Πριν πάμε στη δουλειά, πριν μπούμε στην σχολική τάξη, προτού ταξιδέψουμε χρειάζεται να κάνουμε ένα τεστ για τον έλεγχο της διασποράς του κορονοϊού. Με τους εμβολιασμούς να προχωρούν έχοντας ξεπεράσει πανελλαδικά τους 4.513.979, τα κρούσματα να ακολουθούν πορεία αποκλιμάκωσης και το ιικό φορτίο να δείχνει σημάδια πτώσης, χωρίς ωστόσο να έχει μειωθεί σημαντικά, τα διαγνωστικά τεστ είναι πολύτιμο «εργαλείο» στην καθημερινότητά μας για να παραμείνουμε ασφαλείς τώρα που ανοίγουν ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες.
Με το νέο τεστ κυτταρικής ανοσίας να προστίθεται στο διαγνωστικό οπλοστάσιο της Covid, η Βασιλική Πιτυρίγκα, Ιατρός Βιοπαθολόγος, Επίκουρη καθηγήτρια Μικροβιολογίας ΕΚΠΑ, απαντά στο Liberal.gr σε ερωτήσεις για το τι προσφέρει η νέα εξέταση, ποιους αφορά και τι νέο μας δίνει σε σχέση με τα προϋπάρχοντα τεστ.
Συνέντευξη στην Αλεξία Σβώλου
Πώς γίνεται το νέο τεστ κυτταρικής ανοσίας, τι ακριβώς μετρά και ποια η σημασία του αποτελέσματος για τον άνθρωπο που έχει εμβολιαστεί ή νοσήσει.
Πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η προστατευτική ανοσία που διαθέτουμε έναντι του SARS-CoV-2 δεν σχετίζεται μόνο με την παρουσία αντισωμάτων, αλλά και των Τ λεμφοκυττάρων (κυτταρική ανοσία), που δρουν προστατευτικά έναντι της επαναλοίμωξης, ακόμη και επί απουσίας ανιχνεύσιμων αντισωμάτων.
Η κυτταρική ανοσία ξεκινά σχεδόν παράλληλα με αυτή των αντισωμάτων και προκύπτει από την ενεργοποίηση μια ειδικής ομάδας ανοσοκυττάρων, τα Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία έχουν την ιδιότητα να εντοπίζουν και να θανατώνουν τα παθογόνα μικρόβια που εισβάλλουν στον οργανισμό μας. Επειδή τα Τ-λεμφοκύτταρα έχουν την ιδιότητα να παραμένουν στο αίμα μας για χρόνια μετά από μια μόλυνση, στην περίπτωση της λοίμωξης COVID 19 παίζουν σημαντικό ρόλο στη «μακροχρόνια μνήμη» του ανοσοποιητικού συστήματος μας όταν εκτίθεται ξανά στον κορoνοιό.
Στο νέο τεστ η κυτταρική ανοσία γίνεται διεθνώς αναγνωρισμένη τεχνολογία που εξασφαλίζει αποτελέσματα υψηλής αξιοπιστίας. Το τεστ είναι μια απλή εξέταση αίματος που προορίζεται για χρήση στον εντοπισμό ατόμων με ανοσοαπόκριση στο SARS-CoV-2, μέσω των Τ-λεμφοκυττάρων.
Έχει νόημα να κάνει το νέο τεστ και κάποιος ο οποίος δεν νόσησε ποτέ ή τουλάχιστον δεν κατάλαβε ότι νόσησε;
- Ο έλεγχος κυτταρικής ανοσίας ενδείκνυται για τις εξής τρεις περιπτώσεις:
- Όσους επιθυμούν να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της ανοσοαπόκρισης τους έναντι του SARS-CoV-2, μετά από νόσηση ή εμβολιασμό.
- Άτομα που ενώ νόσησαν στο παρελθόν, έχουν αρνητικό τεστ αντισωμάτων
- Υγιή άτομα που επιθυμούν να ελέγξουν αν πέρασαν τη λοίμωξη χωρίς να το αντιληφθούν (χωρίς συμπτώματα)
Ωστόσο η εξέταση θα μπορούσε να διεξαχθεί και για έλεγχο στον γενικό υγιή πληθυσμό, δεδομένου ότι σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, ένα ποσοστό του πληθυσμό έχει ήδη ένα βαθμό προστασίας στον SARS-COV-2 χωρίς να έχει μολυνθεί από αυτόν. Η προστασία αυτή πιθανολογείται ότι οφείλεται κυρίως σε διασταυρούμενη ανοσία που αποκτήθηκε σε προηγούμενη έκθεση σε κορονοϊούς του κοινού κρυολογήματος, οι οποίοι κυκλοφορούν εδώ και πολλά χρόνια.
