Συγκρατημένα αισιόδοξος για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας εμφανίζεται ο Τάσος Αναστασάτος επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank. Εκτιμά ότι η διαταραχή δεν πρόκειται να λήξει πολύ γρήγορα. Παράλληλα σημειώνει μιλώντας στο Liberal ότι η ανάκαμψη θα αρχίσει να φαίνεται από το τέλος του 2ου τριμήνου του 2021, ενώ αναφερόμενος στο αυξανόμενο χρέος τόνισε ότι για την ώρα δεν υπάρχει κάποια ανησυχία, ωστόσο τόνισε ότι υπάρχουν και κάποια όρια.
Συνέντευξη στον Θανάση Παπαδή
- Με την ανακοίνωση από την Pfizer για τον εμβόλιο, υπήρξε μία άνευ προηγουμένου αισιοδοξία για την επόμενη ημέρα της οικονομίας. Μήπως ήταν υπερβολική αυτή η αντίδραση, υπό την έννοια ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη μέχρι να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα;
Η ανακοίνωση από την Pfizer είναι πράγματι σημαντική διότι δίνει ένα χρονοδιάγραμμα, κάτι στο οποίο να προσβλέπουμε. Πλέον, με την ύπαρξη του εμβολίου γνωρίζουμε ότι η πανδημία δεν πρόκειται να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο αλλά έχει μια ημερομηνία λήξης. Ωστόσο, για να είμαστε ρεαλιστές, η διαταραχή δεν πρόκειται να λήξει πάρα πολύ σύντομα. Υπάρχουν πολλά στάδια ακόμη μέχρι το εμβόλιο να εγκριθεί και να φτάσει στην διαδικασία της μαζικής παραγωγής. Ακόμη και τότε όμως θα υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες. Καταρχάς, δεν γνωρίζουμε πόσοι τελικά θα το κάνουν. Από όσα γνωρίζουμε για να υπάρχει ανοσία της αγέλης θα πρέπει να το κάνουν περίπου 60% - 70% του πληθυσμού.
Επίσης δεν γνωρίζουμε εάν αυτοί που θα εμβολιαστούν θα σταματήσουν να μεταδίδουν τη νόσο, δεν ξέρουμε για πόσο καιρό θα διαρκέσει η ανοσία που θα αποκτήσουν κλπ. Σε κάθε περίπτωση είναι μία σημαντική εξέλιξη, που όμως δεν αίρει πλήρως την αβεβαιότητα ακόμη αφού υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Στο καλύτερο σενάριο, που όλα θα πάνε καλά, το εμβόλιο στην Ελλάδα δεν θα έρθει πριν από τον Μάιο. Τι σημαίνει αυτό για την οικονομία; Ότι το 4ο τρίμηνο του 2020 και το πρώτο του 2021 τα πράγματα θα κυλήσουν με βάση τα όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής και δεν επηρεάζονται από το εμβόλιο. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάκαμψης όμως ωφελούνται σημαντικά.
- Πότε εκτιμάτε δηλαδή ότι θα υπάρχει κάποια άμεση επίπτωση;
Αποδεχόμενος τις καλές εκτιμήσεις, θετική επίδραση στην οικονομία θα δούμε προς το τέλος του 2ου τριμήνου του 2021 και βέβαια από το 3ο τρίμηνο και μετά. Τότε δηλαδή που θα σταματήσουν να υπάρχουν lockdowns, γεγονός που θα επιδράσει θετικά στην καταναλωτική εμπιστοσύνη. Σήμερα η κατανάλωση δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα δεδομένου ότι τα εισοδήματα μειώνονται, οι επιλογές για κατανάλωση περιορίζονται από τα lockdowns και επιπλέον ο κόσμος επιλέγει να αυξάνει την αποταμίευσή του για λόγους προστασίας από την αβεβαιότητα. Η συγκράτηση της κατανάλωσης συμπαρασύρει χαμηλά και το ΑΕΠ, ιδίως δεδομένου ότι το μερίδιο της κατανάλωσης στο ελληνικό ΑΕΠ είναι μεγάλο, περίπου 68%. Αντίστοιχα ισχύουν και για την επενδυτική εμπιστοσύνη, ιδιαίτερα σημαντική για την Ελλάδα δεδομένου του επενδυτικού κενού, αλλά και για τις εξαγωγές που είναι συνάρτηση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων της χώρας.
