Του Σάκη Μουμτζή
Είναι προφανές, νομίζω, πως ο Στ. Κοντονής με την επίμαχη δήλωση του απευθυνόταν κυρίως στο ακροατήριο, που είχε κινητοποιηθεί οργανωμένα και μεθοδικά, εδώ και πολύ καιρό, για την αποφυλάκιση της νεαρής κυρίας. Ήταν ένας ανέξοδος τσαμπουκάς για εντυπώσεις.
Συγχρόνως όμως, ήταν και μια ευθεία παρέμβαση στο χώρο της δικαστικής εξουσίας, από τον άνθρωπο που όφειλε να την προστατεύει από παρόμοιες επιθέσεις. Στο αφελές και πονηρό ερώτημα «μα και οι κρίνοντες δεν κρίνονται;» η απάντηση είναι: «φυσικά και κρίνονται, αλλά όχι από τον υπουργό Δικαιοσύνης». Αν υπάρχει νομικό σφάλμα στην απόφασή τους υπάρχουν τα συντεταγμένα όργανα του Δικαστικού σώματος που θα τους ελέγξουν.
Γιατί, καλώς ή κακώς, στις φιλελεύθερες δημοκρατίες οι δικαστές αποφασίζουν υπαγάγωντας τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις του νόμου. Έτσι δικάζουν. Επίπλέον, οι αποφάσεις τους δεν αποτελούν ούτε ευχάριστες ούτε δυσάρεστες εκπλήξεις για τον καθ΄ύλην αρμόδιο υπουργό.
Στις δημοκρατίες οι υπουργοί Δικαιοσύνης δεν εκπλήσσονται, γιατί οφείλουν να μην έχουν προκατειλημμένη άποψη για την δίκη. Δεν τους πέφτει λόγος!
Η δε τέως πρόεδρος του Αρείου Πάγου κυρία Θάνου, την προηγούμενη ημέρα, αναφέρθηκε στο συντονισμό της δικανικής πεποίθησης των δικαστών με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Εδώ εγείρονται μια σειρά από θέματα.
Τι είναι αυτό το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Πώς ορίζεται και ποιος το ορίζει; Ποιοι είναι οι φορείς του, η γνώμη των οποίων θα πρέπει να συνδιαμορφώσει τη δικαστική απόφαση;
Το εκφράζουν οι χίλιοι «αλληλέγγυοι»; Και αν μαζευτούν άλλοι χίλιοι αντιφρονούντες τι γίνεται; Μήπως θα πρέπει να εφεύρουμε έναν μετρητή του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» και να τελειώνουμε;
Εκτός, αν αναθέσουμε στην αυτοαποκαλούμενη εταιρεία δημοσκοπήσεων Bridging Europe του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Ραπίδη, να μετρήσει τις τάσεις της κοινής γνώμης για κάθε σημαντική υπόθεση που ενδιαφέρει τη συγκυβέρνηση. Έτσι αποφεύγονται και οι «δυσάρεστες εκπλήξεις» και ικανοποιείται το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» του πρωθυπουργού, των υπουργών του και των κάθε λογής αλληλέγγυων.
Είναι κοινός τόπος πλέον, πως η μαρξιστική Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της δεν αποδέχεται τη διάκριση των εξουσιών, γιατί αντιμάχεται το πολίτευμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όλες οι μορφές πολιτεύματος που εγκαθίδρυσε, όταν οι ιστορικές συγκυρίες την έφεραν στην εξουσία, ήταν μορφές ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Επειδή ο ρόλος της ανεξάρτητης δικαιοσύνης είναι να προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του πολίτη από τις καταχρήσεις της εκτελεστικής εξουσίας, οι μαρξιστές τη θεωρούν εμπόδιο στην ολοκληρωτική άσκηση της εξουσίας από αυτούς.
Είναι λογικό και η ριζοσπαστική Αριστερά που την εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ να διακατέχεται από παρόμοιες αντιλήψεις. Το πιστοποιούν οι συνεχείς επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης.
Δυστυχώς, δεν έχει γίνει αντιληπτό από τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει σε αυτό. «Απέχει έναν πόντο από τον ολοκληρωτισμό», υποστηρίζει ο Ευ. Βενιζέλος. Αυτή η ελάχιστη απόσταση του πόντου όμως, ποτέ δεν υπήρξε, καθώς η μαρξιστική και η λενινιστική θεωρία, που καθοδηγεί τα κόμματα της Αριστεράς είναι η μήτρα του ολοκληρωτισμού.
Πρεσβεύουν τον ολοκληρωτισμό καταστατικά και αξιακά. Είναι εγγεγραμμένος στο ιστορικό τους γονιδίωμα. Δεν αποτελεί ιστορικό ατύχημα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ το έχει αποδείξει με πληθώρα έργων και λόγων.
Οι επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης είναι ουσιαστικά επιθέσεις κατά του Συντάγματος της χώρας και δεν θα κοπάσουν. Όσο φθίνουν οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην κοινωνία και τα στελέχη του αντιλαμβάνονται πως το τέλος έρχεται, τόσο αυτά θα εμφανίζουν το απεχθές πρόσωπο του ολοκληρωτισμού.
Υ.Γ. Θλίβομαι για το διασυρμό που υφίσταται στο κοινοβούλιο ο καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ, Ν. Παρασκευόπουλος.