Του Μηνά Αναλυτή*
H πτώση του Τείχους, 30 χρόνια πριν, σηματοδότησε ιστορικά και αμετάκλητα το τέλος του οικονομικού κολεκτιβισμού, καθεστώτων οικονομικής και πολιτικής ανελευθερίας.
Λίγοι όμως στη χώρα μας γνώριζαν τον τρόπο με τον οποίον αυτές οι οικονομίες λειτουργούσαν, υποταγμένοι και άβουλοι στην ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς, ως κυρίαρχου ιδεολογικού ρεύματος μετά την επάνοδο της δημοκρατίας.
Ποιοι ήταν οι μηχανισμοί που είχαν υιοθετήσει, μετά τον εξοβελισμό της «άναρχης αγοράς», η οποία αποτελούσε σύμφωνα με την κρατούσα επίσημη θέση, πηγή οικονομικών και κοινωνικών δεινών και αιτία απάνθρωπης εκμετάλλευσης;
Είχαν δημιουργήσει, σύμφωνα με τη δική τους ανελεύθερη ιδεολογία, έναν κόσμο αρμονικό, «σοσιαλιστικά» πλασμένο, χωρίς συγκρούσεις και εντάσεις και αυτό εξαιτίας της παντοδύναμης και αγαθής παρουσίας του οικονομικού σχεδιαστή και του κεντρικού οικονομικού πλάνου που κατένειμε τους παραγωγικούς πόρους με τρόπο ορθολογικό.
Μέσα σ' ένα περιβάλλον απόλυτης αρμονίας, όλες οι ανάγκες μπορούσαν να ικανοποιηθούν χωρίς κανέναν περιορισμό.
Ζήτηση και προσφορά πάντα θα ισορροπούσαν, σ' ένα σύμπαν αφθονίας και μηδενικών στερήσεων-ελλείψεων.
Η άριστη χρήση των συντελεστών παραγωγής οφείλετο ακριβώς στην τέλεια γνώση και πληροφόρηση του οικονομικού σχεδιαστή για τις ανάγκες, τόσο των παραγωγικών μονάδων όσο και των καταναλωτών. Έτσι, η οικονομία θα λειτουργούσε με τον βέλτιστο τρόπο.
Πολλοί ήταν εκείνοι που με περίσσια αφέλεια πίστεψαν μια τέτοια αλήθεια!
Αρκούσε, δηλαδή, τα μέσα παραγωγής να κρατικοποιηθούν, ώστε όλα να λειτουργούν με τρόπο προβλέψιμο.
Τόσο απλά, όπως ένα «ταχυδρομικό κατάστημα», σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση του Λένιν.
Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν ούτε τόσο απλά ούτε και τόσο αρμονικά, όσο η σοσιαλιστική θεωρία τα παρουσίαζε.
Σε ένα οικονομικό σύστημα όπου οι τιμές δεν εκπληρούν τον ρόλο τους παρέχοντας την κατάλληλη πληροφόρηση σε παραγωγούς και καταναλωτές, με ποιο τρόπο συντονίζεται η οικονομική δραστηριότητα;
Μόνον με τρόπο αυθαίρετο, με διοικητικές παρεμβάσεις και δούναι και λαβείν μεταξύ οικονομικού σχεδιαστή και υπεύθυνων των παραγωγικών μονάδων.
Ο μεν πρώτος επιθυμούσε να μεγιστοποιεί τους στόχους του κεντρικού πλάνου, οι δε δεύτεροι να ελαχιστοποιούν τις υποχρεώσεις τους. Η διαμάχη αυτή μεταξύ κέντρου και περιφέρειας αποτελούσε πηγή στρεβλώσεων και αιτία οικονομικής αναποτελεσματικότητας.
Έτσι, η οικονομία οδηγείτο σε λύσεις που κάθε άλλο συνάδουν με την τάξη που πρέσβευε ο οικονομικός σχεδιασμός, αφού είχε πατάξει, όπως διετείνετο, την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και το χάος των δυνάμεων της αγοράς.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: ελλείψεις παντού, είτε σε καταναλωτικά αγαθά είτε σε πρώτες ύλες, απαραίτητες για την παραγωγική διαδικασία. Λατρεία σε ποσοτικούς δείκτες, μη λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα, ουρές για την προμήθεια κακής ποιότητας καταναλωτικών αγαθών, όποτε αυτά ήταν διαθέσιμα, μαύρη οικονομία, σπατάλη σπάνιων πόρων, υπερεπένδυση και μη ολοκλήρωση κατασκευής βιομηχανικών μονάδων, εξαιτίας ελλείψεων των απαραίτητων για την κατασκευή τους υλικών.
Ενδεικτικό παράδειγμα του κατ' επίφαση οικονομικού σχεδιασμού αποτελεί η περίπτωση σύμφωνα με την οποία, ενώ μια βιομηχανική μονάδα κτίστηκε, στη συνέχεια έπρεπε να γκρεμιστεί μερικώς γιατί δεν είχαν υπολογίσει το ακριβές μέγεθος του μηχανολογικού εξοπλισμού που δεν μπορούσε να τοποθετηθεί στο εσωτερικό της.
Όλες οι προσπάθειες που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν προς την κατεύθυνση εισαγωγής στοιχείων από την οικονομία της αγοράς, όπως π.χ. υιοθέτηση ενός συστήματος τιμών, απέτυχαν παταγωδώς. Το ίδιο το σύστημα του οικονομικού κολεκτιβισμού τις απέρριψε ως ξένο σώμα.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Ludwig von Mises, ήδη από τη δεκαετία του '20 «ο σοσιαλισμός είναι το τέλος της ορθολογικής οργάνωσης της οικονομίας»
Είχε έγκαιρα αντιληφθεί, ότι σε μια οικονομία όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν στο κράτος είναι αδύνατον να διαμορφωθούν τιμές και κατ' επέκταση να εφαρμοστούν οι αρχές του οικονομικού λογισμού.
Το δοκίμιο του Ludwig von Mises με τον τίτλο "Le calcul economique en regime socialiste" αποδεικνύει με ενάργεια τα αδιέξοδα του οικονομικού κολεκτιβισμού, πριν αυτός ριζώσει.
Οικονομίες που δεν δημιουργούν πλούτο, αλλά ελλείψεις που τις αναδιανέμουν στο εσωτερικό τους, που δεν προάγουν τις πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν, αφήνοντας πολλές φορές πίσω τους καταστροφές και εκατόμβες αθώων θυμάτων, που θυσιάστηκαν στον βωμό μιας απάνθρωπης ουτοπίας που είχε ως υπέρτατο σκοπό τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου.
Ευτυχώς, το εκτρωματικό αυτό σχέδιο δεν πέτυχε και μαζί με αυτό διαλύθηκαν και οι οικονομικές δομές που το στήριζαν.
Ο κολεκτιβισμός έδωσε τη θέση του στο άτομο, στο κράτος δικαίου στην ανταγωνιστική αγορά και στην ελεύθερη επιλογή, απαραίτητα συστατικά στοιχεία για μια ανοικτή κοινωνία όπου οι πολίτες της πλουτίζουν και ευημερούν.
Ίσως κάποτε και στη χώρα μας θα πρέπει να αναληφθεί μια ερευνητική πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της επιστημονικής τεκμηρίωσης των αδιεξόδων και των εγγενών αντιφάσεων του συστήματος του οικονομικού κολεκτιβισμού.
Το ΚΕ.ΦΙ.Μ. θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλληλότερο φορέα για την υλοποίηση μιας τέτοιας προσπάθειας.
* O Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος Ph.D., Πανεπιστήμιο Poitiers Γαλλίας