Θέατρο Σκιών

Θέατρο Σκιών

Του Νικόλαου Βότσιου*

Το παρόν κείμενο αποτελεί μία ανάλυση της διαπραγμάτευσης που λαμβάνει χώρα τον τελευταίο καιρό γύρω από το «Σκοπιανό» και ειδικότερα των χειρισμών της κυβέρνησης επ' αυτού. Πρώτα όμως κρίνεται αναγκαίο να θίξουμε ορισμένα δεδομένα:

– Στους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά την αρχαιότητα δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο Έλληνες. Το σώμα Ελλανοδικών, το οποίο ήταν επιφορτισμένο να κρίνει το αν κάποιος ήταν Έλληνας, έκρινε ότι τόσο ο Φίλιππος όσο και ο Αλέξανδρος δικαιούνταν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι οι υπόλοιπες πόλεις τους ανεγνώριζαν ως Έλληνες.

– Η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων αποτελούσε ένα ιδίωμα της ελληνικής. Συνεπώς ουδεμία σχέση έχει με τη «σλαβομακεδονική» ,όπως ονομάζει το κράτος των  Σκοπίων τη γλώσσα του την οποία και έχει καθιερώσει στο Σύνταγμα του. Τρανή απόδειξη αυτού αποτελεί ο δάσκαλος του Αλεξάνδρου, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος, Αριστοτέλης. Συνεπώς είναι αδύνατον ο Έλλην φιλόσοφος να δίδαξε τον Αλέξανδρο «Σλαβομακεδονικά», ήτοι μια γλώσσα του φύλου των Σλάβων, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην περιοχή στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.!

– Το κράτος των Σκοπίων παρουσιάζει εθνολογικά πλήρη ανομοιογένεια. Aπαρτίζεται από 40-45% Αλβανούς (Κοσοβάρους) καθώς και από πολλές άλλες μειονότητες (Σέρβοι, Τούρκοι,Έλληνες, Ρομά) και στην πλειονότητά του από τους Σλάβους οι οποίοι και ισχυρίζονται πως είναι Μακεδόνες. Οπότε ήδη αναφερόμαστε σε ένα κράτος το οποίο επιζητεί μία ονομασία και μία ταυτότητα, τη «Μακεδονική», τις οποίες δεν ενστερνίζεται το ήμισυ του πληθυσμού του!

Πρόκειται για ένα failed state με κρίση ταυτότητας, στο χείλος εμφυλίου πολέμου και του οποίου ο λαός δεν διαθέτει καν κοινά ιστορικά κεκτημένα. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω,  ποια τυχόν θα έπρεπε να είναι η δέουσα διαπραγματευτική στάση οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης έναντι ενός κράτους με μη ενιαία εθνικά συμφέροντα;

Πρώτα από όλα μία ενιαία στάση. Μια στάση εθνική και διαφανής, που θα εμπνέει εμπιστοσύνη στο εσωτερικό και σοβαρότητα στο εξωτερικό. Αυτό έγινε και στο Βουκουρέστι. Το 2008 η ελληνική κυβέρνηση παρά τη διεθνή πίεση προς αυτή, πίεση που δεν υπάρχει σήμερα, κατάφερε μια σημαντική στρατηγική νίκη, να μην ονομαστεί το  κράτος των Σκοπίων «Μακεδονία», προφυλάσσοντας τα εθνικά συμφέροντα άχρι της ελεύσεως τινός ευνοϊκοτέρας συγκυρίας. Μία τέτοια συγκυρία αποτελεί η σημερινή, όπου τα Σκόπια βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και το χρόνο να κυλάει εναντίον τους αναγκάζοντας τους να έρθουν εγγύτερα στις θέσεις μας κάνοντας υποχωρήσεις που δε νοούνταν μέχρι και σήμερα.

