Του Ιωάννη Χολίδη*
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε την υλοποίηση από την πλευρά της κυβέρνησης ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μείωσης των φόρων στην οικονομία, με ιδιαίτερη έμφαση στο φόρο εισοδήματος και στους εταιρικούς φόρους.
Προφανώς κανένας δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτές τις πολιτικές που κινούνται στην κατεύθυνση αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος και στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Όμως θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά αν έχουμε δημιουργήσει το στέρεο δημοσιονομικό πλαίσιο με το οποίο θα μπορούσε να πορευτεί η χώρα στο μέλλον ώστε να μην υπάρξει μια επανάληψη του δημοσιονομικού εκτροχιασμού του 2009.
Η Ελλάδα θα πρέπει στην μεταμνημονιακη εποχή να στηρίξει την δημοσιονομική πολιτική της σε τρεις πυλώνες :
1) Διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσα από εντατικούς ελέγχους των φορολογικών αρχών για πάταξη της φοροδιαφυγής και εξασφάλιση αφορολόγητου ορίου μέσα από αντικειμενικά κριτήρια για τους φορολογούμενους.
2) Υιοθέτηση μέτρων που θα περιορίσουν περεταίρω το κόστος των λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου, θα ηλεκτρονικοποιήσουν το σύστημα προμηθειών και θα μειώσουν την Ασφαλιστική δαπάνη στο 14% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
3) Αύξηση της εισπραξιμοτητας φόρων από τις φορολογικές αρχές με ψηφιοποίηση της ΑΑΔΕ.
Στην Ελλάδα της κρίσης δεν καταφέραμε να φτιάξουμε τις απαραίτητες φορολογικές δομές, το κατάλληλο φορολογικό και επενδυτικό πλαίσιο , ώστε να καταφέρουμε το αυτονόητο δηλαδή να καταστούμε θεσμικά και διοικητικά μια Δυτικού τύπου Δημοκρατία. Αντιθέτως τα τελευταία στοιχεία της έκθεσης του ΔΝΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν με τον χειρότερο τρόπο ότι η δημοσιονομική σταθερότητα παραμένει εύθραυστη και υπόκειται σε σημαντικές προκλήσεις και πως μέρος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει ήδη ξηλωθεί και ανατραπεί από κατεστημένα συμφέροντα εντός της χώρας. Κάποιες ουσιαστικές παρατηρήσεις πάνω στις εκθέσεις αυτές:
1) Καταδεικνύουν με τον χειρότερο τρόπο την έλλειψη ιδιοκτησίας του προγράμματος προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών. Όταν συμφωνημένες αλλαγές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο δεν εφαρμόζονται ενώ έχουν ψηφιστεί από την Βουλή δείχνει την έλλειψη αποφασιστικότητας για την τήρηση του προγράμματος. Η χώρα δεν χρειάζεται αφορολόγητο όριο γιατί πολύ απλά όλοι θα πρέπει να συμβάλλουν στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Όχι όμως όλοι με τον ίδιο φορολογικό συντελεστή. Από 0 έως 3000 ο συντελεστής να είναι 3%. Από 3000- 6000 να είναι 4%. Από 6000- 8000 να είναι 5% και στην συνέχεια να εφαρμόζονται οι συντελεστές του 9% και του 22%. Επιπλέον επιβάρυνση θα πρέπει να έχουν οι έχοντες από 50000 ευρώ και υψηλότερα με αύξηση εκεί του συντελεστή κατά 2%.
Πολύτεκνοι και ειδικές κατηγορίες πληθυσμού μόνο αυτοί να απολάμβαναν αφορολόγητο 10000 ευρώ. Παράλληλα θα μπορούσε να ύπαρξη μια μείωση των συντάξεων άνω των 1200 ευρώ κατά 7 με 10%. Περιορισμός του ΕΦΑΠΑΞ και περικοπή των υπαρχόντων ΕΦΑΠΑΞ κατά 50%. Περικοπές 10% στους μισθούς στις ΔΕΚΟ. Τα χρήματα από αυτές τις περικοπές να δοθούν για την επιπλέον μείωση 5% του φορολογικού συντελεστή στα κέρδη των επιχειρήσεων, στην μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στην εργασία και στην κατάργηση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά διατροφής. Έτσι θα έρθει η φορολογική δικαιοσύνη χωρίς αντιαναπτυξιακά φορολογικά κίνητρα που επικρατούν ακόμη και σήμερα στην οικονομία.
