Τέσσερις Ακαδημαϊκοί μιλούν για την επιχείρηση της Τουρκίας στη Συρία

Τέσσερις Ακαδημαϊκοί μιλούν για την επιχείρηση της Τουρκίας στη Συρία

Περίπου εφτά χρόνια μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, η κρίση και η αβεβαιότητα στη χώρα συνεχίζονται. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επανέλθει δυναμικά στο στρατιωτικό πεδίο ενώ το καθεστώς του Bashar al-Assad προχωρεί με εκκαθαρίσεις. Την ίδια στιγμή η στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στην επαρχία Αφρίν δημιουργεί ερωτήματα τόσο για το φιλοδυτικό προσανατολισμό της χώρας όσο και για το μελλοντικό αντίκτυπό της σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Κούρδους και τη Ρωσία. Παράλληλα, η διαμάχη Ισραήλ – Ιράν εντός Συρίας φαίνεται πως ανοίγει ένα νέο μέτωπο. Για να συζητήσουμε όλες αυτές τις πτυχές προσεγγίσαμε τέσσερις διακεκριμένους ειδικούς από την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Συνεντεύξεις στη Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου[1]

-Τι σημαίνει η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας στην επαρχία Αφρίν (όχι μόνο για την Συρία αλλά και για την ευρύτερη περιοχή);

Δρ. Σπυρίδων Πλακούδας*: H Επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» δεν αποτελεί παρά την φυσική συνέχεια της Επιχείρησης «Ασπίδα του Ευφράτη» (Αύγουστος 2016 – Μάιος 2016). Λαμβάνουν χώρα εν μέσω δραματικών ανακατατάξεων στην Τουρκία την επαύριον του αποτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος και καταγράφονται ως το βάπτισμα του πυρός του Erdogan ως αρχιστράτηγου της «Νέας Τουρκίας» – μιας εξόχως αντιδυτικής, αναθεωρητικής, αυταρχικής και ισλαμοφασίζουσας χώρας. Στο όνομα του αγώνα κατά της τρομοκρατίας και του σεβασμού του status quo (!!!), η Κουρδοφοβική Τουρκία επιχειρεί να ανακόψει την αυτονόμηση των Κούρδων στη Συρία (και το Ιράκ) δια της βίας και δια της συμμαχίας με δύο ιστορικούς εχθρούς – το Ιράν και τη Ρωσία. Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους και (δήθεν) τους εσωτερικούς εχθρούς του Erdogan δυναμιτίζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο συμμάχων (θεωρητικά) του ΝΑΤΟ. Η έκβαση της επιχείρησης στο Αφρίν, όπου η Άγκυρα δρα ως κατοχική δύναμη σε εδάφη δίχως Τούρκους, δεν είναι ήδη προδιαγεγραμμένη και θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες: τη στάση του Assad, τη βούληση των Putin και Rouhani και, τέλος, τη δράση των Κούρδων ανταρτών.

Δρ. Σωτήρης Ρούσσος**: Θα λέγαμε ότι αποτελεί απόδειξη της αποτυχίας της Τουρκίας να χειριστεί το θέμα των Κούρδων της Συρίας είτε με την ενίσχυση συμμαχικών ισλαμιστικών οργανώσεων στην Συρία είτε μέσω της διπλωματικής πίεσης προς τις ΗΠΑ. Το πρόβλημα με την επιχείρηση είναι ότι θα έχει δύο πιθανές εκβάσεις. Η πρώτη πιθανότητα είναι μια καταφανής στρατιωτική αποτυχία και αποχώρηση, που θα ανοίξει όλα τα δυσμενή ενδεχόμενα στα νοτιοανατολικά σύνορά της. Η δεύτερη είναι μια μακρά παραμονή σε μια ζώνη ασφαλείας που θα σημαίνει στρατιωτική, κοινωνική και οικονομική αιμορραγία. Ας θυμηθούμε την τύχη που είχε η ζώνη ασφαλείας του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο. Το πρόβλημα είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις η τουρκική πολιτική θα διακρίνεται από νευρικότητα που θα αντανακλάται με την σειρά της σε Αιγαίο και Κύπρο.

Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος***: Η Τουρκία εμφανίζεται διατεθειμένη να πολεμήσει τους Κούρδους «τρομοκράτες» στη Συρία όχι μόνο στην επαρχία Αφρίν αλλά και ευρύτερα αν χρειαστεί. Ο υπουργός Εξωτερικών Cavusoglu έχει ξεκαθαρίσει πως από τη στιγμή που το εθνικό συμφέρον της χώρας του βρίσκεται σε κίνδυνο, δεν χρειάζεται άδεια από τους εταίρους της. Πρακτικά, η Άγκυρα έχει συνεννοηθεί με τη Μόσχα, η οποία συμφώνησε με την επιχείρηση παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις της τελευταίας με τους Κούρδους μοιραία επιδεινώνονται. Τρία προβλήματα προκύπτουν. Το πρώτο αφορά τη μελλοντική στρατιωτική σχέση Τουρκίας-Ηνωμένων Πολιτειών εντός Συρίας και το ενδεχόμενο ρήξης. Το δεύτερο σχετίζεται με την αντίδραση της Δαμασκού και το πλαίσιο των σχέσεων της με τους Κούρδους στο Αφρίν. Και το τρίτο με το πλαίσιο συνεργασίας της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, παρόλο που η πρώτη παραμένει ιδιαίτερα τυπική όσον αφορά τις θεσμικές διαδικασίες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Δρ. Κώστας Υφαντής****: Η στρατιωτική εμπλοκή της Τουρκίας εναντίον των Κούρδων του YPG θα πρέπει να ερμηνευθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι το επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής στην Τουρκία. Ο Πρόεδρος Erdogan επιδιώκει να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του και ένα μεγάλο στοίχημά του είναι η εκλογή του από τον πρώτο γύρο στις εκλογές του 2019 (δεν αποκλείεται να γίνουν και νωρίτερα, ίσως και αυτό το καλοκαίρι στην επέτειο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016). Η ανάγκη του να εμφανίζεται ως ο μεγάλος ηγέτης, καθοδηγητής και προστάτης της πατρίδας τον οδηγεί σε έναν εθνικιστικό παροξυσμό στον οποίο συμμετέχουν σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας. Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με τις πραγματικές και ως ένα βαθμό εύλογες γεωπολιτικές ανησυχίες της Τουρκίας. Εδώ και δεκαετίες η βασική αντίληψη απειλής για την τουρκική ασφάλεια προέρχεται από το PKK – και οι Κούρδοι της Συρίας είναι παρακλάδι του. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις με τη βοήθεια και άλλων αντικαθεστωτικών στοιχείων, ακόμη και κουρδικών όπως οι Ahraral-Sham και Levant Front, επιχειρούν στο Αφρίν. Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι οι ΗΠΑ, η Ρωσία, το Ισραήλ αλλά και το Ιράν επιλέξανε να εγκαταλείψουν του Κούρδους. Αυτό είναι κακό για τους Κούρδους, αλλά θεωρητικά αυτή η συναίνεση επιτρέπει η Τουρκική επιχείρηση να μην διαχυθεί ευρύτερα.

-Υπάρχει κίνδυνος κλιμάκωσης των  εχθροπραξιών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν στη Συρία και παράλληλα στο Λίβανο; Δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στον ήδη ασταθή χώρο της Μέσης Ανατολής;

