Θα κατακτήσουν οι Κινέζοι την Ευρώπη;

Θα κατακτήσουν οι Κινέζοι την Ευρώπη;

Των Πλάμεν Τόντσεφ, επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), Πολυξένης Νταβαρίνου, ερευνήτριας στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)*

Με τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα στα ταμεία της, με εξαγωγές που αυξάνουν αλματωδώς, με ακόρεστη δίψα για ενέργεια και πρώτες ύλες, με εκδηλωμένη πρόθεση να κατακτήσει όλες τις μεγάλες αγορές του πλανήτη, η Κίνα αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους «παίκτες» στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική σκακιέρα.

Υπό αυτό το πρίσμα, η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να λείπει από το «χαρτοφυλάκιο» και τα σχέδια της ηγεσίας του Πεκίνου. Καθώς βρίσκεται σε στρατηγική θέση και διαθέτει μεγάλη τεχνογνωσία και δυνατότητες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιπροσωπεύει μία από τις πιο πολυπληθείς -μισό και πλέον δισ. κάτοικοι- και πλούσιες αγορές διεθνώς, η προσοχή των κινεζικών μεγαθηρίων (τα οποία ουσιαστικά βρίσκονται υπό τον έλεγχο του καθεστώτος) έχει στραφεί εδώ και δεκαετίες στη γηραιά ήπειρο.

Για την ίδια την Ευρώπη (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης), το γεγονός αυτό συνιστά κυριολεκτικά ένα «δίκοπο μαχαίρι». Η μία όψη έχει να κάνει με τις τεράστιες επενδυτικές ευκαιρίες, η άλλη όμως αφορά τους κινδύνους που συνοδεύουν τον σύγχρονο κινεζικό επεκτατισμό - με την ισορροπία να μην είναι πάντα εύκολη.

Επενδύσεις και εξαγορές

Η εντυπωσιακή αύξηση των εξαγορών στην Ευρώπη από κινεζικούς ομίλους είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Ειδικότερα όσον αφορά την κινεζική παρουσία στην Ελλάδα, αυτή γίνεται ιδιαιτέρως αισθητή στις υποδομές, ενώ ολοένα περισσότερες κινεζικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών. Επίσης, ο τουρισμός και η αγορά ακινήτων παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους Κινέζους επενδυτές.

Ταυτόχρονα, όμως, εξίσου γεγονός είναι ότι παραμένουν σε ισχύ πολλά εμπόδια ως προς την είσοδο των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά. Επίσης, ένα ακανθώδες θέμα είναι η μη αναγνώριση στην Κίνα του στάτους «οικονομία της αγοράς» (market economy status - MES), καθώς μέχρι τώρα ούτε η Ε.Ε. ούτε οι ΗΠΑ διαπιστώνουν επαρκή πρόοδο, ώστε να προβούν σ' αυτή τη σημαντική συμφωνία.

Τούτων δοθέντων, το δίκτυο ΕΤNC (1) απαριθμεί τις ευκαιρίες, αλλά και τις «παρενέργειες» που συνοδεύουν τις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη. Τονίζεται δε ότι, χωρίς να παραβλέπονται τα δυνητικά οφέλη για την ευρωπαϊκή οικονομία, η «όρεξη» των κινεζικών επιχειρήσεων για δραστηριοποίηση στη γηραιά ήπειρο πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή. Και πάλι σε σχέση με την Ελλάδα, σημειώνεται ότι η Κίνα διαθέτει μακροπρόθεσμο όραμα, συνεκτική στρατηγική, αποφασιστικότητα και μια δομημένη κρατική μηχανή για τη δρομολόγηση και τον συντονισμό των προσπαθειών της. Τα κινεζικά σχέδια ασφαλώς προσφέρουν ευκαιρίες για την ελληνική πλευρά, αλλά προωθούνται με βάση τις κινεζικές προτεραιότητες, τη στιγμή που η Ελλάδα δεν διαθέτει μια ξεκάθαρη πολιτική απέναντί τους.