2) Το τραπεζικό σύστημα χωρίς εμπροστοβαρή μείωση των κόκκινων δανείων δεν θα μπορέσει για χρόνια να παίξει τον ρόλο που του αναλογεί στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η κυβέρνηση να μειώσει άμεσα τα κόκκινα δάνεια σε συνεργασία με τις τράπεζες και να σταματήσει να προστατεύει την 1η κατοικία σε τόσο μεγάλο βαθμό. Μόνο με πολύ αυστηρά οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια να παρέχεται η προστασία της κατοικίας . Να προχωρήσει η κυβέρνηση στην αποπληρωμή μέρους των εντόκων γραμματίων και να αντικαταστήσει μέρος αυτών με μακροπρόθεσμους ομολογιακούς τίτλους ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα των τραπεζών. Να ευνοηθούν οι επιπλέον συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο και να επωφεληθούν από το νέο πρόγραμμα ενίσχυσης των τραπεζών της ΕΚΤ.
3)Το δημογραφικό πρόβλημα σε συνδυασμό με επιπλέον δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας δεν επιτρέπει την αύξηση της παραγωγικότητας και δεν βελτιώνει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να επαπροσδιοριστεί με βάση τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε επιχείρησης και τον κύκλο εργασιών της. Επιπλέον , θα πρέπει να διευκολυνθούν οι απολύσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να μειωθεί η αποζημίωση του εργαζόμενου και να περιοριστεί η αλόγιστη χρήση του δικαιώματος στην απεργία. Η δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών σε περιοχές με υψηλή ανεργία είναι απαραίτητη για την αύξηση της απασχόλησης. Στο δημογραφικό θα πρέπει να δίνεται αφορολόγητο 2000 για κάθε παιδί και αύξηση των επιδομάτων για κάθε τέκνο έως 10% , επιδότηση στην συμμετοχή σε παιδικούς σταθμούς. Επιπλέον επίδομα 4000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται.
4) Πολλά τμήματα της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών περιμένουν ακόμη μεταρρυθμίσεις για καλύτερη και εύρυθμη λειτουργία. Δεκάδες κλειστά επαγγέλματα παραμένουν ανέπαφα στον ανταγωνισμό με αποτέλεσμα να διατηρείτε το κόστος ορισμένων υπηρεσιών και προϊόντων σε πολύ υψηλά επίπεδα και μετά την ευρείας κλίμακας εσωτερική υποτίμηση που πραγματοποίησε η χώρα την περίοδο 2010- 2018. Η Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσει πλήρως την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και παράλληλα να περιορίσει και να ανοίξει όσα κλειστά επαγγέλματα ακόμη αντιστέκονται στον ανταγωνισμό.
5) Το εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει αναχρονιστικό και δέσμιο συμφερόντων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνδεθεί αποτελεσματικά με την αγορά εργασίας και τις ανάγκες της , δημιουργώντας στρατιές νέων ανέργων που ψάχνουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Εδώ θα πρέπει να γίνει καταγραφή των βέλτιστων διεθνών πρακτικών προσαρμοσμένες στην ελληνική πραγματικότητα.
6) Το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης χωλαίνει με αποτέλεσμα ο μέσος όρος έκδοσης μια απόφασής να πλησιάζει και να ξεπερνάει της 1500 ημέρες. Εδώ θα πρέπει να συνδυαστεί η με την ψηφιακή αναβάθμιση του κράτους και την ίδρυση φορολογικών δικαστηρίων .
