Του Στέλιου Πέτσα*
Δύο χρόνια μετά την υπογραφή του 3ου, αχρείαστου, Μνημονίου έχουν κλείσει μόλις δύο αξιολογήσεις, αντί για έξι που θα έπρεπε με βάση τον Προγραμματισμό των τριμηνιαίων αξιολογήσεων του Μνημονίου. Δυστυχώς, όλα δείχνουν, ότι στο ίδιο έργο θεατές, θα ξαναζήσουμε μια παρατεταμένη περίοδο «συζητήσεων», αντί για μια ταχεία ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης όπως επιβάλει το συμφέρον της χώρας. Και αυτό για επτά, κυρίως, λόγους:
1ον. Στα δημοσιονομικά, η κυβέρνηση ήδη θεσμοθέτησε πρόσθετα μέτρα ύψους 5,1 δις ευρώ με περικοπές συντάξεων και αφορολογήτου ορίου, αρχής γενομένης από το 2019. Για το 2018, όμως, πως θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ; Η κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού στη Βουλή τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017. Σε αυτό η κυβέρνηση αναμένεται να επιβεβαιώσει την πρόβλεψη του ΜΠΔΣ 2018-2021 για οριακή υπέρβαση του στόχου. Όμως, σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του ΔΝΤ τον Ιούλιο, το Ταμείο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ, δηλαδή δημοσιονομικό κενό 1,3% του ΑΕΠ. Θα είναι πολύ δύσκολο να γεφυρωθεί αυτή η απόσταση σε μόλις μία αποστολή των Θεσμών τον Οκτώβριο. Και αυτό γιατί οι δανειστές θα πρέπει να πειστούν για μια μεγάλη και μόνιμη «υπεραπόδοση» έναντι του φετινού στόχου. Που μέχρι στιγμής, μέχρι και τον Ιούνιο 2017, δεν φαίνεται. Συνεπώς, θα απαιτηθούν περισσότερα στοιχεία, δηλαδή τουλάχιστον στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης μέχρι και τον Δεκέμβριο 2017 που, όμως, δεν θα είναι διαθέσιμα πριν από τον Ιανουάριο 2018...
2ον. Στο χρηματοπιστωτικό τομέα, η πρόοδος στην εξυγίανση των «κόκκινων δανείων» είναι πολύ αργή. Δεδομένου ότι οι στόχοι για μείωση των μη-εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και μη-εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) κατά περίπου 40% και 50% αντίστοιχα, είναι οπισθοβαρείς και επέρχονται το 2018 και κυρίως το 2019, οι συζητήσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των Θεσμών θα εξαρτηθούν από την καλή διάθεση των τελευταίων. Όμως, το ΔΝΤ στην τελευταία του Έκθεση κάνει λόγο για νέα επισκόπηση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών (AQR) και εκτιμά ότι μπορεί οι τράπεζες να χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση ύψους, τουλάχιστον, 10 δις ευρώ...
3ον. Στο Κράτος και τη Δημόσια Διοίκηση, η προσπάθεια του «συστήματος» αξιολόγησης που θέσπισε η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς. Την ίδια στιγμή, στα προαπαιτούμενα περιλαμβάνονται απαιτήσεις όχι μόνο για την αξιολόγηση, αλλά και για την κινητικότητα στη Δημόσια Διοίκηση. Α, και για την «καλή νομοθέτηση», μέσω μάλιστα διαδικασίας «διυπουργικής διαβούλευσης». Απαιτήσεις για καλή νομοθέτηση από την κυβέρνηση που ψήφισε 594 τροπολογίες σε 2,5 χρόνια, φαντάζουν ως τεράστιο πολιτικό, αλλά και ιδεολογικό, εμπόδιο που δύσκολα θα ξεπεραστεί σε 1,5 μήνα από τώρα. Οι δε υποσχέσεις για «μονιμοποιήσεις» χιλιάδων συμβασιούχων μπορεί, μέσω της κινητικότητας και της αξιολόγησης, να μετατραπούν σε απολύσεις και να αποτελέσουν πολιτικό και εσωκομματικό Βατερλό για ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
4ον. Στις ιδιωτικοποιήσεις, οι άλλοτε υψηλές προσδοκίες έχουν ψαλιδιστεί. Ακόμη και έτσι όμως, αποκρατικοποιήσεις όπως του Ελληνικού δεν μπορεί να συνεχίσουν να είναι βαλτωμένες, γιατί φτάνουν στα όρια του εμπαιγμού έναντι Ελλήνων και δανειστών. Περισσότερο από 3 χρόνια μετά είμαστε σχεδόν στο ίδιο σημείο που παρέδωσε η Κυβέρνηση Σαμαρά από τον Μάιο 2014. Έτσι, ένα αναπτυξιακό έργο δισεκατομμυρίων ευρώ και δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, στο πιο όμορφο οικόπεδο της Ευρώπης, που θα απογειώσει την «Αθηναϊκή Ριβιέρα», υποσκάπτεται συστηματικά από ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ που συνεχίζουν να διατυμπανίζουν ότι το έργο δεν θα γίνει...