Για όλους αυτούς τους λόγους, τον Σεπτέμβριο του 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε επίσημη πρότασή της για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού αξιολόγησης και εποπτείας (screening) των άμεσων ξένων επενδύσεων, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς σχετίζεται με την αυξανόμενη παρουσία των κινεζικών επιχειρήσεων στην Ε.Ε. Ως νομιμοποιητική βάση αυτής της πρότασης, η Κομισιόν επικαλείται επενδυτικές πρωτοβουλίες που ενδέχεται να άπτονται της δημόσιας τάξης και ασφάλειας μέσω της εξαγοράς στρατηγικής σημασίας υποδομών ή λόγω της πρόσβασης σε ευαίσθητες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, προτείνεται ο στενότερος συντονισμός μεταξύ των κρατών-μελών και η αυξημένη διαφάνεια κατά την πραγματοποίηση των σχετικών επενδύσεων.

Συνεπώς, διαπιστώνεται η ανάγκη το Πεκίνο να προβεί σε κάποια αναθεώρηση της στάσης του, εάν πράγματι επιδιώκει τη θωράκιση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν αποκλείεται να ενισχυθεί η τάση για επαναφορά προστατευτικών πρακτικών, τις οποίες δεν επιθυμούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά ούτε και το Πεκίνο, όπως δηλώνουν με κάθε ευκαιρία Κινέζοι αξιωματούχοι. Το δίκτυο ΕΤNC υπογραμμίζει ότι μια τέτοια αρνητική εξέλιξη θα αντέστρεφε την «αμοιβαία ωφέλιμη συνεργασία» (win-win) σε αμοιβαία επιζήμια (lose-lose).

Οφέλη, κατόπιν αξιολόγησης

Στην έκθεση αναγνωρίζεται ότι οι κινεζικές επενδύσεις μπορούν να αποτελέσουν πηγή σημαντικών κεφαλαίων στις ευρωπαϊκές οικονομίες και να συμβάλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, όπως και στην τεχνολογική αναβάθμιση πολλών επιχειρήσεων. Ωστόσο, δεν αποκλείεται μια εις βάθος αξιολόγηση του οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου που έχουν οι κινεζικές επενδύσεις στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να αποδείξει ότι το συνολικό ισοζύγιο είναι εν τέλει προς όφελος της Κίνας και εις βάρος της Ευρώπης. Συνεπώς, το δίκτυο ΕΤNC υπογραμμίζει την ανάγκη σε όλες τις χώρες-μέλη να γίνεται λεπτομερής εκτίμηση των οφελών, αλλά και των πιθανών παρενεργειών που μπορεί να συνεπάγονται οι κινεζικές επενδύσεις.

Ενα κατανοητό παράδειγμα αφορά την τόνωση της απασχόλησης που προσδοκάται πως θα φέρει η αυξανόμενη παρουσία των κινεζικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη. Το 2017, οι κινεζικές επιχειρήσεις στο Βέλγιο απασχολούσαν 18.586 εργαζομένους. Στη Γαλλία, ο αντίστοιχος αριθμός είναι 45.000 και στη Βρετανία 26.000. Ωστόσο, ενδιαφέρον έχει η επισήμανση ότι σε αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε. οι θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί μέσω των κινεζικών επενδύσεων είναι πολύ λίγες. Λόγου χάρη, το υπουργείο Οικονομίας της Ισπανίας υπολογίζει ότι στη χώρα απασχολούνται μόλις 2.661 εργαζόμενοι σε κινεζικές επιχειρήσεις, ενώ οι ισπανικές επιχειρήσεις στην Κίνα έχουν δημιουργήσει 30.674 θέσεις εργασίας. Σε αυτά προστίθεται και η επισήμανση ότι εξαιτίας του ανταγωνισμού που υφίστανται οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές μονάδες έχουν χαθεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στη γηραιά ήπειρο.

Πολιτικές προεκτάσεις

Τέλος, δεν λείπει από την έκθεση του ETNC η ανάλυση δυνητικών (γεω)πολιτικών προεκτάσεων των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη. Παραδείγματος χάριν, εκφράζονται ανησυχίες για την εξάπλωση μεγάλων κινεζικών ομίλων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και δη σε τομείς που σχετίζονται με την έννοια της ασφάλειας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η COSCO, η οποία ελέγχει λιμάνια όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία, την Ιταλία, την Ισπανία και στο Βέλγιο.