Η ατολμία στην άσκηση σκληρής και μακρόπνοης διαρθρωτικής δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί ένα μόνιμο πρόβλημα του πολιτικού συστήματος που στερεί από την χώρα την δυνατότητα να προχωρήσει μπροστά με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Πολύτιμοι πόροι κατασπαταλούνται σε δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την εμπέδωση της οικονομικής δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών με αποτέλεσμα οι ανισότητες να μεγενθύνονται και η άσκηση αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής να κρίνεται ανεπαρκής για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι η δημοσιονομική σταθερότητα δεν είναι πολιτική επιλογή αλλά αδήριτη ανάγκη για εθνική επιβίωση και πρόοδο. Τα όρια της δημοσιονομικής πολιτικής δεν μπορούν να περιορίζονται στο ακαδημαϊκό πεδίο των δημοσίων οικονομικών με την στενή έννοια του όρου αλλά αφορούν και επηρεάζουν όλους τους τομείς της κοινωνικής και θεσμικής λειτουργίας του κράτους. Δεν μπορούμε να την αντιλαμβανόμαστε ως το "ιερό δισκοπότηρο " της άσκησης ιδεολογικής πολιτικής. Επιπλέον θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα δημοσιονομικά θα πρέπει να συνδεθούν με το παραγωγικό μοντέλο που θέλουμε να ακολουθήσουμε, δεν είναι κάτι ανεξάρτητο.
Στην Ελλάδα ζήσαμε μια μεγάλη κρίση που είχε ως γενεσιουργό αιτία το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα ( που με την σειρά του τροφοδοτούσε ένα αυξανόμενο χρέος ) και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντικατοπτριζόταν στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η απώλεια της πρόσβασης στην αγορά χρήματος και κεφαλαίων μας ανάγκασε να αναπροσαρμόσουμε την στάση μας απέναντι στο χειρισμό των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών αλλαγών που είχε ανάγκη η χώρα για να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο ελλείμματά ( Αποκαλούνται και δίδυμα ελλείμματα). Μετά από δέκα χρόνια αντιμετωπίσαμε και τα δύο αυτά προβλήματα ως μία τριτοκοσμική χώρα που συνεχίζει και σήμερα να πορεύεται χωρίς πυξίδα και σχέδιο.
Οι δανειστές μας απαξιώσαν, οι πολιτικοί σύμμαχοι στην Ευρώπη μας αποφεύγουν, η νεολαία μας που μάταια περίμενε καλύτερες μέρες έφυγε στο εξωτερικό. Επενδύσαμε και επενδύουμε στα πολιτικά κόμματα και στις δήθεν πολιτικές ανατροπές και όχι στην θεσμική θωράκιση και αναβάθμιση της χώρας ώστε να εξασφαλίσουμε ένα ελάχιστο οικονομικό υπόβαθρο που θα διασφαλίσει την χώρα από συνέπειες μελλοντικών κρίσεων. Η δημοσιονομική διαχείριση δεν μπορεί να κρίνεται από άσχετους που υπόσχονται επιδόματα και από επικίνδυνους που "τάζουν" μειώσεις φόρων. Ανάπτυξη και επενδύσεις δεν έρχονται στις ανεπτυγμένες χώρες μέσα από την μείωση και μόνο της φορολογίας. Η βιβλιογραφία μας διδάσκει ότι η μείωση της φορολογίας έχει αποτελέσματα σε υπανάπτυκτες χώρες και αναπτυσσόμενες που δεν παράγουν υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες. Στον ανεπτυγμένο κόσμο και ιδιαίτερα σε μια χώρα της ΕΕ και μέλος της Ευρωζώνης άλλα έχουν αξία και έχουν να κάνουν με την λειτουργία του θεσμικού πλαισίου του κράτους.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει για τα " ματωμενα" πλεονάσματα που μας επέβαλαν άβουλα οι κακοί ξένοι δανειστές; Πίσω από το παιχνίδι για τα πλεονάσματα κρύβεται η βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι η ιερή αγελάδα του κράτους δεν πρέπει να πειραχτεί ποτέ. Η επιστημονική προσέγγιση της ανάλυσης για το πλεόνασμα σχεδόν προκαλεί τα γέλια. Η επιστήμη στην υπηρεσία της πολιτικής, μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το πλεόνασμα χρησιμοποιείται κατά βάση για την εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων του χρέους και έχει μια σημαντική επίδραση στην μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Η Ελλάδα επιθυμεί μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος χωρίς να το εντάσει στα πλαίσια της αναπτυξιακής δυναμικής που έχει ανάγκη η οικονομία. Η δημοσιονομική στρατηγική της χώρας στο μέλλον θα πρέπει να απασχολήσει κάθε κυβέρνηση του τόπου και να έχει κατά το δυνατόν διακομματική συναίνεση .
*Υπ. Διδάκτορα Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.