Η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς ισορροπίας, μέσω της κάλυψης του παραγωγικού κενού και της ανάκαμψης του τουρισμού, είναι το πρώτο μεγάλο στοίχημα των επόμενων μηνών και ετών, ενώ σε συνδυασμό με τις θετικές επιπτώσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, μπορεί να δούμε ώθηση στο ΑΕΠ άνω των 50 δισ. ευρώ έως το 2026.
Αυτό σημειώνει στο Liberal.gr, ο κ. Θόδωρος Σκυλακάκης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, εκτιμώντας παράλληλα ότι μέσα στην επόμενη πενταετία θα καλυφθεί μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού που εμφανίζει η ελληνική οικονομία.
Ο κ. Σκυλακάκης τονίζει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης είναι εργαλείο μετάβασης σε μια νέα Ελλάδα και όχι αυτοσκοπός, σε μια νέα Ελλάδα που θα καινοτομεί και θα πρωτοπορεί, όπως συνέβη με το εξαιρετικά αποτελεσματικό σύστημα εμβολιασμού και την ταχύτατη κατάρτιση και υποβολή στην Κομισιόν του Σχεδίου Ανάκαμψης.
Η τελική επιτυχία θα έρθει, σύμφωνα με τον ίδιο, αν εκτός από τις επενδύσεις που θα γίνουν λόγω χρηματοδότησης του Ταμείου, δούμε και εισροή πολλών επενδύσεων εξαιτίας του ότι θα υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αναλύει το πως θα επιτευχθούν οι στόχοι της ανάπτυξης, δίνει παραδείγματα για τα ορόσημα και τους στόχους βάσει των οποίων θα γίνουν οι εκταμιεύσεις τα επόμενα χρόνια, εκτιμά ότι το 2022 η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει μηδενικό έλλειμμα και μιλάει για τους δημοσιονομικούς κανόνες μετά την πανδημία.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
Ας ξεκινήσουμε από την επικαιρότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, στο πρώτο 4μηνο του έτους το έλλειμμα εμφανίζεται αυξημένο σε σύγκριση με τους στόχους. Πιστεύετε ότι θα «μαζέψει» στο β' εξάμηνο και τι περιμένετε για του χρόνου;
Η πορεία του προϋπολογισμού ειδικά φέτος είναι συνάρτηση της πανδημίας. Είχαμε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια lockdown και αυτό σήμαινε πρόσθετα έξοδα και λιγότερα έσοδα.
Στο β' εξάμηνο θα εξαρτηθεί η πορεία μας από τον τουρισμό. Έχουμε κάνει μία πρόβλεψη στον αρχικό προϋπολογισμό για έσοδα άνω του 50% του 2019, τώρα στο πρόγραμμα σταθερότητας η πρόβλεψη είναι γύρω στο 45%. Ανάλογα με την πορεία του τουρισμού θα εξαρτηθεί και η πορεία του προϋπολογισμού. Κατά τα άλλα, η οικονομία επανέρχεται.
Η βασική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουμε είναι η πορεία του τουρισμού, που μπορεί να πάει και καλύτερα του προβλεπόμενου. Για του χρόνου έχουμε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα σταθερότητας πρόβλεψη για πολύ δυναμική ανάπτυξη. Όσον αφορά το έλλειμμα εκτιμώ ότι το 2022 θα προσεγγίσουμε το 0% σε επίπεδο πρωτογενούς αποτελέσματος.
Και αφού μιλάμε για το έλλειμμα, τάσσεστε κι εσείς υπέρ της αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων μετά το 2022; Ο Μάριο Ντράγκι, για παράδειγμα, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί επισημαίνει αυτή την ανάγκη. Έχει ανοίξει η συζήτηση στην Ευρώπη και τι πιστεύετε ότι θα συμβεί τελικά;
Αρχικά να πούμε ότι η συζήτηση έχει ανοίξει. Θα ήθελα να τονίσω ωστόσο ότι η Ελλάδα, ανεξάρτητα με το τι θα συμβεί με τους δημοσιονομικούς κανόνες, θα πρέπει να επιτυγχάνει ικανά πρωτογενή πλεονάσματα στα επόμενα χρόνια για λόγους που σχετίζονται με το ύψος του δικού της δημοσίου χρέους. Αυτό που δεν πρέπει να έχουμε είναι υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα, ή υπερβάσεις των πρωτογενών πλεονασμάτων όπως γινόταν από την προηγούμενη κυβέρνηση η οποία έκανε μάλιστα συστηματικές και μεγάλες υπερβάσεις.
Μιλάτε για δημοσιονομική σύνεση και εγκράτεια μετά την πανδημία, όμως οι όροι αυτοί για πολλούς συνδέονται με μνημόνια. Τι θα πρέπει να περιμένουμε;
Η συζήτηση για τα δημοσιονομικά μας φέρνει πίσω πάντα τραυματικές εμπειρίες με βάση αυτά που περάσαμε την τελευταία δεκαετία. Όμως η Ελλάδα έχει στοχεύσει και οδεύει προς την κατάκτηση, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, της επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει την έξοδο της χώρας από το καθεστώς «ειδικής περίπτωσης» με τον τρόπο που το είχαμε έως σήμερα γνωρίσει. Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή που πρέπει να περιμένουμε.