Με ιδιαίτερη προσοχή εξετάζεται η συμπεριφορά κρατών-μελών της Ε.Ε. που φαίνεται να είναι ευάλωτες σε πολιτικές πιέσεις από το Πεκίνο. Υπενθυμίζεται η χαρακτηριστική περίπτωση της Ελλάδας και της Ουγγαρίας, που έχουν υποστηρίξει την Κίνα σε θέματα διεθνούς πολιτικής, π.χ. στη διένεξη για το καθεστώς της Νότιας Σινικής Θάλασσας ή σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σημειωτέον, στην έκθεση του ETNC τονίζεται ότι μερικές από τις προσδοκίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Λόγου χάρη, μετά το 2010 η Ουγγαρία έχει αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με το Πεκίνο κι έχει προβεί σε σημαντικές διπλωματικές χειρονομίες, ωστόσο δεν έχει «εισπράξει» σε αντάλλαγμα αξιόλογες κινεζικές επενδύσεις.

Με μια ματιά

- Οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια και επηρεάζουν καθοριστικά το σύνολο των ευρωκινεζικών σχέσεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του εξειδικευμένου οίκου Rhodium Group, ο όγκος των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) από την Κίνα ανήλθε σε 35 δισ. ευρώ το 2016, από μόλις 1,6 δισ. ευρώ το 2010.
- Ταυτόχρονα, η εκροή κινεζικών επενδυτικών κεφαλαίων αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο το επόμενο χρονικό διάστημα, καθώς στην παρούσα φάση αντιστοιχούν στο πενιχρό 10% του ΑΕΠ της Κίνας. Σημειώνεται ότι σε προηγμένες οικονομίες το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο, π.χ. πάνω από το μισό ΑΕΠ της Γαλλίας ή της Βρετανίας, 39% στην περίπτωση της Γερμανίας, 34% των ΗΠΑ και 28% της Ιαπωνίας.
- Οι κινεζικές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται πάντα για τις πωλήσεις των προϊόντων και υπηρεσιών τους στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά οι στόχοι τους περιλαμβάνουν πλέον: πρόσβαση σε υψηλές τεχνολογίες, βελτίωση της θέσης τους σε άλλες ηπείρους μέσω των ευρωπαϊκών δικτύων και αύξηση του οικονομικού και πολιτικού βάρους του Πεκίνου σε παγκόσμια κλίμακα.
- Γίνεται φανερό ότι η δραστηριοποίηση μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων εποπτεύεται κι ενδεχομένως συντονίζεται από το Πεκίνο για λόγους πολιτικούς. Ανιχνεύονται, επίσης, γεωπολιτικές επιδιώξεις σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τον έλεγχο στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκών υποδομών.
- Ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού καθίσταται στρατηγική του Πεκίνου με τον πλέον επίσημο τρόπο, όπως αποδεικνύουν οι αποφάσεις του πρόσφατου 19ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας.
- Αναγνωρίζεται ότι οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη μπορούν να εξασφαλίσουν σημαντικά οφέλη και τονίζεται ότι η Ε.Ε. και η Κίνα έχουν πολλούς κοινούς στόχους, π.χ. σε ό,τι αφορά την παγκόσμια σταθερότητα και ανάπτυξη ή την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών. Ταυτόχρονα, ενισχύονται οι ευρωπαϊκές φωνές που ζητούν από το Πεκίνο απρόσκοπτη πρόσβαση στην κινεζική αγορά βάσει αμοιβαιότητας, ειδάλλως τίθεται εν αμφιβόλω η ρητορεία περί «αμοιβαία ωφέλιμης συνεργασίας» μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας.

Κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα και ελληνοκινεζικές σχέσεις

Η αυξανόμενη κινεζική παρουσία στη χώρα μας, όπως και οι οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις της είναι το αντικείμενο πρόσφατης μελέτης του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), με τον τίτλο «Κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα και η συνολική εικόνα των ελληνοκινεζικών σχέσεων».

