Του Κώστα Μήλα*
Μετά και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης (μέχρις ότου βέβαια να ακολουθήσει η επόμενη!), το κόστος δανεισμού του 10-ετούς ελληνικού ομολόγου παρουσίασε σαφή πτώση. Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, το 10ετές yield έχει υποχωρήσει στο 5,4% επίπεδο το οποίο είχε η χώρα μας ξαναδεί στα τέλη του 2009.
Η αποκλιμάκωση του yield είναι ασφαλώς σημαντική καθώς το κόστος δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα συνδέεται άμεσα με το κόστος δανεισμού του ελληνικού κράτους οπότε και δημιουργούνται βάσιμες (;) ελπίδες ότι θα καταγραφεί μεγάλη εισροή επενδύσεων. Μακάρι να συμβεί αυτό καθώς, ενδεχόμενη αναθέρμανση των επενδύσεων, θα επιταχύνει την ανάπτυξη αλλά και την αποκλιμάκωση της ανεργίας την οποία σήμερα ο Mario Draghi εκτιμά στο απαγορευτικό 31,3%.
Θα δούμε όμως «άνοιξη» των επενδύσεων; Το ΔΝΤ παραμένει δύσπιστο. Σύμφωνα με τις τελευταίες του προβλέψεις, οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα παρουσιάσουν μικρή αύξηση από το 9,8% του ΑΕΠ το 2016 στο 11,2% του ΑΕΠ το 2018 και «μόνο» στο 14,1% του ΑΕΠ το 2022. Την ίδια περίοδο, οι επενδύσεις στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Περιφέρεια θα κινηθούν πολύ υψηλότερα, ήτοι, στο 18,6% του ΑΕΠ στην Πορτογαλία και στο 20,9% του ΑΕΠ στην Ισπανία για το 2022.
Αυτό συμβαίνει διότι η επιστροφή στην κανονικότητα προϋποθέτει επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών για τις οποίες οι επενδυτές πρέπει να πεισθούν προτού επενδύσουν τα κεφάλαια τους στην Ελλάδα. Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει ακόμα, όπως εξηγώ στο Γράφημα 1.
Το Γράφημα 1 προέρχεται από τη βάση δεδομένων της World Bank η οποία, μεταξύ 215 κρατών, μας κατατάσσει πολύ χαμηλότερα από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης (και δη τα GIIPS: Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία) ως προς την επίδοση μας στον δείκτη «κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» (government effectiveness). Ο συγκεκριμένος δείκτης καταγράφει την ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και τον βαθμό ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού από πολιτικές πιέσεις. Ανάλογη εικόνα (πάλι από το Γράφημα 1) προκύπτει και από τις επιδόσεις μας ως προς τον δείκτη «ποιότητας των θεσμών και κανονισμών» (regulatory quality) ο οποίος καταγράφει την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί/εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα.
Σημειώνω ότι τα παραπάνω στοιχεία είναι διαθέσιμα μόνο μέχρι το 2015. Τα στοιχεία για το 2016 αναμένονται σύντομα αλλά θα μου προξενήσει πραγματικά μεγάλη εντύπωση εάν η κυβέρνηση Τσίπρα «κατάφερε» (μεγάλες) βελτιώσεις το 2016 (ή το 2017)...
Τα παραπάνω σίγουρα γνωρίζουν οι «επίδοξοι» επενδυτές και δεν «ρισκάρουν» ακόμα τις επενδύσεις στην Ελλάδα. Επιπλέον, τα πρωτογενή πλεονάσματα, μέχρι και 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και κοντά στο 2% για τα επόμενα... 40 χρόνια τα οποία προκρίνει η Τρόικα, ένα πράγμα καταδεικνύουν: Κανείς, σε διεθνές επίπεδο, δεν εμπιστεύεται τον κ. Τσίπρα. Την ίδια στιγμή όμως, κανείς, πόσο μάλλον οι επενδυτές, δεν εμπιστεύεται και... τους επόμενους πρωθυπουργούς της Ελλάδας σε βάθος...40 ετών! Συνεπώς, μπορούμε ενδεχομένως να βγούμε από την «βαρυχειμωνιά», άλλα «άνοιξη» στις επενδύσεις δύσκολα θα δούμε...
*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής και πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.