Τα νέα από τις ΗΠΑ, για τον τρόπο με τον οποίον ξετυλίγεται το πρόγραμμα στήριξης της αμερικανικής οικονομίας από την FED και τον Λευκό Οίκο, δημιουργούν προβληματισμό, με όρους πραγματικής οικονομίας και ελεύθερου ανταγωνισμού. Η FED «σκουπίζει» εταιρικά ομόλογα αμφίβολης ποιότητας και ο Λευκός Οίκος αποφασίζει ποιες εταιρείες θα διασώσει.
Η απόφαση για τη σωτηρία της KODAΚ, αποτελεί ένα τέτοιο κλασσικό παράδειγμα. Ο Λευκός Οίκος με αδιευκρίνιστα κριτήρια, ουσιαστικά διέσωσε την εταιρεία, εντάσσοντας την από το πουθενά, σε ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα δανειοδότησης στα πλαίσια παρασκευής φαρμακευτικών δραστικών ουσιών. H εκτόξευση της τιμής της μετοχής της, από τα $2,62 στα $60 και η επιστροφή της στα $9,72 είναι ενδεικτική του τρόπου, με τον οποίο αντέδρασε η χρηματιστηριακή αγορά σε αυτήν την πρωτοφανή παρέμβαση του Λευκού Οίκου στα επιχειρηματικά δρώμενα.
Το παράδειγμα που έρχεται από τις ΗΠΑ, δεν είναι το μοναδικό. Η ανησυχία ότι μέσα από την παγκόσμια προσπάθεια που συντελείται στη μάχη κατά της πανδημίας του covid-19, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα κύμα κρατικών παρεμβάσεων αποφασιστικού χαρακτήρα, δεν είναι υπερβολική.
Στην Ευρώπη, θηριώδη ποσά θα βρίσκονται στα χέρια των κυβερνήσεων στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης και στήριξης της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο θα συμβεί και στη χώρα μας, όπου τα 71,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, θα αναζητήσουν την ορθολογική κατανομή τους κατά τη διάρκεια της επόμενης επταετίας, σε μια προσπάθεια αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.
Τα 71,7 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 36% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), είναι ένα τεράστιο ποσό, που προσφέρει την τελευταία ευκαιρία αλλαγής σελίδας για τη χώρα μας. Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα γίνεται αποδέκτης, ενός ποσού τέτοιου μεγέθους. Η Ελλάδα από το 1980 έως σήμερα, έχει ξοδέψει 160 δισ. ευρώ κοινοτικά κονδύλια χωρίς η οικονομία μας να έχει πετύχει την επιδιωκόμενη σύγκλιση με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Τα διαθρωτικά προγράμματα είχαν ως βασικό προσανατολισμό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων με τις αντίστοιχες της υπόλοιπης ΕΕ. Ωστόσο, ύστερα από 40 χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχοντας ξοδέψει σχεδόν ένα ΑΕΠ, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων της ΕΕ.
Και εδώ είναι, που εστιάζεται η ανησυχία και ο φόβος μας. Διότι παρ’ όλο που ο Θόδωρος Σκυλακάκης, ο νέος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, είναι ομολογουμένως ο κατάλληλος άνθρωπος να ηγηθεί της διαχείρισης αυτού του πακέτου των 71,7 δισ., δεν είμαστε σίγουροι για τον βαθμό εμπλοκής του κράτους, στη διοχέτευση αυτών των κεφαλαίων στην οικονομία. Οι αποφάσεις του κράτους, μπορούν να καταστρέψουν μια επιχείρηση ή ένα κλάδο και ταυτόχρονα να διασώσουν μια άλλη, δημιουργώντας συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με άρθρο του Liberal Voices Syndicated, που αναδημοσίευσε το liberal.gr, μόνο στη βάση δεδομένων της ΕΕ υπάρχουν περισσότερες από 33.000 καταγεγραμμένες ή υπό διερεύνηση περιπτώσεις κρατικής βοήθειας κατά τη διάρκεια των 20 τελευταίων ετών. Αυτό είναι το θέμα και σήμερα. Ότι δηλαδή πιθανότατα, το κράτος στα πλαίσια της τάχιστης διοχέτευσης πόρων ενίσχυσης της οικονομίας και της στρατηγικής κατεύθυνσης που ακολουθεί τις δικές της ράγες, πιθανόν να προβεί σε μια “επιλεκτική” και διακριτική αντιμετώπιση μέρους του επιχειρηματικού κόσμου και των επιχειρήσεων.
Μεγάλο ερώτημα τίθεται για τις 600.000 με 800.000 μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που με βάση τα ευρωπαϊκά κριτήρια δεν εντάσσονται ούτε καν στη κατηγορία των περιπτέρων. Αυτές αποτέλεσαν για χρόνια το καταφύγιο της εγχώριας επιχειρηματικότητας, που προσπαθούσε να ακροβατήσει ανάμεσα στις επιδοτήσεις, το βιοπορισμό, τη βιωσιμότητα, την φορολογική καταιγίδα, τον εισφοροδοτικό καταναγκασμό, το ερμητικά κλειστό τραπεζικό σύστημα και το ημιθανές μοντέλο συντήρησης και ανάπτυξης.
Ποιες από αυτές τις εταιρείες είναι βιώσιμες; Ποιες από αυτές τις εταιρείες ήταν βιώσιμες και πριν από τον covid-19; Ποιες από αυτές στις εταιρείες αξίζει να διασωθούν; Πόσες από αυτές τις εταιρείες ανήκουν σε κλάδους που έχουν προοπτική; Ποιες έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία που θα τους επιτρέψει να αναπτυχθούν; Ποιες επιχειρήσεις θα καταλήξουν στον Καιάδα; Πόσοι πόροι θα χαθούν και πάλι στο πιθάρι των Δαναϊδων;
Απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα, δυστυχώς έρχεται να δώσει το κράτος και όχι η αγορά. Διότι τόσα χρόνια, πολλές από αυτές τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις λαθροβιούσαν μέσα στο σύστημα, παρ’ όλο που με όρους αγοράς, ήταν ήδη νεκρές και θα έπρεπε να έχουν κλείσει προ πολλού. Το γεγονός ότι η επόμενη ημέρα, δεν εξαρτάται από τα περίφημα 100 δισ. ευρώ που έχει ανάγκη η Ελλάδα για επενδύσεις από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, αλλά από τα 71,7 δισ. ευρώ ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, είναι από μόνο του προβληματικό. Το γεγονός ότι για την κατεύθυνση αυτών των κεφαλαίων θα αποφασίζει το κράτος μέσα από τη δική του οπτική και όχι με όρους αγοράς, είναι κι αυτό προβληματικό.
* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
** Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.