Ο συνολικός όγκος των κινεζικών επενδύσεων στην Ελλάδα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Τα ποσά που αναφέρονται στις διάφορες πηγές είναι διαφορετικά μεταξύ τους και με σημαντικές αποκλίσεις. Ο οίκος Rhodium Group εκτιμά ότι το σύνολο των κινεζικών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Ελλάδα για την περίοδο 2000-2016 ανέρχεται στα 840 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) υποδεικνύει ένα αρκετά χαμηλότερο ποσό, στα 587,2 εκατ. ευρώ. Η διαφορά προκύπτει κυρίως από τα μεθοδολογικά εργαλεία: π.χ. υπάρχουν είδη δαπανών (π.χ. πληρωμές για μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές) που, αν και δεν υπολογίζονται ως ΑΞΕ, αποτελούν σημαντικά έσοδα για το ελληνικό κράτος. Η COSCO υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι μετά το 2009 η συνεισφορά της στο ελληνικό Δημόσιο με τη μορφή φόρων και μισθών ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, ωστόσο οι δαπάνες αυτές δεν θεωρούνται «ξένη επένδυση».
Αν και οι παραδοσιακές μέθοδοι καθορισμού και υπολογισμού των ΑΞΕ αδυνατούν να απεικονίσουν πλήρως τις κινεζικές επενδύσεις, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι προς το παρόν η Κίνα δεν ανήκει στους σημαντικότερους ξένους επενδυτές στη χώρα μας - σύμφωνα με την ΤτΕ, μέχρι το 2015 δεν βρισκόταν καν στην πρώτη δεκάδα. Ταυτόχρονα, σημειώνεται ότι η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει τεράστιο επενδυτικό κενό, με πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά της. Το κενό αυτό αποτελεί δομικό ελάττωμα της ελληνικής οικονομίας, τη στιγμή που η ανάγκη για επενδύσεις υπολογίζεται στα 270 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2017-2022. Επομένως, εγείρεται εκ των πραγμάτων το εξής ερώτημα: Κατά πόσον οι παρούσες (και μελλοντικές) κινεζικές επενδύσεις μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα να βγει από το δημοσιονομικό και οικονομικό της αδιέξοδο;

Βασικοί τομείς ενδιαφέροντος

Αδιαμφισβήτητα, η ναυαρχίδα των κινεζικών επενδύσεων στην χώρα μας είναι η επένδυση της COSCO στον Πειραιά. Μετά την εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών του ΟΛΠ το 2016, η εταιρεία ξεκίνησε την πραγματοποίηση ενός επενδυτικού σχεδίου πολλών εκατομμυρίων, με σκοπό την ανάδειξη του Πειραιά σε κορυφαίο κόμβο για φορτηγά και επιβατηγά πλοία (π.χ. κρουαζιερόπλοια) στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενδεικτικά, στόχος της εταιρείας είναι η εξυπηρέτηση 3 εκατομμυρίων επιβατών ήδη από το 2018, ενώ από τις εγκαταστάσεις της COSCO ήδη περνούν περίπου 4 εκατ. εμπορευματοκιβώτια ετησίως.

Εκτός από τον Πειραιά, που είναι ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα λιμάνια στην Ευρώπη και τον κόσμο, η επόμενη μεγαλύτερη κινεζική επένδυση στην Ελλάδα είναι η εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από την China State Grid International Development Ltd., με το αντίτιμο των 320 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, κινεζική συμμετοχή -της Fosun- καταγράφεται και στην κοινοπραξία υπό τη Lamda Development για το Ελληνικό, το μεγαλύτερο επενδυτικό σχέδιο στη χώρα αυτή τη στιγμή. Σημειώνεται, επίσης, ότι η China Development Bank έχει αποκτήσει πρόσβαση στην Ελλάδα, τη στιγμή που οι ελληνικές τράπεζες δεν δύνανται να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομών. Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις, οι σχετικές συζητήσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης 2017-2019, που υπεγράφη μεταξύ των δύο χωρών τον Μάιο του 2017.