Δρ. Σπυρίδων Πλακούδας: Ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν το Ισραήλ επέδραμε αεροπορικώς εναντίον των παραστρατιωτικών ομάδων του Ιράν και της Χεζμπολάχ πλησίον της Δαμασκού. Προσφάτως το Τελ Αβίβ αναβάθμισε την επέμβασή του εντός της Συρίας εν παραλλήλω με την υιοθέτηση εκ μέρους των ΗΠΑ μιας αντι-Ιρανικής εξωτερικής πολιτικής με πυλώνες (πέραν του Ισραήλ) τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της στον Περσικό Κόλπο. Το Ισραήλ επιχειρεί να αναχαιτίσει το Ιράν διττά: δια της υποστήριξης των Κούρδων σε Συρία και Ιράκ ως προμαχώνων της Δύσης εναντίον του Ιράν και δια της ενίσχυσης των ανταρτών εντός της Συρίας πλησίον των κατεχόμενων Υψιπέδων του Γκολάν. Το Ισραήλ προτιμά να χτυπήσει τώρα την Χεζμπολάχ (που έχει αιμορραγήσει στη Συρία) προτού ανακάμψει χάρη στην ενίσχυση του Ιράν. Όμως, η επίθεση αυτή θα διαχυθεί μάλλον στα γειτονικά κράτη και θα αναφλεγεί όλη η Μέση Ανατολή – ίσως μια επανάληψη του 1914.

Δρ. Σωτήρης Ρούσσος: Κίνδυνος ανοικτού πολέμου Ιράν-Ισραήλ δε φαίνεται να υπάρχει. Παρά τον ακροδεξιό και φονταμενταλιστικό χαρακτήρα της πολιτικής συμμαχίας που στηρίζει την σημερινή ισραηλινή κυβέρνηση, η ηγεσία του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ παραμένουν στην πλευρά της λογικής. Από την πλευρά του το Ιράν δεν επιθυμεί να προκαλεί το Ισραήλ έχοντας ανοικτό το μέτωπο της Συρίας. Αυτό που θα δούμε θα είναι σποραδικές στοχευμένες κινήσεις των δύο παικτών. Πάντως ο συνεχής ανταγωνισμός των δύο οιονεί συνασπισμών Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας-ΗΠΑ από την μία πλευρά και Ιράν -Assad - Χεζμπολάχ και σιιτών του Ιράκ από την άλλη δεν επιτρέπει την σταθερότητα στην περιοχή. Ο επαμφοτερίζων ρόλος της Τουρκίας και της Ρωσίας σε αυτόν τον ανταγωνισμό δημιουργεί ακόμη πιο μεγάλη δυσκολία προβλεψιμότητας.

Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος: Ναι. Το πρόσφατο περιστατικό στη Συρία δείχνει ότι το Ισραήλ είναι διατεθειμένο να προχωρήσει στρατιωτικά κατά του Ιράν, αν προκληθεί. Ερώτημα που τίθεται και δεν είναι εύκολο να απαντηθεί είναι αν η Ρωσία μπορεί να περιορίσει τη δράση του Ιράν εντός Συρίας, με δεδομένο πως ο πρόεδρος Putin δεν επιθυμεί το άνοιγμα νέων μετώπων και διατηρεί καλή συνεργασία με τον πρωθυπουργό Netanyahu, τον οποίο πρόσφατα δέχθηκε στη Μόσχα. Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αποτελεί εδώ και χρόνια παράγοντα αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Εκτός από τη Συρία, το Ιράν χρηματοδοτεί τρομοκράτες τόσο στο Λίβανο όσο και στη Λωρίδα της Γάζας, συνεργάζεται και με το Κατάρ ύστερα από τον απομόνωσή του από άλλες χώρες του Περσικού Κόλπου, και συνεχίζει τον πόλεμο εναντίον της Σαουδικής Αραβίας εντός της Υεμένης.  Την ίδια στιγμή, τα πρόσφατα αιματηρά επεισόδια στο Ιράν αποκαλύπτουν ότι η ιρανική ηγεσία δεν έχει τη στήριξη ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Οι επόμενοι τρεις μήνες θα είναι κρίσιμοι όχι μόνο για τις εξελίξεις στη Συρία αλλά και για την πιθανή αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Τεχεράνη ύστερα από την πρόσφατη προειδοποίηση του Αμερικανού Προέδρου Donald Trump. 