Αντ' αυτού παρατηρήθηκε το αμίμητo ο Έλληνας πρωθυπουργός να καλεί τους Σκοπιανούς να δείξουν διαλλακτικότητα και συγκεκριμένα να μην εμμείνουν στην αποκλειστικότητα της Μακεδονίας! Εν ολίγοις υποχώρησε πριν καν την έναρξη των διαπραγματεύσεων σε ζητήματα που άπτονται του αλυτρωτισμού των γειτόνων, τον οποίο κατά τα άλλα «μάχεται» σφοδρώς.

Γύρω από αυτά τα καθέκαστα, στήθηκε ένας ολόκληρος «θίασος» περί μυστικής διπλωματίας με την μοναδική ενημέρωση του Πανελληνίου να προέρχεται από τα αλβανικά ΜΜΕ και πρώτη ενέργεια του Υπ.Εξ. την καθύβριση της Εκκλησίας και την παρομοίωσή της με την Χρυσή Αυγή. Η νευρική αυτή αντίδραση του Υπουργείου Εξωτερικών ανάγκασε τον «ναυτιλλόμενο χωρίς πυξίδα» Πρωθυπουργό να καταφύγει «γονυπετής» στον Αρχιεπίσκοπο και να τον «ενημερώσει» για τις εξελίξεις, την ίδια ώρα που επιδεικτικά απέφυγε να ενημερώσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Μη έχοντας άλλα περιθώρια πολιτικής ευελιξίας και μη μπορώντας να γεφυρώσει το χάσμα με τον κυβερνητικό εταίρο, ώστε να εκφράσει ενιαία κυβερνητική θέση, πέταξε το «μπαλάκι» στην αντιπολίτευση προσπαθώντας να κερδίσει τον απαραίτητο χρόνο. Ωστόσο, από την προσέλευση του λαού στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας εφάνη ότι αυτή του η τακτική επέστρεψε μπούμερανγκ.

Παρατηρώντας τη ροή των εξελίξεων κανείς δεν του δημιουργείται η αίσθηση  της «υψηλής» διπλωματίας πίσω από κλειστές πόρτες αλλά πολύ περισσότερο του φινάλε μιας παράστασης η οποία σηματοδοτήθηκε από μία ονοματολογία αντανακλώσα τις αλυτρωτικές διαθέσεις των Σκοπίων. Αποκαλύπτεται ότι πρόκειται περισσότερο για ένα τετελεσμένο γεγονός παρά για μία εν ισχύ διαπραγματευτική διαδικασία, με το διακύβευμα να είναι το πως θα «πουληθεί» αυτό στο νεοαφυπνισμένο ελληνικό λαό.

Που εντοπιζεται αυτό; Αυτό εντοπίζεται στην παντελή έλλειψη διάθεσης για την αποφυγή του όρου Μακεδονία. «Gorna Makedonija», «Nova Macedonia» κλπ., τα ονόματα τα οποία εξετάζονται. Επίσης γίνεται λόγος για λύση «πακέτο», διπλή ονομασία και άλλα πολλά. Η ενημέρωση των κομμάτων, θεσμικό καθήκον της κυβέρνησης έγινε πολύ καθυστερημένα και από τις δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών φάνηκε να στοχεύει περισσότερο στην ενδυνάμωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας παρά στο κρίσιμο εθνικό ζήτημα. Συνεπώς όλη αυτή η «σκιώδης» πολιτική το μόνο που γεννά είναι υποψίες και δυσαρέσκεια.

Ποια θα έπρεπε να είναι η εθνική στάση της Ελλάδας όμως σήμερα; Για ποια θέση βγαίνει ο κόσμος στους δρόμους όσο ποτέ άλλωστε τα τελευταία 25 χρόνια; Αρχικά για μια ονομασία erga omnes , δηλαδή έναντι όλων, καθώς δεν έχει κανένα νόημα να ονομάζουμε τα Σκόπια «Δακία», «Βαρντάρσκα», «Παιονία» ή οτιδήποτε άλλο όταν οι ίδιοι ονομάζουν τους εαυτούς τους «Μακεδόνες», τα προϊόντα τους «μακεδονικά», τη σημαία, τη γλώσσα, το έθνος, την ιστορία. Για το λόγο αυτό οτιδήποτε άλλο συνιστά μία ακόμη προσπάθεια της κυβέρνησης να ρίξει στάχτη στα μάτια του Ελληνικού λαού.