5ον. Στα εργασιακά και στην κοινωνική πολιτική, η κυβέρνηση σε αντίθεση με την ρητορική της έχει δεχθεί όλα όσα ήθελαν οι δανειστές, από τις ομαδικές απολύσεις μέχρι την αναστολή της ρήτρας επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις συλλογικές συμβάσεις για όσο διαρκεί το Πρόγραμμα. Όμως, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών προνομίων, η θέσπιση του κανόνα «50% + 1» για την προκήρυξη απεργίας και η περικοπή των οικογενειακών και αναπηρικών επιδομάτων, είναι υψηλού πολιτικού κόστους αλλά και συμβολισμού για την κυβέρνηση.
6ον. Στα υπόλοιπα πεδία όπως, διαρθρωτικές πολιτικές, επιχειρήσεις δικτύων, συντάξεις, υγεία, επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, φορολογικοί κώδικες, δικαιοσύνη και διαφθορά, υπάρχουν πολλές και απαιτητικές προαπαιτούμενες δράσεις. Όμως, αυτό που είναι απαραίτητο για να προχωρήσουν είναι ο κυβερνητικός συντονισμός. Που όμως, όπως και πέρυσι, ενδέχεται να αποσυντονιστεί μετά από έναν ακόμη επικοινωνιακό κυβερνητικό ανασχηματισμό.
7ον. Πέραν των ανωτέρω έξι, βασικών, λόγων που μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική καθυστέρηση την 3η αξιολόγηση, καταλυτικό ρόλο μπορεί να παίξει το γεγονός ότι η κυβέρνηση «δεν έχει ανάγκη» την εκταμίευση κάποια δόσης από τους δανειστές για να μην πτωχεύσει. Η εμπειρία των δύο προηγούμενων ετών και αξιολογήσεων δείχνει ότι οι αξιολογήσεις και του 2016 και του 2017 «έκλεισαν» μόνο όταν πλησίαζε απειλητικά η ημερομηνία αποπληρωμής κάποιας μεγάλης αξίας ομολόγων. Η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δεν ενδιαφέρεται να πάρει δόσεις από το Πρόγραμμα για να ρίξει ρευστότητα στην στεγνή ελληνική οικονομία. Ακόμη και φέτος έκλεισε τη β'' αξιολόγηση παίρνοντας μόλις 8,5 δις ευρώ, αντί για 22,9 δις ευρώ που προέβλεπε ο χρηματοδοτικός προγραμματισμός του 3ου και του Συμπληρωματικού Μνημονίου μέχρι το τέλος του β'' τριμήνου 2017. Χαλαρά, λοιπόν. Οι επόμενες μεγάλες χρηματοδοτικές υποχρεώσεις είναι το καλοκαίρι του 2018...
Κατόπιν αυτών, η 3η αξιολόγηση, αντί να προχωρήσει γρήγορα, μπορεί να ακολουθήσει την πεπατημένη των προηγούμενων δύο: ατέρμονες συζητήσεις, κυβερνητικές σπόντες για διαφωνίες μεταξύ των δανειστών, δήθεν κόκκινες κυβερνητικές γραμμές, ρητορικές επιθέσεις στους «κακούς δανειστές» και τελικά άτακτη υποχώρηση, αφού όμως μετά από μήνες καθυστερήσεων και αβεβαιότητας, έχει πολλαπλασιαστεί το κόστος στην οικονομία και στους Έλληνες. Μακάρι, η προηγούμενη καταστροφική εμπειρία να συνετίσει τους κυβερνώντες. Αλλά η παροιμιώδης ανικανότητα και οι ιδεολογικές και πολιτικές αγκυλώσεις της κυβέρνησης δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο αισιοδοξίας.
* Ο κ. Στέλιος Πέτσας είναι Σύμβουλος Δημοσιονομικής Πολιτικής του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Μητσοτάκη.