Ένα πιο σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο δεν θα εμποδίσει την ανάπτυξη που τόσο πολύ έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία; Με άλλα λόγια, μήπως εφαρμόζοντας λιγότερο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές αφαιρούμε οξυγόνο από την οικονομία και θέτουμε σε κίνδυνο τους στόχους του Σχεδίου Ανάκαμψης;
Όχι, δεν θα το έλεγα. Ο προϋπολογισμός μας έχει τη δυνατότητα να παράγει λογικά πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτή είναι η δομή του και σταδιακά η ανάπτυξη θα φέρει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.
Έχετε πει ότι θα εκταμιευθούν περί τα 7,9 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης φέτος. Σε τι έργα θα κατευθυνθούν τα χρήματα αυτά;
Τα 7,9 δισ. ευρώ είναι τα χρήματα που θα λάβουμε. Η απορρόφηση που προγραμματίζουμε δεν ακολουθεί την είσπραξη των πόρων στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Η απορρόφηση θα αναπτύσσεται σταδιακά γιατί το Σχέδιο θα εγκριθεί κάποια στιγμή στις επόμενες εβδομάδες ή μήνες και προφανώς δεν μπορούμε να έχουμε πολύ μεγάλη απορρόφηση στους λίγους μήνες που απομένουν.
Έχουμε όμως βάλει πολύ υψηλούς στόχους για το 2022, όπου καλούμαστε να διπλασιάσουμε τις απορροφήσεις σε σχέση με το υφιστάμενο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και να πάμε από τα 5 δισ. ευρώ στα 10 δισ. ευρώ, σε πραγματικές πληρωμές. Και αυτό είναι ένας εξαιρετικά φιλόδοξος στόχος και μια μεγάλη πρόκληση.
Τελευταία βλέπουμε επενδυτικούς οίκους ή οίκους αξιολόγησης να «πιστοποιούν» ότι η Ελλάδα, αξιοποιώντας τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης στο σύνολό τους (δάνεια + επιδοτήσεις) θα είναι η χώρα της Ευρώπης με τα μεγαλύτερα οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του ΑΕΠ. Είστε ο άνθρωπος που έχει συντονίσει την κατάρτιση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Πιστεύετε κι εσείς ότι έχουμε το πιο επιδραστικό σχέδιο στην Ευρώπη και γιατί;
Το σίγουρο είναι ότι έχουμε τους περισσότερους πόρους κατά κεφαλήν. Πόρους που εξασφαλίσαμε μέσω της διαπραγμάτευσης που έκανε ο πρωθυπουργός πέρσι το καλοκαίρι.
Σίγουρο είναι επίσης ότι εξαντλούμε και το τελευταίο ευρώ που μπορούμε να ζητήσουμε, είτε από επιδοτήσεις είτε από δάνεια, ενώ ταυτόχρονα φιλοδοξούμε να έχουμε ένα πολύ μεγάλο βαθμό μόχλευσης.
Ένα βαθμό μόχλευσης κοντά στο 100% που σημαίνει σχεδόν διπλάσιους επενδυτικούς πόρους από αυτούς που αθροίζουν οι επιδοτήσεις και τα δάνεια μαζί. Είναι ένα πάρα πολύ φιλόδοξο σχέδιο και βέβαια ένα δύσκολο σχέδιο στην εφαρμογή του, κάτι που θα απαιτήσει πολύ μεγάλη προσπάθεια από τη χώρα.
Οι εκταμιεύσεις συνδέονται με συγκεκριμένα ορόσημα. Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα;
Έχουμε τα ορόσημα και έχουμε και τους στόχους, βάσει των οποίων θα γίνονται οι εκταμιεύσεις. Ο κλασικός τύπος οροσήμων είναι για παράδειγμα όταν υλοποιείται ένα έργο από ανάδοχο και ελέγχουμε τα στάδια του έργου, την ανάδειξη του αναδόχου πρώτα και μετά την πρόοδό του και τελικά την ολοκλήρωσή του και την παραλαβή του από το κράτος.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά σε ό,τι αφορά τους στόχους. Εκεί μιλάμε για το τελικό αποτέλεσμα. Πόσες δεκάδες χιλιάδες σπίτια θα γίνουν στη βάση του «Εξοικονομώ»; Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα πάρουν κατάρτιση. Πόσα χιλιόμετρα δρόμος θα ολοκληρωθούν. Όλα αυτά με συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια. Οι στόχοι είναι δείκτες που δείχνουν αν έπιασαν τόπο τα χρήματα.
