Του Γιώργου Μυλωνά *
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου άρχισε τους πρώτους αιώνες, αλλά έμεινε στο ημίφως των λεγόμενων «απόκρυφων» κειμένων, δηλαδή των κειμένων τα οποία εκφράζουν μια παράδοση αλλά δεν τα αναγνωρίζει ως έγκυρα η Εκκλησία. Το κατά πόσον η Μητέρα του Χριστού έπρεπε να ονομάζεται Θεοτόκος (μητέρα Θεού) ήταν πάντως θέμα συζητήσεων έως τον 5ο αι., οπότε η Γ'' Οικουμενική Σύνοδος όρισε τα σχετικά.
Οι πρώτες εικόνες της Θεοτόκου είναι του 2ου και του 3ου αιώνα, και βρέθηκαν στις κατακόμβες της Ρώμης. Η κλασική εικόνα της Θεοτόκου με το βρέφος εμφανίζεται από τον 5ο αιώνα, μετά την Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου που επέβαλλε τον όρο Θεοτόκος. Κλασικό πρότυπο θεωρήθηκε η άκρως ενδιαφέρουσα εικόνα της Παναγίας που ονομάστηκε «Προστάτις των Ρωμαίων χριστιανών». Την εικόνα αυτή η παράδοση θέλει να την έχει ζωγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, όμως η επιστημονική έρευνα απέδειξε πως είναι έργο και αυτή του 5ου αιώνα.
Η δυτική παράδοση έμεινε ελεύθερη να προσεγγίζει το θέμα. Πάρα πολλές εκκλησίες αγιογραφήθηκαν με την Κοίμηση κατά το βυζαντινό πρότυπο. Παράδειγμα, η αρχαιότερη ίσως σωζόμενη εκκλησία της Ρώμης, η βασιλική της Αγίας Μαρίας στη συνοικία Τραστέβερε, όπου το ψηφιδωτό είναι καθαρά βυζαντινής τεχνοτροπίας, με τον Χριστό να κρατάει αγκαλιά την ψυχή της Παναγίας σαν παιδάκι και τους Αποστόλους να έχουν ωμοφόριο.
Σύμφωνα με την παράδοση, όπως τη σώζουν τα απόκρυφα κείμενα, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε τη Μαρία και της ανήγγειλε ότι επίκειται ο θάνατός της και η μετάστασή της. Της έδωσε μάλιστα ένα κλαδί δάφνης, ως αναγνώριση ότι επέτυχε πλήρως εν τη γη και τώρα την περιμένουν οι ουρανοί. Το σχετικό έργο είναι εκ των πρώτων που συγκρότησαν τη δυτική εικαστική παράδοση: είναι μινιατούρα σε χειρόγραφο προσευχητάριο, το λεγόμενο Ψαλτήριο της Υόρκης, έργο του 1170.
Ο Ντούτσιο (13-14ος αι.) και μαζί του η λεγόμενη Σχολή της Σιένα δεν απομακρύνθηκαν πολύ από τους Βυζαντινούς στο εικαστικό μέρος. Άλλωστε, λέγεται ότι ο ίδιος σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ντούτσιο απέδωσε την Κοίμηση με την Παναγία στο κρεβάτι, τέσσερις αρχαγγέλους στο πλάι της και στο κέντρο τους ο Ιησούς Χριστός να κρατάει στα χέρια του την ψυχή της μητέρας του, ενώ Απόστολοι και πνευματικές δυνάμεις συμπαρίστανται.
Στην εικονογράφηση όμως του θυσιαστηρίου στον καθεδρικό της Σιένα, αυτό το αριστούργημα του 14ου αιώνα ενώ επιμένει να κρατά το βυζαντινό ύφος με μικρές διαφοροποιήσεις, απομακρύνεται αφηγηματικά: άλλο το έργο στο οποίο οι Απόστολοι έρχονται να χαιρετίσουν την Παναγία και εκείνη τους δέχεται έναν έναν, και άλλο αυτό στο οποίο είναι καθισμένη στο κρεβάτι με τους Αποστόλους δίπλα της να περιμένουν όλοι τον θάνατο.
Στο περίφημο χαρακτικό του Μάρτιν Σόνγκαουερ (15ος αι.) η Παναγία είναι όμορφη νέα γυναίκα, σ'' ένα κρεβάτι με ουρανό (τυπικά ευρωπαϊκό), αλλά δεν έχει ακόμη πεθάνει. Ένας -ο μόνος όμορφος εκεί- (ο Ιωάννης;) της δίνει να κρατά μιαν αναμμένη λαμπάδα, ένας κρατάει βιβλίο, δύο διαβάζουν ψαλτήριο, ένας κρατάει θυμιατό. Στο θαυμάσιο αυτό έργο τέχνης δεν υπάρχει παρουσία μεταφυσικού στοιχείου. Το εικαστικό ύφος του Σόνγκαουερ ακολούθησε και δόξασε ο Ντίρερ.
Έργο του 15ου αιώνα είναι και ένα ρωσικό ανώνυμου ζωγράφου που έμεινε γνωστό ως «Η Μπλε Κοίμηση». Σε αυτό η Παναγία απεικονίζεται στο νεκρικό κρεβάτι, περιβαλλόμενη από τους Αποστόλους, αλλά βρίσκεται σε δημόσιο ανοικτό χώρο και ο Ιησούς που κρατά την ψυχή της περιβάλλεται από μπλε αψιδωτό θόλο -μια πρωτότυπη απεικόνιση των ουρανών.
Το ιδιαίτερο του έργου συμπληρώνεται: ενώ οι Απόστολοι είναι στο πρώτο επίπεδο, γύρω από το κρεβάτι, παριστάνονται επίσης πάνω από τον μπλε θόλο να βρίσκεται ο καθένας τους μέσα σε ένα συννεφάκι μαζί με άγγελο -ο καθένας τον δικό του- και να πηγαίνουν προς την Παναγία. Η «Μπλε Κοίμηση» βρίσκεται σήμερα στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ.
Ο Ντομένικο Γκιρλαντάιο δημιούργησε τη δική του ερμηνεία της Κοιμήσεως το 1490, στη Φλωρεντία. Η Παναγία είναι στο κρεβάτι ωχρή και μάλλον γηραιά, ενώ γύρω της οι Απόστολοι θρηνούν. Γύρω της οι άγγελοι κρατούν την ψυχή της, ψυχή μιας νέας και πανέμορφης γυναίκας που πηγαίνει να συναντήσει τον γιο της.
Ο 15ος αιώνας κλείνει με ένα σπουδαίο έργο του Χανς Χολμπάιν. Ο ζωγράφος έφτιαξε το έργο του «Ο θάνατος της Μαρίας», το οποίο θεωρήθηκε ως ένα από τα καλύτερα της ζωής του. Η Παναγία βρίσκεται στο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα -μια μάλλον νέα γυναίκα. Την αγγελική ψυχή της υποδέχεται όλος λαχτάρα ο γιος της. Από τους Απόστολους γύρω της άλλος διαβάζει ψαλμούς, άλλος κρατά δοχείο αγιασμού, άλλος κλαδί δάφνης, σημείο ότι νίκησε τον κόσμο, άλλος θυμιατίζει. Ενδιαφέρουσα ακροβασία: μια γυναίκα (η Μαγδαληνή;) διαβάζει φορώντας τα γυαλιά της!
Ο Τιτσιάνο (16ος αι.), που επηρέασε πολλές απεικονίσεις της Κοιμήσεως, παρουσιάζει τον Θεό να περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά την Παναγία, περιβαλλόμενος από σεραφείμ και χερουβείμ. Η Παναγία ανεβαίνει όρθια στους ουρανούς, με κόκκινο φόρεμα και περιβαλλόμενη από αγγέλους, ενώ από κάτω οι Απόστολοι χειροκροτούν και ψάλλουν.