Πότε μπορεί να γίνει το νέο τεστ μετά τη νόσηση ή τον εμβολιασμό; Πρέπει να έχει ολοκληρωθεί ο εμβολιασμός για να γίνει το τεστ κυτταρικής ανοσίας ή στην περίπτωση για παράδειγμα του εμβολίου της ΑstraZeneca που μεσολαβούν δύο με τρεις μήνες μπορεί κάποιος να το κάνει και ενδιάμεσα;
Αν και η κυτταρική ανοσοαντίδραση του οργανισμού μας ενεργοποιείται πολύ νωρίς, ήδη από τη 2η ημέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων, για την ολοκληρωμένη εκτίμηση της παραγόμενης ανοσοαπόκρισης είναι σκόπιμο η εξέταση να γίνεται τουλάχιστον 14 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων ή της επιβεβαίωσης της λοίμωξης και 20 ημέρες μετά και την 2η εμβολιαστική δόση. Το τεστ είναι ημιποσοτικό και μπορεί να μας εξασφαλίσει την παρακολούθηση στο χρόνο των επίπεδων αυτής της μορφής ανοσίας.
Θα μπορούσε το τεστ αυτό να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά σαν «όπλο» για να ξέρουμε κάθε πότε θα πρέπει να επαναλαμβάνουμε στο μέλλον το εμβόλιο για τον κορονοϊό;
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία από μελέτες που να καθορίζουν σαφώς τα όρια κυτταρικής ανοσίας πάνω από τα οποία είμαστε απολύτως προστατευμένοι. Επιπλέον η ανταπόκριση μας σε μια λοίμωξη εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ωστόσο, η εξέταση αυτή σε συνδυασμό με τον έλεγχο αντισωμάτων παρέχει μια ολοκληρωμένη πληροφορία σχετικά την άμυνα μας απέναντι στον κορονοιό. Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, άτομα που έχουν αναπτύξει κυτταρική ανοσία έναντι του κορονοϊού, είναι πολύ πιθανόν να περνούν την λοίμωξη ασυμπωματικά ή με ήπια συμπτώματα.
Εάν συγκρίναμε τα διαθέσιμα τεστ δηλαδή το νέο τεστ κυτταρικής ανοσίας, το τεστ αντισωμάτων, το rapid τεστ αντιγόνου και το μοριακό τεστ, ποια είναι η ειδοποιός διαφορά τους;
Τα τεστ κυτταρικής ανοσίας και αντισωμάτων μας δείχνουν την προηγούμενη επαφή μας και την ανοσιακή μας αντίδραση απέναντι στον κορονοιό και για τον λόγο αυτό διεξάγονται μετά το πέρας της λοίμωξης και γίνονται με λήψη αίματος. Το rapid τεστ αντιγόνου και το μοριακό τεστ αφορούν την διάγνωση της οξείας λοίμωξης και χρησιμοποιούν ρινοφαρυγγικό δείγμα.
Έχει ανοίξει μια μεγάλη κουβέντα για το πόσο αποτελεσματικά είναι τα self-test και πόσα θετικά τους διαφεύγουν. Υπάρχει περίπτωση λόγω των ψευδώς αρνητικών να αλλοιώσουν την επιδημιολογική εικόνα;
Η μειωμένη ευαισθησία των τεστ αυτών (τα ψευδώς αρνητικά) σίγουρα ενέχει τον κίνδυνο να αλλοιωθούν τα επιδημιολογικά δεδομένα. Ωστόσο αυτή ή ενδογενής αδυναμία τους αντισταθμίζεται μέσω τόσο της πολύ συχνής όσο και της πολύ ευρείας χρήσης τους στον γενικό πληθυσμό.
Σε περίπτωση που το τεστ κυτταρικής ανοσίας βγει θετικό, μπορούμε να κάνουμε κάποιο άλλο από τα διαθέσιμα τεστ;
Σε περίπτωση που βγει θετικό το τεστ της κυτταρικής ανοσίας θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε τον έλεγχο με ένα τεστ αντισωμάτων για να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ανοσιακή μας απόκριση.
Τι είδους τεστ χρειαζόμαστε για τις μετακινήσεις και τα καλοκαιρινά ταξίδια;
Για τις πτήσεις εσωτερικού για τους ημεδαπούς και τα ακτοπλοϊκά ταξίδια, εφόσον δεν διαθέτουμε πιστοποιητικό εμβολιασμού ή βεβαίωση νόσησης χρειαζόμαστε self-test 24 ώρες πριν το ταξίδι ή rapid ή μοριακό τεστ (PCR), έως κι 72 ώρες πριν το ταξίδι.
Για όσους έρχονται από το εξωτερικό με διεθνή πτήση, εφόσον δεν διαθέτουν πιστοποιητικό εμβολιασμού ή βεβαίωση νόσησης, χρειάζονται μοριακό τεστ εντός 72 ωρών πριν την πτήση. Για τις χερσαίες μετακινήσεις η Επιτροπή εμπειρογνωμόνων έχει δώσει ισχυρή σύσταση να γίνεται self-test, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό.