Του Αντώνη Κλάψη
Δεν γεννήθηκα καγκελάριος και έχω πλήρη συνείδηση γι' αυτό», δήλωσε σήμερα η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ, αναγγέλλοντας ότι η τρέχουσα θητεία της θα είναι η τελευταία. Είναι αλήθεια ότι τίποτα στην πολιτική δεν είναι αιώνιο. Ωστόσο, μετά από 13 συναπτά έτη στο τιμόνι της γερμανικής κυβέρνησης, και μάλιστα σε μια περίοδο πολύ πυκνή σε γεγονότα, καθώς -μεταξύ άλλων- συνέπεσε με την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η παρουσία της κ. Μέρκελ στην ηγεσία της Γερμανίας είχε καταστεί ένα είδος πανευρωπαϊκής ή και παγκόσμιας σταθεράς. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι τον Νοέμβριο του 2005, όταν η κ. Μέρκελ ανέλαβε για πρώτη φορά την καγκελαρία, πρόεδρος της Γαλλίας ήταν ο Ζακ Σιράκ, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας ο Τόνυ Μπλαιρ και πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζωρτζ Μπους – όλοι αυτοί οι ηγέτες ακούγονται σήμερα σαν να ανήκουν σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν.
Η απόφαση της κ. Μέρκελ δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Προέκυψε ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλων δυσμενών αποτελεσμάτων του κόμματός της στις τοπικές εκλογές διαφόρων γερμανικών κρατιδίων. Η Γερμανίδα καγκελάριος πληρώνει τη φθορά που μοιραία δημιουργεί η μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία. Πληρώνει, επίσης, τη στάση που κράτησε στην προσφυγική κρίση που κορυφώθηκε το 2015. Ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) απέρριψε την πολιτική της υποδοχής προσφύγων στο γερμανικό έδαφος και μετακινήθηκε δεξιότερα. Οι απώλειες της γερμανικής κεντροδεξιάς γίνονται κέρδη της ευρωσκεπτικιστικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Εξάλλου, το φαινόμενο της ανόδου του ευρωσκεπτικισμού φουντώνει σε ολόκληρη της Ευρώπη εν όψει των ευρωεκλογών του προσεχούς Μαΐου.
Η προοπτική απόσυρσης της κ. Μέρκελ από το πολιτικό προσκήνιο δρομολογεί εξελίξεις στη Γερμανία. Η ίδια δήλωσε ότι σκοπεύει να παραμείνει στην καγκελαρία έως το 2021. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί, τότε θα ξεπεράσει τον Κόνραντ Αντενάουερ σε διάρκεια παραμονής στην καγκελαρία, θα υπολείπεται κατά λίγες εβδομάδες του ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ, και θα βρίσκεται τρίτη στη σχετική λίστα μόνο διότι πρώτος είναι ο Όττο φον Μπίσμαρκ. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τα καταφέρει. Η κυβέρνησή της γίνεται ολοένα πιο ασταθής, καθώς βασίζεται στη συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι υφίστανται την ίδια ή και ακόμα μεγαλύτερη πτώση των ποσοστών τους. Κατά συνέπεια, οι επισφάλειες αυξάνονται.
Λόγω του μεγέθους και του ειδικού βάρους της Γερμανίας, το μέλλον της κ. Μέρκελ θα επηρεάσει αναπόφευκτα τις ισορροπίες και τις εξελίξεις στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε πολλά σημεία οι επιλογές της κ. Μέρκελ έχουν κατά καιρούς επικριθεί – κάποιες φορές δίκαια, άλλες φορές όχι. Όμως, δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να αρνηθεί ότι, με τις αρετές και τα ελαττώματά της, υπήρξε η σημαντικότερη ηγετική μορφή της Ευρώπης την τελευταία δεκαπενταετία. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο όποιος ή η όποια διάδοχος θα σταθεί στο ίδιο ύψος με την κ. Μέρκελ. Αντίθετα, υπάρχουν εύλογες ανησυχίες για το αντίθετο. Τι θα συμβεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν μια νέα γερμανική ηγεσία υιοθετήσει πιο επιφυλακτική στάση στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Ή εάν μετακινηθεί προς θέσεις που είναι δημοφιλής στο εσωτερικό της Γερμανίας, αλλά ανησυχητικές για τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Το ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών είναι το προφανές, αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα.
Στην Ελλάδα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η κ. Μέρκελ έγινε συχνά το συνώνυμο του εχθρού της χώρας και του λαού της. Χωρίς καμία περίσκεψη και δίχως την παραμικρή ιστορική επίγνωση, η Γερμανίδα καγκελάριος έφτασε να παρουσιάζεται ως η επικεφαλής ενός φαντασιακού Δ' Ράιχ. Πολιτικές, δημοσιογραφικές και άλλες καριέρες χτίστηκαν -και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, με μεγάλη επιτυχία- πάνω στον «αντιμερκελισμό». Κι όμως, στις πιο κρίσιμες στιγμές για την πορεία και εν τέλει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ήταν η κ. Μέρκελ που έβαλε το πολιτικό της βάρος υπέρ της Αθήνας.
Τον Ιούλιο του 2015, όταν η χώρα μας βρέθηκε κυριολεκτικά στον αέρα, λιγότερο από μισό βήμα από την αποχώρηση συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και όχι μόνο από το ευρώ, καμία συμφωνία δεν θα είχε επιτευχθεί εάν η κ. Μέρκελ δεν την είχε επιδιώξει: αρκεί να θυμηθούμε ποιο ήταν το κλίμα εκείνων των ημερών σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδίως των ανατολικών κρατών. Της οφείλουμε ευγνωμοσύνη; Όχι ακριβώς – στη διεθνή πολιτική τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Ό,τι έκανε, το έκανε γιατί πίστευε πως έτσι εξυπηρετούσε τα γερμανικά, αλλά και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Όμως, την ίδια στιγμή, υπήρχαν πολλοί άλλοι, στη Γερμανία αλλά και αλλού, που επιχειρηματολογούσαν ότι ακριβώς τα ίδια συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν καλύτερα με την ελληνική χρεοκοπία και την απόσυρση της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Στη σημερινή συγκυρία, οι κλυδωνισμοί της κ. Μέρκελ δυσκολεύουν κάθε προσπάθεια χαλάρωσης των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Αθήνα για δημοσιονομικά και άλλα θέματα.
Μια από τις ελάχιστες -μετριούνται στα δάχτυλα- γερμανικές λέξεις που ξέρω είναι το «tschuss», που σημαίνει «γεια». Το «tschuss» της κ. Μέρκελ σίγουρα κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο. Το πρόβλημα είναι ότι το επόμενο κεφάλαιο ίσως αποδειχθεί πιο περίπλοκο. Η ιστορία εκδικείται. Κι αν ορισμένοι από τους πιο φανατικούς δεδηλωμένους αντιπάλους της κ. Μέρκελ, μετατράπηκαν σε νεόκοπους θαυμαστές της, δεν αποκλείεται να την αναπολήσουν κιόλας.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.