Δρ. Κώστας Υφαντής: Πλέον, με την εξαίρεση των Κούρδων, η επιρροή των μη κρατικών δρώντων στον όγδοο χρόνο πολέμου έχει περιοριστεί πάρα πολύ. Αντίθετα, οι κρατικοί παράγοντες έχουν καταστεί πιο δραστήριοι αν και ακόμη χρησιμοποιούν proxies. Έτσι το επίπεδο αβεβαιότητας έχει αυξηθεί ανάλογα. Η σημαντική Ρωσική και Ιρανική υποστήριξη επέτρεψε στον Assad να ελέγξει και πάλι μεγάλο μέρος της συριακής επικράτειας. Όμως, η Ιρανική κυρίως εμπλοκή – όπως και στο Ιράκ – έχει προκαλέσει αντιδράσεις στο Ισραήλ, στις ΗΠΑ και στη Σαουδική Αραβία. Η απουσία αμερικανικών δυνάμεων επιτρέπει στην Τεχεράνη να είναι πιο τολμηρή. Αυτό προκαλεί ένα αφόρητο δίλημμα στο Ισραήλ. Είτε να ανεχθεί μια σχεδόν μόνιμη ιρανική (παρα)στρατιωτική παρουσία στα σύνορά του – πράγμα που μπορεί να «αποθρασύνει» την Χεζμπολάx στο Λίβανο – είτε να αναλάβει το ρίσκο μιας επιχείρησης για να ανασχέσει αυτήν την παρουσία. Αν οι ΗΠΑ παραμείνουν αδρανείς, τότε το κλειδί ανήκει στην Ρωσία. Αυτή τη στιγμή η Μόσχα δείχνει να αξιολογεί την συνεργασία της με την Τεχεράνη ως περισσότερο σημαντική από ότι με το Τελ Αβίβ. Το Ισραήλ δύσκολα θα προχωρήσει σε κλιμάκωση της εμπλοκής του χωρίς την ανοχή της Μόσχας και την ενεργή υποστήριξη της Ουάσιγκτον. Αυτή την στιγμή δεν φαίνεται να έχει εξασφαλίσει κανένα από τα δύο.

- Θεωρείτε ότι η διαδικασία της Αστάνα υποβαθμίζει αυτή της Γενεύης και τις σχετικές συνομιλίες που πραγματοποιούνται στη Βιέννη;

Δρ. Σπυρίδων Πλακούδας: Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Γενεύη από τον Ιούνιο του 2012 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ δεν έχουν καρποφορήσει. Η αποτυχία των 4 διαδοχικών γύρων διαπραγματεύσεων οφείλεται σε 4 «συνήθεις υπόπτους» σε τέτοιες περιπτώσεις: α) τις μαξιμαλιστικές θέσεις των εμπολέμων, β) την μη εκπροσώπηση των Κούρδων, γ) την υπονόμευση από σκληροπυρηνικές παρατάξεις εκατέρωθεν, και δ) την ενθάρρυνση των συμμάχων εκατέρωθεν για μια καθαρή στρατιωτική λύση. Tην επαύριον της αποτυχίας της «Γενεύης 4» (Μάρτιος 2017), η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία υιοθέτησαν τη «Διαδικασία της Αστάνα» – έναν δαιδαλώδη οδικό χάρτη για την ειρήνη που δρα ανταγωνιστικώς προς τις διαβουλεύσεις στη Γενεύη. Οι τρεις δυνάμεις, παρά την αμοιβαία καχυποψία τους, χρειάζονται η μία την άλλη για την κατοχύρωση των κερδών τους στη Συρία ενώ ο πόλεμος βαίνει προς την λήξη του. Η επιχείρηση της Τουρκίας στο Αφρίν αναδυκνύει τα αδιέξοδα της «λυκοφιλίας» των τριών αντι-Αμερικανικών δυνάμεων. Οι διαβουλεύσεις τώρα στη Βιέννη δεν θα καρποφορήσουν εξίσου εξαιτίας των προβλημάτων που προαναφέρθησαν. Όπερ μεθερμηνευόμενον, ο Πόλεμος της Συρίας δεν προβλέπεται να τελειώσει στο εγγύς μέλλον. 