Η εικόνα της Κοιμήσεως που έκανε μεγάλη εντύπωση στους μεταγενέστερους αλλά όχι στους συγχρόνους της, είναι το έργο του Καραβάτζιο, του 1606. Η Παναγία του Καραβάτζιο είναι μια συνηθισμένη, φτωχή γυναίκα. Κάποιοι είπαν πως το μοντέλο του ζωγράφου ήταν η ερωμένη του. Έχει τα πόδια γυμνά, φοράει φτηνά ρούχα, το κεφάλι γυμνό, τα χέρια δείχνουν μια στάση απόγνωσης από τον πόνο.
Δίπλα της, η Μαρία Μαγδαληνή κλαίει. Οι Απόστολοι όλοι ξυπόλητοι κλαίνε, η οδύνη κυριαρχεί σε όλα τα πρόσωπα. Το υπερβατικό στοιχείο δηλώνεται από ένα βαθύ κόκκινο ύφασμα σαν κουρτίνα που χάνεται στο ύψος, ενώ αρχίζει από μια μορφή που φαίνεται σκεπτική στη δεξιά άκρη και ίσως είναι ο Χριστός. Κάτω από την κουρτίνα οι άνθρωποι σε ανάμιξη ώχρας με λίγο κόκκινο. Το σκούρο κυριαρχεί. Το έργο του Καραβάτζιο ήταν παραγγελία μας ενορίας της Ρώμης, αλλά οι ενορίτες δεν το δέχθηκαν, το θεώρησαν βλάσφημο. Ίσως να πετιόταν στα σκουπίδια, αλλά ο Ρούμπενς το χαρακτήρισε ως το αριστούργημα του ζωγράφου και έπειτα από περιπέτειες βρίσκεται πια στο Λούβρο.
Άλλο εμβληματικό έργο είναι του Ρούμπενς. Είναι ίσως η καλύτερη Κοίμηση που έδωσε το φλαμανδικό μπαρόκ και φτιάχτηκε για τον καθεδρικό της Παναγίας στην Αντβέρπη, το 1626. Εδώ ο πίνακας χωρίζεται σε τρία επίπεδα: στο πρώτο, πάνω στη γη, η Μαρία είναι στο κρεβάτι τριγυρισμένη από πενθούντες άνδρες και γυναίκες. Πλάι τους, ο Ιησούς Χριστός στέλνει αναρίθμητους αγγέλους να υποβαστάζουν και να προωθούν την ψυχή της Παναγίας προς τους ουρανούς. Και πράγματι, η Παναγία ανεβαίνει μέσα στο φως και τη δόξα.
Η Μαρία είναι πρόσωπο που δεν σταμάτησε να εμπνέει τους δημιουργούς στις εικαστικές τέχνες και τη μουσική. Μόλις πριν από λίγους μήνες ο Μπιλ Βαϊόλα, ο πρωτοπόρος της βιντεο-τέχνης παρουσίασε έργα του στη Royal Academy of Arts δίπλα στα αναγεννησιακά σχέδια του Μικελάντζελο. Ο Βαϊόλα που δεν δηλώνει πιστός, αλλά η τέχνη του εντάσσεται πια στη δυτική παράδοση της θρησκευτικής ζωγραφικής, έχει πει για την Παναγία:
«Η Μαρία είναι μια καθολική γυναικεία φιγούρα που υπάρχει σχεδόν σε όλες τις πνευματικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Διατηρεί μια απεριόριστη ικανότητα να απορροφά και να ανακουφίζει τον πόνο και την ταλαιπωρία όλων όσων προστρέχουν σε αυτήν. Είναι η προσωποποίηση του γυναικείου αρχέτυπου, που σχετίζεται με τις ιδέες της δημιουργίας, της αναπαραγωγής, της εσωτερικής δύναμης, της αγάπης και της συμπόνιας».
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 14ης Αυγούστου