- Με δεδομένο αυτά που μας λέτε, υπάρχει ελπίδα να προλάβουμε να σώσουμε (με βάση τα στοιχεία του 2019), ένα μέρος του τουρισμού;
Θεωρώ ότι δύσκολα θα γυρίσουμε σύντομα στα νούμερα του 2019. Θα έχουμε μία ανάκαμψη το 2021, εφόσον υπάρξει το εμβόλιο, αλλά η ανάκτηση των αριθμών του 2019 –σε αφίξεις και έσοδα- θα είναι σταδιακή. H τραυματική εμπειρία της πανδημίας θα επηρεάσει τις καταναλωτικές και ταξιδιωτικές συνήθειες αρκετών ανθρώπων. Δηλαδή πολύ δύσκολα μπορώ να φανταστώ το καλοκαίρι του 2021 ένας τουρίστας μεγαλύτερης ηλικίας να συνωστίζεται σε κάποιο μπουφέ για να πάρει πρωινό ή σε ένα υπερπλήρες τουριστικό λεωφορείο. Για να επιστρέψουμε ή να ξεπεράσουμε τα έσοδα του 2019 θα χρειαστεί να προσαρμόσουμε το επιχειρηματικό μας μοντέλο στις νέες ανάγκες και τάσεις που γεννά η πανδημία.
Υπάρχουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες αλλά με την προϋπόθεση της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας στις προσαρμογές θεωρώ ότι μπορούμε να πάρουμε πίσω το σύνολο των εσόδων του 2019 σε δύο ή τρία χρόνια, δεδομένου ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν παραμένει στη βάση του ελκυστικό και ανταγωνιστικό σε όρους τιμής.
- Πότε η Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019, με βάση αυτά που γνωρίζουμε σήμερα;
Σίγουρα αυτό δεν θα συμβεί το 2021. Θεωρώ ότι αν όλα κυλήσουν με βάση το αισιόδοξο σενάριο, θα πάρουμε πίσω ένα 50% έως 70% το 2021 και θα προσπαθήσουμε για την ολική επαναφορά το 2022. Να επαναλάβω όμως ότι αυτό είναι το καλό σενάριο, το οποίο έχει πολλά ρίσκα. Θυμίζω ότι φέτος το ΑΕΠ στηρίχθηκε από δημοσιονομικές παρεμβάσεις αξίας πάνω από €20δις μαζί με την τραπεζική μόχλευση οι οποίες δεν θα υπάρχουν του χρόνου, επομένως η αύξηση στις συνιστώσες του ΑΕΠ πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να αντικαταστήσει και αυτή τη δημοσιονομική στήριξη.
Είναι εφικτό αλλά όχι εύκολο, δεδομένου ότι οι διαδικασίες θα έχουν μία σταδιακότητα, όπως εξήγησα. Και βέβαια πρέπει να συνεκτιμήσουμε ότι η πανδημία έχει επιταχύνει τις δομικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία (πράσινη οικονομία, ψηφιοποίηση, τεχνητή νοημοσύνη, αναδιάταξη εφοδιαστικών αλυσίδων, τηλεργασία κλπ.) τις οποίες και πρέπει να ακολουθήσουμε εάν θέλουμε να επιστρέψουμε γρήγορα στην ανάκαμψη.
- Ποιες οι εκτιμήσεις για το ΑΕΠ του 2020;
Εάν το lockdown λήξει στις 30 Νοεμβρίου, τότε είναι δυνατόν η ύφεση να συγκρατηθεί κοντά στο -10%. Στην περίπτωση που επεκταθεί και τον Δεκέμβριο και ειδικά την περίοδο των εορτών που είναι σημαντική για την κατανάλωση, θα πάμε σε πιο μεγάλα νούμερα.
- Με όλα τα μέτρα που λαμβάνονται επηρεάζεται το δημόσιο χρέος, το οποίο και αυξάνεται. Θα είναι διαχειρίσιμο μετά το τέλος της πανδημίας;
Η αλήθεια είναι ότι στο τέλος του 2020, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα είναι στο 207% του ΑΕΠ και θα παραμείνει πάνω από το 200% και του χρόνου. Βέβαια το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει πολύ ευνοϊκή δομή, δηλαδή μεγάλες λήξεις (μέση διάρκεια πάνω από 20 έτη) και πολύ χαμηλά επιτόκια. Επίσης, άνω του 80% του χρέους ανήκει σε επίσημους πιστωτές και αυτό είναι μία έξτρα εξασφάλιση. Τι εννοώ; Ότι θεωρητικά μπορεί η παρούσα αξία του να μεταβληθεί με μία πολιτική απόφαση. Το Eurogroup έχει δεσμευτεί να επανεξετάσει το θέμα το 2032. Σήμερα η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους μας κοστίζει σε ετήσια βάση περί τις 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ πριν την κρίση κόστιζε 6 μονάδες.
Ωστόσο υπάρχουν και κάποια όρια. Δεν μπορεί συνέχεια να αυξάνεις τον αριθμητή του κλάσματος (χρέος) και να μειώνεται ο παρονομαστής (ΑΕΠ). Κάποια στιγμή θα υπονομευτεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Επομένως, είναι σημαντικό να επιστρέψουμε σύντομα σε δημοσιονομική σταθερότητα, όχι μόνο για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους αλλά και για την ανάπτυξη, εφόσον οι αμφιβολίες για τη δημοσιονομική σταθερότητα υπονομεύουν την επενδυσιμότητα της χώρας.