Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
11 Νοεμβρίου 2018, η επέτειος των 100 ετών από το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου» όπως αποκλήθηκε η σφαγή της περιόδου 1914-1918. Μια ιστορική ημερομηνία που σήμανε τη λήξη μιας πρωτόγνωρης αιματοχυσίας παγκοσμίων διαστάσεων και που συνοδεύθηκε από την ουτοπική ελπίδα διαμόρφωσης νέων δεδομένων και επικράτησης του διεθνούς δικαίου που θα καθιστούσαν άχρηστη ως και απαγορευτική τη διεξαγωγή ενός νέου πολέμου.
Ελπίδες που τραγικά διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα καθώς οι ατελείς, ίσως και τιμωρητικές προβλέψεις των συνθηκών που ακολούθησαν, σε συνδυασμό με ουτοπιστικές προσδοκίες και τις αναπόφευκτες μεταβολές ισχύος, οδήγησαν στα δεινά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στις συνεπακόλουθες συνέπειες της ψυχροπολεμικής αναμέτρησης.
Ακόμη και σήμερα οι ιστορικοί αδυνατούν να συμφωνήσουν για την ιεράρχηση των αιτίων που οδήγησαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και να απαντήσουν στο θεωρητικό ερώτημα εάν αυτός ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος ή όχι. Ερώτημα φιλολογικό αλλά ενδεχομένως όχι και άνευ πρακτικής εφαρμογής καθώς καθημερινά πληθαίνουν οι φωνές εκείνες που ισχυρίζονται ότι η σημερινή διεθνή κατάσταση ομοιάζει όλο και περισσότερο με τις παραμονές του «Μεγάλου Πολέμου» και κατά συνέπεια η άντληση ορθών συμπερασμάτων είναι επιβεβλημένη. Χαρακτηριστική και η απάντηση ενός εκ των πρωταγωνιστών του δράματος, του Γερμανού καγκελάριου Bethmann-Hollweg (1909-1917), που όταν ρωτήθηκε πως άρχισε ο πόλεμος σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά μονολόγησε: «Μακάρι να ήξερα».
Ο ιστορικός Turner στο έργο του «Origins of the First World War» αποδίδει την έκρηξη του πολέμου σε μια «τραγωδία κακών υπολογισμών». Ανάλογες επισημάνσεις οδήγησαν τους στρατηγικούς αναλυτές στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου να μελετήσουν επισταμένως τις συνθήκες έναρξης του «Μεγάλου Πολέμου» στην προσπάθεια των δύο συνασπισμών να αποφύγουν μια ανάλογη -αλλά περισσότερο μοιραία- κατάσταση δημιουργώντας δικλείδες ασφαλείας.
Αυτές οι δικλείδες λειτούργησαν ικανοποιητικά στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των δύο μεγάλων συνασπισμών του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα όμως, η αύξηση των ανερχόμενων περιφερειακών δυνάμεων με ηγεμονικές διαθέσεις αλλά με προβληματικές δομές εξουσίας μαζί με την παράλληλη εμφάνιση ανεξέλεγκτων τάσεων μιας «παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας», δημιουργούν ανησυχίες για την σταθερότητα και ειρήνη, κυρίως σε προβληματικές περιοχές της υδρογείου.
Η έκρηξη του «Μεγάλου Πολέμου», που εκ των υστέρων εμφανίσθηκε ως μη επιθυμητή σε κανένα εκ των εμπλεκομένων, αποδίδεται σε ένα άκαμπτο σύστημα συμμαχιών, σε αισθήματα «περικύκλωσης» και διλήμματα «ανασφάλειας», σε αυτοματοποιημένες διαδικασίες επιστράτευσης και κινητοποίησης, σε ανεξέλεγκτους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, σε αποικιακούς ανταγωνισμούς, σε μακροχρόνιες αντιπαλότητες, σε πραγματικές ή μη μεταβολές της σχετικής ισχύος και φυσικά σε οικονομικούς ανταγωνισμούς, συμφέροντα και κοινωνικά φαινόμενα.
Η επιλογή και ιεραρχική τοποθέτηση των αιτίων συναρτάται φυσικά με την ιδεολογική αντίληψη εκάστου αλλά και τις ομαδικές εμπειρίες του χώρου από τον οποίο προέρχεται. Ο μεγάλος αριθμός και η πολυπλοκότητα των αιτίων μάλλον ενισχύουν τη θεωρία του συνδυασμού των πολλαπλών εσφαλμένων εκτιμήσεων, άρα και λανθασμένων αποφάσεων, εκ μέρους των κρατικών «ορθολογικών» δρώντων της εποχής εκείνης.
Συγχρόνως, καμιά άλλη πολεμική περίοδος δεν επικρίθηκε τόσο πολύ όσο ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος για έλλειψη στρατιωτικής στρατηγικής ή καλύτερα για την αδυναμία της τελευταίας να παράγει αποτελέσματα. Υπόλογος εμφανίστηκε η ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας που ανέτρεψε όλες τις γνωστές αρχές διεξαγωγής του πολέμου, η εφαρμογή των οποίων αποδείχθηκε ανίκανη να εξουδετερώσει τα φονικά αμυντικά πυρά και τις πρωτόγνωρες απώλειες που τα τελευταία επέφεραν.
