Θάβοντας τους «νεκρούς» μας

Θάβοντας τους «νεκρούς» μας

Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη

43 χρόνια πέρασαν από εκείνες τις ημέρες, που τις βίωσα έντονα όπως και όλοι αυτοί που συμμετείχαν και νόμιζαν, τότε, ότι έγραφαν ιστορία.

Δεν έχει τόση σημασία αν ήταν κάτι τελείως αυθόρμητο, ή κάτι καθοδηγούμενο, αφού ήταν λίγο και από τα δύο.

Αυτό που ονομάζουμε «φοιτητικό κίνημα» της εποχής στα τελευταία χρόνια της χούντας ανέδειξε μεν μία μικρή ομάδα καθοδηγητών, ελεγχόμενων από τα διάφορα κόμματα και κινήσεις της αριστεράς, αλλά ήταν κάτι που διαμορφώθηκε σταδιακά, μετά το 1970, από έναν συνδυασμό άλλων παραγόντων. Δεν ήταν τόσο η αντίθεση στην χούντα καθεαυτή ο παράγοντας που δημιούργησε τον αντιδικτατορικό αγώνα, αλλά μια γενική πολιτιστική ταυτότητα που επηρέασε την νεολαία της τότε εποχής και ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ιδεολογία του «πατρίδα - θρησκεία - οικογένεια» που προωθούσαν οι συνταγματάρχες.

Λίγο η διάδοση του ροκ στην μουσική, λίγο η σεξουαλική επανάσταση που κατέκλυσε (εν πολλοίς φαντασιακά) όλον τον δυτικό κόσμο, λίγο οι επιρροές της πολιτιστικής αλλαγής που έρχονταν στην χώρα μας μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες, λίγο οι επαφές με το εξωτερικό που πολλαπλασίαζαν οι φοιτητές στην Ευρώπη, οι νέοι της τότε εποχής ένιωθαν να ασφυκτιούν μέσα σε ένα περιβάλλον επαρχιωτικό, θρησκόληπτο, αυταρχικό, ανόητο, όπως αυτό εκφράζονταν από τα επίσημα χείλη της εποχής.

Στην συνέχεια ήλθε η πολιτικοποίηση. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έπνεε πια τα λοίσθια, και η Αμερική έκανε εμφανείς προσπάθειες να απαλλαγεί από αυτόν, δίνοντας έμπνευση και ενδείξεις ότι οι λαοί μπορούν να κάνουν την επανάσταση τους και ότι δεν κερδίζει μόνο ο ισχυρός. Ή, τουλάχιστον αυτήν την εξήγηση έδιναν πολλοί τότε για να προωθήσουν τα δικά τους προπαγανδιστικά σχέδια.

Το καθοριστικό γεγονός που πυροδότησε το φοιτητικό κίνημα ήταν η προσπάθεια του χουντικού καθεστώτος να «φιλελευθεροποιηθεί», να χαλαρώσει τα λουριά του αυταρχισμού, να βρει συνεταίρους για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα που είχαν δημιουργηθεί. Μόλις έδωσε χώρο, στην αρχή προσπαθώντας να δώσει αυτοδιοίκηση στα πανεπιστήμια (φοιτητικοί σύλλογοι), μπορέσαμε να απλωθούμε και να εκδηλώσουμε την αντίδραση που σιγόβραζε στην νεολαία.

Όταν φθάσαμε στο Πολυτεχνείο είχαν συμβεί μερικά γεγονότα που είχαν προσθέσει λάδι στην φωτιά. Η πρώτη καταστολή, μέσω επιστράτευσης των πρωταγωνιστικών στελεχών μετά την κατάληψη της Νομικής σχολής, έδειξε ότι δεν ήταν και το τέλος του κόσμου, αν αυτό ήταν το ρίσκο, μπορούσε να το πάρει κανείς. Τον Σεπτέμβριο του 1973 είχε συμβεί το πραξικόπημα του Πινοσέτ στην Χιλή, η αγριότητα του οποίου είχε γεμίσει τις καρδιές των συμμετεχόντων στο φοιτητικό κίνημα με ένα απερίγραπτο αίσθημα αδικίας, σχεδόν προσωπικό. Πολλοί έβλεπαν στην χούντα της Ελλάδας άλλη μία χούντα Πινοσέτ. Και τέλος είχε σχηματιστεί η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, μία απόπειρα του καθεστώτος να προσεταιριστεί τμήμα του παλιού πολιτικού κόσμου για σταδιακή επιστροφή στο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Κάτι που εξελήφθη από πολλούς σαν σήμα αδυναμίας, σε άλλος σαν προσπάθεια εξαπάτησης.

