Μη ρεαλιστικούς θεωρεί τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών ο καθηγητής Οικονομικών, Thorsten Beck, του οποίου η πρόταση για την αντιμετώπιση των NPEs είναι μία από τις τρεις που εξετάζονται στις Βρυξέλλες.
Ο Γερμανός καθηγητής του Cass Business School του Λονδίνου και πρώην σύμβουλος της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και της Κομισιόν, τάσσεται υπέρ μίας «χειρουργικής» λύσης, μέσω της δημιουργίας μίας πανευρωπαϊκής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με χρηματοδότηση από την Ευρωζώνη. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στις τράπεζες που θα επιτρέπουν την επαναγορά δανείων από τους δανειολήπτες.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον της Ευρωζώνης, ο Thorsten Beck προειδοποιεί ότι τα προβλήματα της Ιταλίας θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, καθώς αν οι Ευρωπαίοι για μία ακόμη φορά δράσουν όταν βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο, τότε μπορεί να αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ της διάσπασης της νομισματικής ένωσης και της αμοιβαιοποίησης μέρους των κρατικών χρεών.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
- Κύριε Beck, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μία σχετικά «τεχνική» ερώτηση που απασχολεί αρκετούς δανειολήπτες. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στην πώληση των «κόκκινων» δανείων, είναι οι χαμηλές τιμές που προσφέρουν οι επενδυτές. Πολλοί, λοιπόν, αναρωτιούνται, γιατί οι τράπεζες επιλέγουν να πουλήσουν δάνεια με μεγάλο discount και δεν προτείνουν στους δανειολήπτες ένα αντίστοιχο «κούρεμα» της οφειλής;
Αυτό γίνεται για αρκετούς λόγους. Πρώτον, υπάρχουν λόγοι που σχετίζονται με τη ρευστότητα, καθώς η πώληση οδηγεί σε άμεση ανάκτηση της ρευστότητας σε αντίθεση με το «κούρεμα» του δανείου. Δεύτερον, η πώληση ενός δανείου χωρίς εξασφαλίσεις, εξαλείφει κάθε επιπλέον κόστος διαχείρισης του δανείου για την τράπεζα. Τρίτον, ενδεχομένως είναι πολύ καλύτερο από πλευράς κόστους για μία τράπεζα να πουλήσει ένα μεγάλο αριθμό δανείων με τη μία αντί να πρέπει να διαπραγματευτεί με κάθε δανειολήπτη ξεχωριστά. Δεδομένων των ανωτέρω, θα ήταν μία καλή ιδέα να δοθούν περισσότερα κίνητρα στις τράπεζες που θα επιτρέπουν την επαναγορά των δανείων. Τα κίνητρα αυτά θα μπορούσαν να είναι διαφόρων ειδών, όπως φορολογικά ή ακόμη και σε μορφή «επιδόματος».
- Έχετε προτείνει τη δημιουργία μίας πανευρωπαϊκής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων. Πιστεύετε ότι υπάρχει η πολιτική βούληση για να προχωρήσει μία τέτοια ιδέα; Το ρωτάω αυτό διότι η ΕΚΤ έχει περιοριστεί στο να δίνει κατευθυντήριες γραμμές για τη μείωση των NPEs, ενώ η κ. Nouy έχει δηλώσει ότι μία πανευρωπαϊκή bad bank δεν είναι πανάκεια.
Πράγματι, η πανευρωπαϊκή bad bank δεν είναι πανάκεια, όμως μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της αστάθειας των τραπεζών σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης (όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ιταλία). Η απόφαση αυτή θα πρέπει να ληφθεί σε πολιτικό επίπεδο και όχι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς εμπεριέχει τη χρήση δημοσιονομικών πόρων και την υιοθέτηση μίας εξαίρεσης από τον κανόνα BRRD για το bail-in και τις κρατικές ενισχύσεις. Πράγματι, το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση για μία τέτοια λύση. Για να δημιουργηθεί η πολιτική βούληση, είναι απαραίτητο να μετατραπεί η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σε μία πρόταση με κέρδος για όλους. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν συμμετοχή στο κεφάλαιο τόσο οι χώρες-πιστωτές όσο και οι χώρες-οφειλέτες, ενώ την ίδια ώρα θα πρέπει να υπάρχει ένα όριο για τις ζημιές που θα υποστούν οι χώρες-πιστωτές. Εντέλει, είναι θέμα της πολιτικής ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να αναγνωρίσει την ανάγκη εφαρμογής μίας τέτοιας λύσης και να κάνει ότι είναι απαραίτητο γι'' αυτό.
