Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να κινηθεί αυτόνομα και ίσως και αντίθετα, ως προς την κίνηση που φαίνεται πως ετοιμάζεται να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα, που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια των επαφών με επενδυτικούς κύκλους του εξωτερικού.
Το γεγονός πως ο Δείκτης του Οικονομικού Κλίματος, που παρουσιάστηκε από την Eurostat, κατέδειξε κατά τον μήνα Ιούλιο, αύξηση προσεγγίζοντας το 105,3 είναι από μόνο του ιδιαίτερα σημαντικό. Από το ιστορικό χαμηλό του 43,1 που είχε καταγραφεί τον Μάρτιο του 2009, έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια και έχουν αλλάξει σημαντικά πράγματα στη χώρα. Έτσι ο Δείκτης καταγράφει νέα υψηλά, μετατρέποντας τις προσδοκίες σε μετρήσιμα μεγέθη.
Μάλιστα το 105,3 του Ελληνικού Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, είναι υψηλότερο από το 102,7 που κατέγραψε ο αντίστοιχος δείκτης της Ευρωζώνης. Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει την οικονομική διάθεση των πολιτών, των επιχειρηματιών και των καταναλωτών για το επόμενο χρονικό διάστημα. Και παρ' όλο που καταγράφει κατ' ουσίαν «προδιάθεση» και «συναίσθημα», ουσιαστικά λειτουργεί ως ανιχνευτής για την πορεία του ΑΕΠ, του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Άλλωστε η αύξηση στο ΑΕΠ, είναι η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη και εκεί στοχεύουν όλες οι μεταρρυθμίσεις και οι βαθιές τομές, που απαιτούνται και αρχίζουν να υλοποιούνται.
Η οικονομία της Ευρωζώνης κινήθηκε με +0,2% ως επακόλουθο της ασθενέστερης παγκόσμιας ζήτησης. Η Γερμανική λοκομοτίβα είδε τον δείκτη οικονομικού κλίματος να μειώνεται κατά -2,4 μονάδες, στις 95,7 μονάδες, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι ετών. Ένα γεγονός που προεξοφλεί πιθανότατα την υφεσιακή πορεία τη γερμανικής οικονομίας. Η μεταποίηση, οι εξαγωγές και οι κατασκευές, έχουν τραβήξει φρένο και σύμφωνα με όλους τους αναλυτές το πρόβλημα θα επεκταθεί σε όλη την ΕΕ.
Αλλά και στην γαλλική, την δεύτερη πιο δυνατή οικονομία της ΕΕ, εμφανίζεται μικρή επιβράδυνση, κυρίως λόγω της μείωσης των καταναλωτικών δαπανών. Οι αρνητικοί δείκτες στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ αναμένεται να προκαλέσουν την αντίδραση του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος βλέποντας πως η αναπτυξιακή προοπτική επιδεινώνεται, αναμένεται να προχωρήσει σε τόνωση της νομισματικής πολιτικής μέσω ενός νέου QE. Και αυτό είναι κάτι που χαροποιεί τις αγορές, διότι το «φτηνό» χρήμα είναι το αγαπημένο εργαλείο των κεφαλαιαγορών.
Όμως, σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μειωμένη καταναλωτική εμπιστοσύνη, από τις αρνητικές επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ εναντίον όλων, από την τελική φάση ενός έντονου Βrexit και από την εμφάνιση επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, η Ελλάδα καλείται να πάει κόντρα στο κλίμα. Διότι η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα εύθραυστη και ευάλωτη και οποιοδήποτε πισωγύρισμα θα ανατρέψει όλα τα θετικά σενάρια.
Οι μεταρρυθμίσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι fast track επενδύσεις είναι τα μοναδικά εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα, για να δημιουργήσει ευκαιρίες και προσελκύσει κεφάλαια, σαν το λιμάνι με τον ισχυρό λιμενοβραχίονα και με τον φωτεινό φάρο, μέσα στην τρικυμία της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας που βρίσκεται προ των θυρών.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.