Οι δείκτες αυτοί είναι συγκεκριμένοι και περιλαμβάνονται στο σχέδιο. Δεν είναι σε όλα τα έργα δείκτες, αλλά κυρίως στα μεγάλα έργα και στις μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Ορόσημο μπορεί να είναι επίσης η ψήφιση ενός νόμου, η έκδοση των κανονιστικών διατάξεων, υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων, η δημιουργία της πλατφόρμας με την οποία εφαρμόζεται μία μεταρρύθμιση.
Αν, για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση αφορά π.χ. τα ραντεβού στο σύστημα υγείας, ορόσημο είναι η δημιουργία της πλατφόρμας που θα κλείνονται τα ραντεβού.
Πρόσφατα δηλώσατε ότι η υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και των μεταρρυθμίσεων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα ήταν αδύνατη για την «παλιά Ελλάδα», αλλά για τη «νέα Ελλάδα» είναι κάτι εφικτό. Ποια είναι αυτή η νέα Ελλάδα; Προλαβαίνουμε να αλλάξουμε;
Οι αλλαγές στη χώρα θα πρέπει να γίνονται παράλληλα με την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και είναι κομμάτι της εφαρμογής του Σχεδίου. Αν θέλετε να αναζητήσετε τη νέα Ελλάδα θα σας πω δύο πράγματα πολύ απλά για να έχουμε μία οπτικοποίηση.
Η διαδικασία με την οποία γίνονται οι εμβολιασμοί και γενικότερα το σύστημα εμβολιασμού είναι «Νέα Ελλάδα». Νέα Ελλάδα είναι και το ίδιο το Σχέδιο, όπως παρουσιάστηκε, γιατί καταφέραμε να είμαστε από τους πρώτους στην Ευρώπη που καταθέσαμε και να έχουμε και αντιμετώπιση πολύ καλή σε σχέση με την ποιότητα του Σχεδίου, αν διαβάσετε τον διεθνή Τύπο. Το κλειδί είναι να έχουμε πλέον ως κανόνα τέτοιου είδους επιτυχημένες προσπάθειες.
Έχετε επανειλημμένα αναφερθεί στο επενδυτικό κενό ως το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Μπορεί να καλυφθεί το κενό αυτό έως το 2026 μέσω της υλοποίησης του Σχεδίου Ανάκαμψης και της ανάπτυξης που περιμένουμε;
Ένα μεγάλο μέρος του κενού σίγουρα θα καλυφθεί. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν θα καλυφθεί στο 100% γιατί για να πετύχουμε δεν αρκούν μόνο οι επενδύσεις που θα έρθουν λόγω χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Χρειάζονται και οι επενδύσεις που θα έρχονται γιατί υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον για τη χώρα. Ο συνδυασμός θα οδηγήσει στην τελική επιτυχία. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι εργαλείο μετάβασης, δεν είναι αυτοσκοπός. Το κλειδί είναι να φτάσουμε εκεί που στοχεύουμε και αυτό είναι το αντικείμενο του συνόλου της κυβερνητικής πολιτικής, που περιλαμβάνει και το ΕΣΠΑ και τις συνολικές μεταρρυθμίσεις και τη διεθνή εικόνα της χώρας και την ψυχολογία της αγοράς. Υπάρχει δηλαδή ένα μεγάλο... ποτάμι στο οποίο μπαίνουν όλοι αυτοί οι «παραπόταμοι». Ποτάμι που θέλουμε να γίνει ορμητικό και να σπάσει τα εμπόδια και τις νοοτροπίες του παρελθόντος.
Μπορεί η ανάπτυξη των επόμενων ετών να είναι τόσο εντυπωσιακή που να καλύψει το ΑΕΠ που χάθηκε τόσο μέσα στην πανδημία, όσο και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης;
Η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς ισορροπίας είναι το πρώτο στοίχημα, διότι τώρα έχουμε παραγωγικό κενό. Ένα κομμάτι, λοιπόν, είναι η κάλυψη του παραγωγικού κενού, που θα έρθει λόγω της επανόδου της ζήτησης, ανεξάρτητα από τους πόρους του Ταμείου. Αυτό θα γίνει με την «επιστροφή» του τουρισμού, ενός κλάδου που αντιστοιχούσε στο 10% του ΑΕΠ και υποχώρησε στο 2,5% μέσα στην πανδημία.
Η κάλυψη του παραγωγικού κενού -τουρισμός, εστίαση εμπόριο κλπ και η φυσιολογική ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί θα δώσει σωρευτική ώθηση στο ΑΕΠ της τάξης των 27 δις σε τρέχουσες τιμές έως το 2025 σε σχέση με το 2020. Το άλλο σημαντικό κομμάτι είναι η επίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης που θα είναι σε τρέχουσες τιμές της τάξης του 15 δις. Το άθροισμα των δύο αυτών παραγόντων σε συνδυασμό με έναν πολύ χαμηλό πληθωρισμό, μπορεί να οδηγήσει το ελληνικό ΑΕΠ από τα 166 δισ. ευρώ το 2020 στα 217 δισ. το 2025.