίοδο 2010-2015 να κρατήσουμε την Ελλάδα στην Ευρώπη;
Όσοι φίλοι το πιστεύουν αυτό, κάνουν τεράστιο λάθος. Φυσικά, το τί είναι προοδευτικό και τι συντηρητικό εξαρτάται από τις συνθήκες κάθε κράτους χωριστά. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ οι συντηρητικοί είναι υπέρ του μικρού κράτους, ενώ στην Γαλλία, οι συντηρητικοί είναι υπέρ του μεγάλου κράτους. Ο πυρήνας των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, είναι όμως σήμερα κοινός σε όλα τα μέρη του Δυτικού κόσμου: βασίζεται σε τρεις αφηρημένες αλλά ξεκάθαρες παραδοχές.
Πρώτον, την αφοσίωση στις αξίες του Διαφωτισμού για την ασυμβίβαστη αναζήτηση της αλήθειας με τις μεθόδους της επιστήμης, για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκείας χωρίς περιορισμούς αλλά και την εμπιστοσύνη στην ικανότητά μας ως πολίτες να αλλάζουμε τον κοινωνικό μας κόσμο προς το καλύτερο, ενάντια στις προκαταλήψεις, την προγονοπληξία και τον σκοταδισμό.
Δεύτερον, την αξία της ελευθερίας, με έμφαση στους θεσμούς του δικαίου που προστατεύουν όλους από την κυριαρχία των ισχυρών και την απειλή της βίας και άρα την αφοσίωση στις αρχές του δημοκρατικού συνταγματισμού.
Τρίτον, την φροντίδα για την ισότητα, ώστε όλοι να έχουμε ευκαιρίες να ζήσουμε την ζωή που επιλέγουμε, με την στήριξη και αλληλεγγύη των άλλων. Κλειδί για την ισότητα είναι το κοινωνικό κράτος που χρηματοδοτείται από προοδευτική φορολογία και προστατεύει όλους μας και ιδίως τα παιδιά από την ακραία φτώχεια, δίνοντας σε όλους ευκαιρίες για ποιοτική εκπαίδευση και δίχτυ ασφαλείας στην υγεία.
Αυτές είναι οι τρεις απλές αρχές μιας προοδευτικής πολιτικής. Είναι κοινές στα κεντρώα, φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης αλλά και σε πολλά κεντροδεξιά - όπως αρμόζει σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Ο Σύριζα, όμως, ούτε στην θεωρία, αλλά ούτε και στην πράξη προστατεύει αυτές τις αξίες, τις καταδικάζει μάλιστα σχεδόν καθημερινά ως «νεοφιλελεύθερες» φενάκες. Είναι μάλιστα σημαντικό να προσθέσουμε ότι ούτε και το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου προστάτευσε την ελευθερία και την ισότητα αποτελεσματικά στην πράξη - άρα σε αυτό είναι εν μέρει σωστός ο παραλληλισμός που κάνει ο κ. Μαραντζίδης.
Τα χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το ΠαΣοΚ η Ελλάδα βελτιώθηκε πολύ, ιδίως τα χρόνια του Κώστα Σημίτη. Παρέμεινε όμως παραγωγικά ισχνή, θεσμικά αδύναμη και κοινωνικά άδικη, με παιδεία που καρκινοβατούσε. Ακόμα και το 2007, πριν ξεσπάσει η κρίση, η Ελλάδα ήταν μια από τις πιο άνισες χώρς της Ευρώπης, με τεράστιες διαφορές στις οικονομικές και εκπαιδευτικές ευκαιρίες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Η δημόσια διοίκηση παραδόθηκε στο πελατειακό κράτος. Η διαφθορά – είτε από ολιγάρχες, είτε από ισχυρές κοινωνικές ομάδες – κατέτρωγε την οικονομία μας.
Είναι λάθος λοιπόν να λέμε ότι η στροφή – αν πράγματι γίνεται – του κ. Τσίπρα σε έναν πιο ήπιο λαϊκισμό και μια ρηχή προοδευτικότητα, όπως αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου, θα ήταν κάποια λύση για την Ελλάδα. Δεν θα ήταν καμία λύση, ακριβώς όπως και δεν ήταν την δεκαετία του 80. Όσοι πιστέυουν ότι ένας σχετικά πολιτισμένος λαϊκισμός θα ήταν σήμερα κάτι προοδευτικό, δεν έχουν καταλάβει πόσο πίσω έχει μείνει η Ελλάδα και πόσο βαθιά είναι η κρίση που την μαστίζει.
Η πραγματική προοδευτική στροφή της Ελλάδας απαιτεί αλλαγές τόσο ριζικές στην κοινωνία και οικονομία, τόσο δύσκολες για ισχυρές κοινωνικές ομάδες, π.χ. γιατρούς, εκπαιδευτικούς, δικαστές, που είναι αδύνατον να γίνουν από κυνικούς πολιτικούς, που ευκαιριακά μόνο μιλούν για ισότητα, ενώ στην ουσία δεν πιστεύουν σε τίποτα. Η προοδευτική μεταρρύθμιση της Ελλάδας απαιτεί σταθερή αφοσίωση σε αξίες, σκληρή δουλειά, προσεκτική οργάνωση, αυταπάρνηση και κοινωνικό κεφάλαιο. Τίποτε από αυτά δεν διαθέτει ο Σύριζα.
Η ισότητα, ίσως το πιο ισχυρό χαρτί του κ. Τσίπρα, είναι και αυτή μια τεράστια αποτυχία. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι τα μέτρα ενίσχυσης των φτωχών, όπως για παράδειγμα το Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης (που ήταν πρόταση της Τρόικας, στην οποία ο κ. Τσίπρας αντιστάθηκε επί πέντε χρόνια), δεν ήταν αρκετά. Η κοινωνική ανισότητα μειώθηκε ελάχιστα στην Ελλάδα, αν και όλοι έγιναν πιο φτωχοί. Σε θεματα κοινωνικής δικαιοσύνης είμαστε σήμερα σχεδόν στο ίδιο σημείο που ήμασταν το 2014 (σύμφωνα με τα στοιχεία της μεγάλης έρευνας του Ινστιτούτου Bertelsman για το 2017) και παραμένουμε στην τελευταία θέση της Ευρώπης. Ενώ η οικονομία γκρεμιζόταν, η ανισότητα παρέμενε σταθερή. Αυτή είναι η παρακαταθήκη της τετραετίας των Σύριζα και ΑνΕλ.
Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι το κόμμα του κ. Τσίπρα θα μπορούσε να γίνει κομμάτι μιας προοδευτικής συμμαχίας αυταπατώνται. Ο λόγος που ο Σύριζα δεν είναι προοδευτικό κόμμα δεν είναι μόνον το παρελθόν των δημαγωγικών τυχοδιωκτισμών του, που μας κόστισαν χρόνια οπισθοχώρησης. Ούτε οι διακηρύξεις αλλά ούτε και οι πράξεις του Σύριζα εξυπηρετούν τις αξίες μιας προοδευτικής πολιτικής. Ο κυβερνητικός απολογισμός του δείχνει ότι είναι δέσμιος των πολιτικών παθογενειών της μεταπολίτευσης. Ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα εμπόδιο στην προοδευτική μεταρρύθμιση της χώρας.
*Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.