- Τον περασμένο Μάρτιο, ο Andrea Enria της EBA αναφέρθηκε στην ανάγκη δημιουργίας μίας πανευρωπαϊκής bad bank που θα τιτλοποιεί και θα πουλάει NPEs στις κεφαλαιαγορές με κρατική εγγύηση. Τις όποιες ζημιές θα επωμίζονται οι τράπεζες ή οι χώρες από τις οποίες προέρχονται τα «κόκκινα» δάνεια. Πως όμως μπορεί να εφαρμοστεί μία τέτοια ιδέα στην Ελλάδα, χωρίς να υπάρχουν συνέπειες για τους καταθέτες, από τη στιγμή που ισχύει ο κανόνας του bail-in και η χώρα παραμένει σε πρόγραμμα; Με άλλα λόγια, υπάρχει διέξοδος γα τις χώρες των οποίων οι τράπεζες δεν μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι πίσω από την ιδέα για τη δημιουργία μίας πανευρωπαϊκής bad bank ή μίας εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων και η πρόταση της EBA αντιμετωπίζει μόνο τον έναν από αυτούς, που είναι η έλλειψη ιδιωτικής αγοράς NPLs. Παρ'' όλα αυτά, υπάρχει ένα δεύτερο σκεπτικό το οποίο «χάνει» η πρόταση της EBA, που είναι η αναγκαιότητα της αναδιάρθρωσης των τραπεζών. Ένα τρίτο σκεπτικό (που σχετίζεται πλήρως με την ερώτησή σας) είναι ότι αρκετές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους για να αναδιαρθρώσουν τις τράπεζές τους. Γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο, έχω προτείνει τη δημιουργία μίας πανευρωπαϊκής εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων (AMC) με χρηματοδότηση από την Ευρωζώνη, που θα συμβάλλει στον περιορισμό των δεσμών μεταξύ κρατών και τραπεζών. Συνεπώς, η πρόταση της EBA είναι μία αρχή αλλά δεν είναι επαρκής για να αντιμετωπιστεί συνολικά το πρόβλημα.
- Αν η Ευρώπη αποφασίσει να χωρίσει τις αδύναμες τράπεζες σε βιώσιμες και μη βιώσιμες, είναι πιθανό να δούμε ένα τεράστιο κύμα ρευστοποιήσεων. Επιπλέον, πολλές τράπεζες θα διαχωριστούν σε καλή και κακή τράπεζα. Από τη στιγμή που ισχύει ο κανόνας του bail-in, δεν ανησυχείτε για την κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τον τραπεζικό κλάδο και κατ'' επέκταση για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα;
Ένα πρόσφατο παράδειγμα του bail-in ήταν η Banco Espirito Santo στην Πορτογαλία. Η τράπεζα διασπάστηκε σε «καλή» και «κακή», με τους καταθέτες να μην χάνουν χρήματα. Η εξέλιξη αυτή δεν οδήγησε σε πανικό των καταθετών, ενώ περιόρισε τις αναταράξεις στο υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή και στο σύνολο της πραγματικής οικονομίας. Συνεπώς, πιστεύω ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε ότι θα χαθεί η εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες. Και αν μία τέτοια λύση επιλεγεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η απαραίτητη εγγύηση καταθέσεων είναι ακόμη πιο αξιόπιστη λύση. Για μία ακόμη φορά, ο διάβολος... κρύβεται στις λεπτομέρειες της σωστής εφαρμογής, που σημαίνει ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί μία εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων με επαρκείς πόρους και παράλληλα να επεκταθεί η εγγύηση των καταθετών. Κάτι τέτοιο θα είναι το αντίθετο με αυτό που έγινε στην κρίση της Κύπρου, όπου η έλλειψη πόρων και η επιβολή μίας έκτακτης λύσης της τελευταίας στιγμής, αποδείχθηκε μεγάλο λάθος. Εκτιμώ ότι τα μαθήματα της τελευταίας δεκαετίας ήταν πολλά στην Ευρωζώνη και γι'' αυτό είμαι πεπεισμένος ότι με τα κατάλληλα τεχνικά εργαλεία, μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποφευχθεί.
- Οι ελληνικές τράπεζες έχουν συμφωνήσει με τον SSM να μειώσουν τα προβληματικά δάνεια κατά 40% έως το τέλος του 2019. Πόσο εφικτός είναι αυτός ο στόχος σε μία οικονομία με τόσα προβλήματα (λιτότητα, έλλειψη ανάπτυξης κλπ);
Ο στόχος αυτός δεν μοιάζει ρεαλιστικός χωρίς μία... χειρουργική προσέγγιση όπως αυτή που έχω προτείνει. Αυτό που φοβάμαι είναι ότι οι τράπεζες θα μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον με αναδιαρθρώσεις απλά και μόνο για να πετύχουν τους στόχους στα χαρτιά.
- Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της Ευρωζώνης, δεδομένου ότι έχουμε δει τόσα πολλά διχαστικά ζητήματα, όπως η εγγύηση καταθέσεων ή τα ευρωομόλογα; Ακόμη και η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αποτελεί σημείο έντονης αντιπαράθεσης. Για πόσο καιρό ακόμη θα μείνουν μαζί οι πλεονασματικές με τις ελλειμματικές χώρες;
Η Ευρωζώνη έχει αρχίσει εκ νέου να αναπτύσσεται και αρκετά ισχυρά στο πρώτο τρίμηνο, συνεπώς υπάρχει κάποια ελπίδα βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, πράγματι δεν είναι μία βιώσιμη νομισματική ένωση και θα πρέπει να γίνουν δραματικές αλλαγές στη διακυβέρνηση για να λυθούν τα προβλήματα. Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική βούληση για την εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων θα ενισχυθεί μόλις λυθούν τα προβλήματα του παρελθόντος – όπως τα «κόκκινα» δάνεια – κάτι που προϋποθέτει ισχυρή πολιτική ηγεσία. Στον αντίποδα, έχει γίνει σαφές τον τελευταίο χρόνο ότι η απειλή του λαϊκισμού και στις πιστώτριες χώρες δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με το να κλοτσάμε το τενεκεδάκι παρακάτω αλλά μόνο με την κατά μέτωπο αντιμετώπιση. Το να μένουμε ακίνητοι δεν αποτελεί πλέον επιλογή.
- Αν η Ελλάδα είναι ένα μικρό πρόβλημα για την Ευρώπη, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, η Ιταλία είναι σίγουρα τεράστιο πρόβλημα. Σε πρόσφατο άρθρο σας αναφέρετε ότι «η κρίση στην Ευρωζώνη έχει χαρακτηριστεί όχι μόνο από την αντιπαράθεση μεταξύ των χωρών που χρωστούν και αυτών που δανείζουν, αλλά επίσης από την απουσία μίας πολιτικής συζήτησης για την επίλυση της κρίσης». Τι θα συμβεί όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες κληθούν να βρουν λύση για την Ιταλία, χωρίς να προκαλέσουν χάος στις αγορές;
Νομίζω ότι μόλις επισημάνατε την πιο σημαντική πρόκληση απ'' όλες. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της Ιταλίας είναι μία προσέγγιση βήμα βήμα και όχι να περιμένουμε μέχρι ένα πολιτικό σοκ παγώσει την αγορά των ιταλικών κρατικών ομολόγων. Τα βήματα αυτά προϋποθέτουν, (α) την αντιμετώπιση των προβλημάτων του τραπεζικού κλάδου, (β) την υλοποίηση των πρώτων βημάτων για μία πιο συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική και (γ) την κατάρτιση ενός ενιαίου προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη. Η δημιουργία κρατικών ομολόγων συνδεδεμένων με το ΑΕΠ θα ήταν ένα ακόμη σημαντικό βήμα. Συμπερασματικά, οποιοδήποτε βήμα αντιμετωπίζει την αδυναμία των τραπεζών και τα υπερβολικά κρατικά χρέη είναι χρήσιμο. Από την άλλη πλευρά, οι ηγέτες της Ευρωζώνης συχνά περίμεναν μέχρι το σημείο που ξεσπούσε η κρίση και βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο για να λάβουν αποφάσεις. Αν φτάσουμε ξανά σε αυτό το σημείο, ίσως έρθει η στιγμή που θα πρέπει να αποφασίσουν μεταξύ της διάσπασης της Ευρωζώνης και της αμοιβαιοποίησης μέρους των κρατικών χρεών.
Who is who
Ο Thorsten Beck είναι καθηγητής Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικών στο Cass Business School του Λονδίνου. Είναι επίσης διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό Economic Policy και συντάκτης στο περιοδικό Review of Finance της Oxford Academic. Την περίοδο 2008-2013 διατέλεσε καθηγητής Οικονομικών και ιδρυτικό μέλος του Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Κέντρου στο Tilburg University. Προηγουμένως εργάστηκε στο τμήμα ερευνών της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ έχει διατελέσει σύμβουλος διεθνών οργανισμών, μεταξύ των οποίων, της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του ΔΝΤ, της Κομισιόν και της Ασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Οι ερευνητικές του εργασίες εστιάζουν στους τομείς international banking και corporate finance και έχουν δημοσιευθεί στα επιστημονικά περιοδικά, Journal of Finance Economics, Journal of Monetary Economics και Journal of Economic Growth. Είναι επίσης επισκέπτης ερευνητής στο κέντρο ερευνών CEPR στο Λονδίνο. Είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου στα Οικονομικά από το University of Virginia και μεταπτυχιακού από το γερμανικό πανεπιστήμιο του Tubingen.