Είτε προϊόν αυθόρμητης εξέγερσης, είτε καθοδηγούμενη από τμήματα της αριστεράς ενέργεια, η κατάληψη αφέθηκε να φουντώσει χωρίς καταστολή τις πρώτες ημέρες, προς μεγάλη μας έκπληξη. Διάφορες εξηγήσεις, είτε η χούντα δεν ήθελε να χαλάσει την εικόνα της φιλελευθεροποίησης που επιχειρούσε εκείνη ακριβώς την στιγμή, είτε πείστηκε ότι αυτό θα ξεθύμαινε αν αφηνόταν χωρίς επέμβαση (δείγμα πόσο λίγο ήξεραν οι υπηρεσίες ασφαλείας τους αντιπάλους τους), είτε τέλος δεν είχε η αστυνομία την επιχειρησιακή δυνατότητα καθώς το Πολυτεχνείο είναι ένας πολύ μεγάλος χώρος, πολύ μεγαλύτερος από την Νομική σχολή στην οποία είχε επέμβει 9 μήνες νωρίτερα.

Η επέμβαση έγινε υποχρεωτική όταν, αντί να ξεθυμάνει, άρχισε να λειτουργεί σαν ανεξάρτητος ανταγωνιστικός πόλος ισχύος και να προσέρχονται ευρύτερα ακροατήρια, πέρα από τα φοιτητικά, δυσαρεστημένων ανθρώπων. Και σαν απόδειξη του ότι η αστυνομία δεν μπορούσε, η χούντα έφερε τον στρατό, λερώνοντας τις δυνάμεις υπεράσπισης της πατρίδας με μία υπόθεση εσωτερικής καταστολής, έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο.

Τα υπόλοιπα, πολλά και αντικρουόμενα, τα έχει γράψει η ιστορία.

Αν κάτι κατέλυσε το Πολυτεχνείο, αυτό δεν ήταν η χούντα, αλλά την προσπάθεια φιλελευθεροποίησης που έκανε το καθεστώς. Η χούντα έπεσε από την τραγωδία που προκάλεσε στην Κύπρο. Αλλά βέβαια είχε σημαντική επίδραση στην ενότητα του χουντικού καθεστώτος, το οποίο διχάστηκε βαθιά, με αποτέλεσμα την χούντα του Ιωαννίδη. Η πολιτική του βάση επίσης εξαϋλώθηκε σαν αποτέλεσμα της βίαιης καταστολής. Μετά το Πολυτεχνείο η χούντα μετρούσε έτσι και αλλιώς ημέρες.

Σαν αποτίμηση έχουν γραφτεί πολλά. Θα μείνω σε δύο κυρίαρχα αποτελέσματα που είχε η εξέγερση και η καταστολή του Πολυτεχνείου.

Το ένα, κατέστρεψε οριστικά την εικόνα της χούντας σαν κάποιων που φρόντισαν το γενικό καλό της κοινωνίας. Καταστρέφοντας επίσης την προσπάθεια φιλελευθεροποίησης και σταδιακής επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό, ο οποίος θα σήμαινε την πιθανή υστεροφημία των χουντικών αφού θα είχαν μείνει αλώβητοι και παρόντες στο πολιτικό παιχνίδι, ξεμπερδέψαμε μια και καλή με την παραμονή σαν επιλογής του αυταρχισμού και της στρατιωτικής δεσποτείας στην πολιτική μας ζωή.

Το άλλο, καταστρέφοντας την προσπάθεια επιστροφής του παλιού πολιτικού κόσμου στην εξουσία, ολικά ή μερικά, άνοιξε ο δρόμος για αυτό που ονομάζουμε «μεταπολίτευση», την δημιουργία νέων πολιτικών δυνάμεων με κορυφαία εκείνη του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Με βάση την ύστερη γνώση της καταστροφής που υπέστη η χώρα από τον αλόγιστο δανεισμό και την γιγάντωση ενός αδηφάγου και σπάταλου πελατειακού κράτους, δέσμιου ειδικών συμφερόντων, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό πρέπει να καταγραφεί στα θετικά.

Η ετερογονία των σκοπών. Που να φανταζόμουν όταν φώναζα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», ότι στην πραγματικότητα φώναζα «Εμπρός Ανδρέα, για μια Ελλάδα νέα». Αν το είχα υποψιαστεί θα είχα φαντάζομαι μετριάσει τον νεανικό μου ενθουσιασμό.

Τι αξία έχει σήμερα ο εορτασμός του Πολυτεχνείου;

Είχε την αξία του, σαν συμβολικό γεγονός, όσο η δημοκρατία μας αισθανόταν αβέβαια και επισφαλής ακόμα, και είχε την ανάγκη να θυμάται το γεγονός που ενταφίασε την ιδεολογία της χούντας, σαν σύμβολο της νεογέννητης δημοκρατίας μας. Αλλά σήμερα έχουμε πια ωριμάσει, οι δημοκρατικοί μας θεσμοί, παρά τις αδυναμίες τους έχουν αποκτήσει βάθος και δυνατές ρίζες στο συλλογικό μας υποσυνείδητο, μάλλον δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα τοτέμ, άλλο ένα σύμβολο για να μας θυμίζει ένα κακό παρελθόν.

Ας θάψουμε επιτέλους τους νεκρούς μας.