Περιθώριο 50 ημερών μέχρι την προαναγγελθείσα συνάντηση του με τον πρόεδρο Μπάιντεν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, έχει ο Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να αναζητήσει νέα ισορροπία και modus vivendi με την Ουάσιγκτον, σε μια περίοδο που ο ίδιος έχει περισσότερο ανάγκη τις ΗΠΑ, από ότι εκείνες την Τουρκία.
Ο Τ. Μπάιντεν από την πρώτη στιγμή της Προεδρίας του έδειξε καθαρά την διάθεση του και την στρατηγική επιλογή του για επανακαθορισμό των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες μετά την περίοδο Ομπάμα και κυρίως μετά την θητεία Τραμπ έχουν εκτροχιασθεί και έχει διαμορφωθεί ένα σκηνικό όπου η Άγκυρα είναι αυτή που καθορίζει το πλαίσιο των σχέσεων και είναι αυτή που επιβάλει όρους και απαιτήσεις.
Ο Τ. Μπάιντεν ήδη από την περίοδο της αντιπροεδρίας του, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός και δύσπιστος απέναντι στον Τ. Ερντογάν και δημοσίως έχει εκφρασθεί με σχεδόν απέχθεια για τον αυταρχισμό του τούρκου ηγέτη. Αυτή την αντίληψη του φρόντισε να διαμηνύσει με κινήσεις που όσο κι αν ήθελε η τουρκική ηγεσία, δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες.
Η απόφαση του να αναγνωρίσει την Γενοκτονία των Αρμενίων ήταν ένα συμβολικό και «ιδεολογικό» κτύπημα στον Τ. Ερντογάν που φαντάζεται τον εαυτό του ως συνεχιστή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στην Διακήρυξη του ο πρόεδρος Μπάιντεν αναφέρεται μόνο σε «Οθωμανική αυτοκρατορία», σε «Οθωμανούς» και σε Αρμένιους της «Κωνσταντινούπολης» (και όχι Ιστανμπουλ) θέλοντας σαφώς να διαχωρίσει την περίοδο που διεπράχθη η Γενοκτονία, με την μετέπειτα Τουρκική Δημοκρατία.
Για τον Τ. Ερντογάν ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτικό, το γεγονός ότι το τηλεφώνημα που περίμενε εδώ και μερικούς μήνες από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο ήρθε το βραδύ της παραμονής της μεγαλύτερης και πιο σoβαρής σε πολιτικό επίπεδο «προσβολής» της Τουρκίας, με την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Και αποδεικνύει ότι η περίοδος που ο κ.Ερντογάν, είτε μέσω προσωπικών σχέσεων με την αμερικανική ηγεσία είτε με απειλές για αντίποινα, είτε μέσω καλοπληρωμένων εταιριών δημοσίων σχέσεων, είχε την δυνατότητα να παρεμβαίνει στην αμερικανική πολιτική και ορισμένες φορές να κατευθύνει και αποφάσεις και την διαμόρφωση πολιτικών σε σχέση με αυτό που θεωρεί τουρκικά συμφέροντα, αποτελεί πλέον παρελθόν.
Κάτι που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο λαμβάνοντας υπόψη ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της περιβόητης υπόθεσης της Halkbank, συνεχίζεται η παραμονή του του Φετουλαχ Γκιουλέν στην Πενσυλβάνια, ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν την υποστήριξη τους στους Κούρδους της Συρίας του YPG, το μέλλον της Συρίας και το καθεστώς της Β. Συρίας είναι ακόμη ασαφές, ότι η Ουάσιγκτον λαμβάνει συγκεκριμένη θέση εναντίον των μονομερών προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο…
Και τις επόμενες ημέρες θα κριθεί και η στάση του κ. Ερντογάν στο πρώτο μεγάλο τεστ που είναι η Πενταμερής για το Κυπριακό, καθώς θα υπάρξει εικόνα για το εάν η Τουρκία αντιλαμβάνεται το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται και επομένως επιτρέψει συναινέσεις και συγκλίσεις, ή εάν θα επιμείνει στον αυτόνομο αποσταθεροποιητικό ρόλο της.
Στην κορυφή της ατζέντας θα παραμείνει το θέμα των S400, στο οποίο αυτοεγκλωβισθηκε ο κ. Ερντογάν παραδομένος στην αλαζονεία του που τον έκανε να πιστέψει ότι μπορεί εσαεί να εναγκαλίζεται την Ρωσία και τον πρόεδρο Β. Πούτιν, να ασκεί μια εντελώς αυτόνομη και εθνικών επιδιώξεων εξωτερική πολιτική στην περιοχή από το ν Καύκασο μέχρι την Μέση Ανατολή, την Λιβύη και το Κέρας της Αφρικής και συγχρόνως να διατηρεί μια sui generis «συμμαχική» σχέση με την Ουάσιγκτον, από την οποία απλώς θα... εισπράττει.
Το chicken game που επιχείρησε να παίξει ο κ. Ερντογάν με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο απέτυχε, καθώς ο κ. Μπάιντεν όχι μόνο δεν ήταν αυτός που έκανε πίσω αλλά αντιθέτως δείχνει ότι «πατάει το γκάζι».
Για ένα σημαντικό μέρος του κατεκτημένου στο Πεντάγωνο και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί απειλή για την ασφάλεια και την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, κανένας όμως δεν θέλει την ρήξη με την Τουρκία.
Το παιγνίδι γίνεται πλέον με ανοιχτά χαρτιά και είναι σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια του κ. Ερντογάν το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Με μια σιωπηρή αλλά καθαρή υποχώρηση θα μπορέσει να ξαναβρεί το modus vivendi που είναι έτοιμη να του προσφέρει με τους δικούς της όρους η Ουάσιγκτον ,αλλά αυτό θα θέσει σε κίνδυνο την σχέση του με τον Β. Πούτιν από τον οποίο πλέον είναι εξαρτημένος σε πολλά μέτωπα.
Και οι επιλογές γίνονται όλο και πιο δύσκολες για τον Τ. Ερντογάν, καθώς δεν αφορούν πια απλώς την αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας και την θέση της στον κόσμο, αλλά την ίδια την πολιτική και φυσική επιβίωση του.