Η μεγαλύτερη όμως αδυναμία της (δυτικής) στρατιωτικής στρατηγικής ήταν να εντοπίσει και να εκμεταλλευθεί τις νέες στρατιωτικές δυνατότητες και τεχνικές που δημιουργήθηκαν και εμφανίστηκαν στο τέλος της τετραετούς σύγκρουσης. Το σφάλμα αυτό πληρώθηκε πολύ πικρά μόλις είκοσι χρόνια αργότερα όταν οι πρώην ηττημένοι αποδείχθηκαν πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι και σάρωσαν τους αντιπάλους τους.
Αμφότεροι όμως οι παγκόσμιοι πόλεμοι απέδειξαν ότι η υπεροχή στο πεδίο της μάχης (επικαλούμενη συνήθως ως «τακτική»), ακόμη και η υπεροχή στο θέατρο των επιχειρήσεων, δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τα σφάλματα στα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής στρατηγικής και της υψηλής στρατηγικής, δηλαδή της συνολικής πολυδιάστατης πολεμικής προσπάθειας του κάθε κράτους.
Πληθώρα σφαλμάτων στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής διέγραψαν τις αρχικές λαμπρές επιτυχίες στα πεδία των μαχών των κεντρικών δυνάμεων και κατέστησαν τη συντριβή αναπόφευκτη. Αποδείχθηκε επίσης και η σημασία όχι μόνο της οικονομικής και τεχνολογικής διάστασης αλλά της ικανότητας αποτελεσματικής κινητοποίησης όλων των πλουτοπαραγωγικών δυνάμεων ενός κράτους στην πολεμική προσπάθεια.
Για εμάς του Έλληνες ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά τη νικηφόρα -και κερδοφόρα- εθνικά κατάληξη, αποτελεί σχετικά «αδίδακτο» αντικείμενο. Ενδεχομένως, οι βαθύτατα αντικρουόμενες απόψεις και συγκρούσεις, για την είσοδο ή μη της Ελλάδος στον πόλεμο, που οδήγησαν στο μεγάλο διχασμό, ασυναίσθητα μας οδηγούν στην αποφυγή εντρύφησης στα δραματικά γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Μια αντιμετώπιση όχι μόνο άδικη για τους αγωνιστές εκείνης της εποχής αλλά κυρίως επικίνδυνη για τη μη άντληση διδαγμάτων, κυρίως πολιτικής μορφής. Σήμερα 100 χρόνια μετά, μπορούμε και πρέπει, άφοβα και χωρίς προκαταλήψεις, να ενσκήψουμε στη βαθύτερη εξέταση των γεγονότων για εξαγωγή συμπερασμάτων με σκοπό την πρόληψη διχαστικών καταστάσεων και των τραγικών εθνικών συνεπειών που αυτές επιφέρουν.
Στην πολυτάραχη ιστορία μας, υπαρκτά διλήμματα δεν αντιμετωπίσθηκαν με τη δέουσα ψύχραιμη και αντικειμενική προσέγγιση αλλά κυρίως χάρη πολιτικών και προσωπικών σκοπιμοτήτων, οδήγησαν στη δαιμονοποίηση και δίωξη των (πολιτικών) αντιπάλων μας, εκτόξευση ανυπόστατων κατηγοριών, αδυναμία ανταλλαγής ορθολογικών επιχειρημάτων, επικράτηση ανεύθυνης και αντιπαραγωγικής συνθηματολογίας και «λαϊκίστικων» στείρων προτάσεων. Ανάλογα διλήμματα, μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας, εμφανίζονται και πάλι σήμερα μπροστά μας.
Ταυτόχρονα, ενώ διεθνώς γίνεται λόγος (ίσως κάπως υπερβολικά) για επανεμφάνιση των συνθηκών που προηγήθηκαν του «Μεγάλου Πολέμου», εμείς εξακολουθούμε να διατηρούμε ουτοπικές ψευδαισθήσεις και να εθελοτυφλούμε έναντι των αλληλένδετων κινδύνων που προέρχονται από μια υπαρκτή εξ ανατολών απειλή και της οικονομικής, δημογραφικής, πολιτικής και κοινωνικής αδυναμίας μας να παρουσιάσουμε αξιόπιστες λύσεις.
Ας ελπίζουμε ότι μια προσεκτική ανάγνωση, εκ μέρους όλων μας, των ιστορικών γεγονότων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου -και μάλιστα ελληνικού ενδιαφέροντος- θα μας οπλίσει με περισσότερο κριτικό πνεύμα αλλά και συγκαταβατική διάθεση έναντι των επιχειρημάτων των συντοπιτών μας πολιτικών αντιπάλων. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η συνομολόγηση μιας κοινής εθνικής πορείας ίσως να καταστεί ευκολότερη και η έκβαση της ενδεχομένως επιτυχέστερη.
*Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εν αποστρατεία), πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις & Στρατηγικές Σπουδές, υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων, διευθυντής Μελετών στο Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και συνεργάτης της Σχολής Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).