Έπειτα πρέπει να αλλάξει και το Σύνταγμα των Σκοπίων προς την κατεύθυνση της απάλειψης των αλυτρωτικών τους στοιχείων. Δε δυνάμεθα να αποδεχθούμε στο ΝΑΤΟ ή στην ΕΕ μια χώρα η οποία δε σέβεται στοιχειώδεις όρους καλής γειτονίας αλλά τουναντίον διέπεται από έναν υφέρποντα επεκτατισμό εναντίων των γειτόνων της.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμιστούν ορισμένες σκέψεις γύρω από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες. Αρχικά οι Αμερικάνοι δε μας πιέζουν για τίποτα άλλο πέραν απλής επίλυσης του ζητήματος. Στόχος των ΗΠΑ στα Βαλκάνια παραμένει διαρκώς η αύξηση της δικής τους επιρροής, ενώ ταυτόχρονα αμβλύνουν την αντίστοιχη των Ρώσων, πράγμα που σημαίνει πως επιθυμούν μια λύση που ικανοποιεί πρωτίστως τους Αλβανούς καθώς έχουν ανάγκη τη βοήθεια τους στο Κόσοβο.

Σε δεύτερο χρόνο δε επιθυμούν την επίλυση η οποία θα επιφέρει σταθερότητα στην περιοχή και θα «δέσει» τα Σκόπια στη δική τους σφαίρα επιρροής. Άρα θέλουν μεν λύση αλλά διαφορετική από το «Μακεδονία» που επιζητούσαν το 2008, καθώς κάτι τέτοιο θα απομάκρυνε τους Αλβανούς. Συνεπώς η πίεση των Αμερικανών μεταφέρεται στα Σκόπια τα οποία αντιμετωπίζουν πρόβλημα ύπαρξης. Ως εκ τούτων, δίδεται η ευκαιρία στην Ελλάδα να διεκδικήσει από τον διαλλακτικότερο Ζάεφ (σε σχέση με τον εθνικιστή Γκρουέφσκι) την πλήρη κατάργηση του όρου Μακεδονία. Συγκεκριμένα μια ρεαλιστική πρόταση που θα ωφελούσε αμφοτέρους είναι η «Κεντροβαλκανική Δημοκρατία» που πρότεινε ο καθηγητής Γεωπολιτικής Ι. Μάζης, κατά το πρότυπο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Η ονομασία αυτή επιτρέπει την διατήρηση των ταυτοτικών πολιτισμικών στοιχείων των συνιστωσών εθνοτήτων και ορίζει γεωγραφικός το νέο κράτος.

Το γεγονός ότι λύσεις όπως η παραπάνω δε βρίσκουν ανταπόκριση στην κυβέρνηση δεν αποτελεί έκπληξη, ιδίως αν θυμηθούμε πόσα κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος κόμματος είχαν υπογράψει υπέρ της χρήσης του όρου «Μακεδονία»(χωρίς καν παράγωγο).  Σε συνδυασμό  με το  ξεπούλημα της χώρας για τις επόμενες τέσσερις γενεές με τη μορφή του Υπερταμείου, γίνεται αντιληπτό πως οι κυβερνώντες δε διέπονται από οποιοδήποτε αίσθημα φιλοπατρίας και η πολιτική τους εν γένει καθορίζεται από το πολιτικό τους συμφέρον. Πολύ φοβάμαι ότι τυχόν ήττα ή χειρότερα παράδοση, στο Μακεδονικό ζήτημα είναι πιθανόν να μας καταστήσει  στο ίδιο έργο θεατές και στα λοιπά θέατρα της εξωτερικής μας πολιτικής.

* Ο κ. Βότσιος Νικόλαος είναι Φοιτητής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών ΕΜΠ.