Δρ. Σωτήρης Ρούσσος: Και οι τρεις διαδικασίες είναι άνευ σημασίας αν δεν υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των περιφερειακών παικτών (Ιράν, Σαουδική Αραβία, Τουρκία και εμμέσως Ισραήλ) και διεθνών δυνάμεων (ΗΠΑ και Ρωσία) για τον εμφύλιο στην Συρία. Να θυμίσουμε ότι στον λιβανικό εμφύλιο επανειλημμένες τέτοιες συναντήσεις απέτυχαν μέχρι να επιτευχθεί, μετά από 14 χρόνια, το περιφερειακό consensus της συμφωνίας του Τά'εφ, το 1989. Η συριακή αντιπολίτευση είναι άνευ στρατιωτικής, άρα και πολιτικής σημασίας και η παρουσία της οφείλεται μόνο στην υποστήριξη της Δύσης και μοναρχιών του Κόλπου. Το μέγα ζήτημα είναι αν θα παραμείνει ο Assad και περισσότερο το ασαντικό καθεστώς. Η διατήρησή του σημαίνει όχι μόνο διατήρηση αλλά και θρίαμβο του «άξονα» Ιράν-Συρίας-Χεζμπολάx. Το κουρδικό ζήτημα δεν έχει επιλυθεί και η όλο και μεγαλύτερη τουρκική πίεση ίσως στείλει τους Κούρδους στην «αγκαλιά» του Assad , ισχυροποιώντας τον. Κάτι τέτοιο είναι ανάθεμα για την στρατηγική των ΗΠΑ-Σαουδαράβων-Ισραήλ, οι οποίοι προτιμούν μια συνέχιση της ρευστότητας παρά τυχόν σταθεροποίηση του Assad . Η μετατροπή της περιοχής Ιράκ-Συρίας σε μια ζώνη ανάλογη με αυτές της υποσαχάριας Αφρικής είναι πιθανή.

Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος: Ναι. Η Ρωσία ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τη δική της διπλωματική προσπάθεια, τη διαδικασία της Αστάνα, σε συνεργασία με την Τουρκία και το Ιράν. Έτσι, η συμμετοχή της στις συνομιλίες που πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στη Βιέννη είναι απλώς τυπική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της ασκούν πίεση αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όμως, και η διαδικασία της Αστάνα είναι προβληματική. Η συμμετοχή των Κούρδων παρεμποδίζεται από την Τουρκία αλλά πλέον η επιδείνωση των σχέσεων της Μόσχας με το κουρδικό κόμμα PYG λόγω της τουρκικής επιχείρησης στο Αφρίν αποτελεί επιπρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα. Παράλληλα, η πιθανότητα επιτυχίας μιας διπλωματικής πρωτοβουλίας χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι εξαρχής περιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι να μην υπάρχει αισιοδοξία για επίλυση του συριακού τα επόμενα πέντε τουλάχιστον χρόνια. Όχι μόνο δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την επόμενη μέρα, αλλά ο πόλεμος συνεχίζεται κανονικά σε διάφορα μέρη της χώρας. Επίσης, συριακή κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν επιθυμούν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι να συνομιλήσουν παρά το συνεχιζόμενο χάος.

Δρ. Κώστας Υφαντής: Θεωρώ ότι είναι νωρίς για κάποια εκτίμηση. Αυτή τη στιγμή η διπλωματική διαδικασία υπάρχει γιατί είναι καλύτερο από το να μην υφίσταται. Η επόμενη μέρα και οι όροι μια συνολικής διευθέτησης είναι όμηροι των εξελίξεων στο έδαφος. Δυστυχώς, μιας διπλωματικής συμφωνίας θα προηγηθεί μια στρατιωτική κατάληξη και αυτοί που θα μείνουν όρθιοι θα διαπραγματευθούν με τους όρους που θα επιβάλλουν.

*: Ο Δρ. Σπυρίδων Πλακούδας είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στο American University in the Emirates και Αντιπρόεδρος του ΚΕΔΙΣΑ.

**: Ο Δρ. Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών.

***: Ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Επιστημονικός Συνεργάτης στο Begin Sadat Center for Strategic Studies και Διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

****: Ο Δρ. Κώστας Υφαντής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has.

[1] Η κα Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.

Φωτογραφία: APImages