Οι κινεζικές επιδιώξεις

Η δραστηριότητα των Κινέζων επενδυτών στη χώρα συνδέεται με την επίτευξη ενός πολύ σημαντικού στόχου της Κίνας: την κατασκευή ενός διασυνοριακού διαδρόμου μεταφορών από τη Μεσόγειο προς την Κεντρική Ευρώπη. Η δημιουργία του διαδρόμου αυτού θα επιτρέψει στην Κίνα να επιτύχει δύο βασικούς στρατηγικούς σκοπούς της: πρώτον, τη μείωση του κόστους μεταφοράς για τα προϊόντα της και, δεύτερον, τη βελτιωμένη πρόσβαση και παρουσία της, τόσο στην ευρωπαϊκή αγορά όσο και στη λεκάνη της Μεσογείου.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αυξανόμενη κινεζική παρουσία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παρούσα δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας και την τρέχουσα οικονομική κρίση στη χώρα μας. Οι αναγκαίες και επώδυνες μεταρρυθμίσεις που συντελούνται τα τελευταία χρόνια επιτρέπουν στους Κινέζους επενδυτές να επωφεληθούν από την καθυστερημένη απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας. Συγχρόνως, ορισμένα κινεζικά επενδυτικά σχέδια σκοντάφτουν στην πολιτική αστάθεια, τη γραφειοκρατία, τη νομική αβεβαιότητα ή στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για τον θεμιτό ανταγωνισμό. Κορυφαίο παράδειγμα για την τροποποίηση των αρχικών κινεζικών επιδιώξεων αποτελεί η απόφαση της COSCO να παραμείνει εκτός διεκδίκησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, παρά την επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος από τον ίδιο τον Κινέζο πρωθυπουργό, Λι Κεκιάνγκ κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 2014.

Η στενή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων κινεζικών εταιρειών, οι οποίες στην πλειονότητά τους είναι θυγατρικές μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων (SOEs), είναι ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο. Γίνεται πλέον εμφανές ότι γύρω από τη μεγάλη επένδυση της COSCO στον Πειραιά δημιουργείται ένα άτυπο κινεζικό δίκτυο με σημαντική δυναμική, για το οποίο ασφαλώς απαιτείται περισσότερη πληροφόρηση. Σε κάθε περίπτωση, έχει γίνει σαφές ότι ο Πειραιάς λειτουργεί ως «επένδυση-μαγνήτης», προσελκύοντας νέες κινεζικές επενδύσεις σε τομείς πέραν της μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Είναι επίσης σαφές ότι πολλές κινεζικές επιχειρήσεις έχουν βλέψεις πέραν της ελληνικής αγοράς. Λόγου χάρη, η State Grid σχεδιάζει να αναπτύξει ένα ευρύτερο δίκτυο στηριζόμενο στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια, ανοίγοντας τον δρόμο για μελλοντικές συνεργασίες που θα έχουν ως στόχο τους τα Βαλκάνια και τη λεκάνη της Μεσογείου.

Αναγνωρίζοντας στόχους, αλλά και τομείς προς αποφυγήν, το Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας και η Εθνική Επιτροπή Ανάπτυξης και Μεταρρύθμισης (NDRC) έχουν εκδώσει ανακοινώσεις, κατηγοριοποιώντας τις κινεζικές επενδύσεις στο εξωτερικό σε «απαγορευμένες», «περιορισμένες» και «υποστηριζόμενες». Ετσι, το Πεκίνο έχει κηρύξει παράνομες τις επενδύσεις σε τυχερά παιχνίδια και τη βιομηχανία του σεξ, ενώ η αγορά ακινήτων, τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ο κινηματογράφος, η αναψυχή και ο αθλητισμός υπόκεινται σε περιορισμούς. Αντιθέτως, οι εταιρείες που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος» (Νέος Δρόμος του Μεταξιού), χαίρουν εμφανούς κρατικής υποστήριξης.

Η... μιάμιση στρατηγική Κίνας και Ελλάδας

Οπως προαναφέρθηκε, η στρατηγική της Ελλάδας έναντι των κινεζικών επενδύσεων εμφανίζεται ασαφής και ακατέργαστη προς το παρόν, τρέφοντας παράλληλα μεγάλες προσδοκίες σχετικά με τα προσδοκώμενα οφέλη για τη χώρα μας (πώληση μετοχών, τέλη, φόροι, ασφαλιστικές εισφορές, δημιουργία θέσεων εργασίας). Ενδεικτική είναι η κάπως αισιόδοξη εκτίμηση του ΙΟΒΕ σχετικά με τη μελλοντική δημιουργία θέσεων εργασίας - 31.000 θέσεις εργασίας στον Πειραιά και 70.000 στο Ελληνικό. Ως μέτρο σύγκρισης, ο υπολογισμός για τις θέσεις εργασίας που έχουν ήδη δημιουργηθεί από την COSCO μέχρι στιγμής είναι 1.000 ώς 1.100.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για την αξιοποίηση των ξένων επενδύσεων -συμπεριλαμβανομένων των κινεζικών- είναι η απουσία μιας σταθερής στάσης του ελληνικού κράτους ως προς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εθνική οικονομία και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Ταυτοχρόνως, η ύπαρξη ενός συγκροτημένου μηχανισμού αξιολόγησης επενδύσεων στην χώρα μας είναι αμφίβολη, όταν στην πράξη υπάρχουν διάφορα κωλύματα που παρεμποδίζουν την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Ως χαρακτηριστική περίπτωση αναφέρεται το επενδυτικό project στο Ελληνικό, που έχει συναντήσει ποικίλα εμπόδια, μολονότι δεν αποτελεί υποδομή στρατηγικής σημασίας με τυχόν (γεω)πολιτικές προεκτάσεις.

Βαδίζοντας σε τεντωμένο σκοινί

Το ερώτημα αν η προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Κίνας πράγματι θα εξελιχθεί σε «στρατηγική σχέση» μπορεί να απαντηθεί μόνο στο μέλλον. Πάντως, σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει γίνει υποψήφιο μέλος της Asian Infrastructure Investment Bank (AIIB), ενώ επιθυμεί την έναρξη συνομιλιών και με τη New Development Bank, που έχει συσταθεί από τις χώρες BRICS. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να δραστηριοποιηθεί στην πλατφόρμα 16+1 για τη συνεργασία μεταξύ Κίνας και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Το γεγονός ότι η χώρα μας έχει ταχθεί υπέρ της Κίνας σε ευαίσθητα πολιτικά θέματα (καθεστώς της Νότιας Σινικής Θάλασσας, ανθρώπινα δικαιώματα) έχει προκαλέσει έκδηλη ενόχληση στην Ε.Ε., ενώ στη Δύση εκφράζονται ανησυχίες και γεωπολιτικής φύσης. Σχετικά με την εν εξελίξει συζήτηση για την αξιολόγηση ξένων επενδύσεων στην Ευρώπη, η Ελλάδα φαίνεται να βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη θέση της ως χώρας-μέλους της Ε.Ε. και τις προτεραιότητες του Πεκίνου. Ενώ είναι σαφές ότι η προσέγγιση Ελλάδας - Κίνας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, όπως και σε κάποια δυσαρέσκεια προς την Ε.Ε., υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον οι πολιτικές χειρονομίες της Αθήνας προς το Πεκίνο θα αποβούν ωφέλιμες για τη χώρα μας.

Το μέλλον των ελληνοκινεζικών σχέσεων

Δεδομένων των τεράστιων αναγκών της ελληνικής οικονομίας, οι κινεζικές επενδύσεις είναι -πέραν πάσης αμφιβολίας- αναγκαίες και καλοδεχούμενες, όπως άλλωστε είναι αναγκαίες και καλοδεχούμενες όλες οι ξένες επενδύσεις από νόμιμες πηγές. Θα ήταν, ωστόσο, χρήσιμο για τη χώρα μας η προσέλκυση και πραγματοποίησή τους να βασίζεται σε ενδελεχή αξιολόγηση και προσδιορισμό συγκεκριμένων στόχων από την ελληνική πλευρά.

Οι ελληνοκινεζικές σχέσεις θα συνεχίσουν αναμφίβολα να αναπτύσσονται τα επόμενα χρόνια, αλλά είναι απαραίτητο η Ελλάδα να βρει τη χρυσή τομή, ώστε να επιτύχει μια πραγματικά αμοιβαία επωφελή συνεργασία με την Κίνα. Στο κάτω κάτω, το σύνθημα για win-win cooperation είναι κάτι που επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση της φίλης Κίνας.

(1) Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ινστιτούτων και Πανεπιστημίων που ειδικεύονται σε Κινεζικές Σπουδές (European Think-tank Network on China - ETNC) δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 2014. Το ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ) είναι ιδρυτικό μέλος του ΕΤNC κι ένας από τους 20 φορείς που απαρτίζουν το δίκτυο στη σημερινή του μορφή.

Πριν από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε η τρίτη ετήσια έκθεση του ETNC, με τίτλο «Κινεζικές Επενδύσεις στην Ευρώπη: Προσέγγιση Κατά Χώρα» (Chinese Investment in Europe: A Country-Level Approach). Η έκθεση είναι διαθέσιμη στην αγγλική γλώσσα στον ιστότοπο του ΙΔΟΣ, http://idos.gr/chinese-investment-europe-country-level-approach/

Επιμέλεια: Γιώργος Παυλόπουλος

* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», Αρ. φύλλου 30, Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018.