Το μεγάλο στοίχημα του 2020 για την ελληνική οικονομία είναι η αύξηση των επενδύσεων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, δρόμος που δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, όπως δηλώνει στο liberal.gr ο καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου, προσθέτοντας ότι οι αντιδράσεις από τους θιγόμενους θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες, αλλά χρέος της κυβέρνησης είναι να παραμείνει αταλάντευτα στο μονοπάτι των διαρθρωτικών αλλαγών.
Στους κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία του χρόνου, μιλά για τα σημάδια διεθνούς επιβράδυνσης, το Brexit και τους "εμπορικούς πολέμους", του Προέδρου Τραμπ, που δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο προφανώς δεν ευνοεί τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, καθώς θα περιορίσει τις εξαγωγικές μας δυνατότητες σε μία συγκυρία όπου η εσωτερική ζήτηση, εκ των πραγμάτων, δεν θα είναι ιδιαίτερα ισχυρή. "Με άλλα λόγια, για να παραφράσω τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μέσα πάμε καλά, αλλά έξω όχι", όπως λέει χαρακτηριστικά.
Κάνει ειδική μνεία στις αμερικανικές εκλογές, και στα αντιφατικά μηνύματα που αυτές στέλνουν, όπου στο μέτωπο των επιτοκίων, θεωρεί ότι θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, με θετικό αντίκτυπο για την παγκόσμια οικονομία, ακριβώς επειδή ο Πρόεδρος Τραμπ θέλει να διατηρηθεί η ισχυρή ανάπτυξη. Αλλά στον τομέα των διεθνών εμπορικών σχέσεων, το στίγμα της πολιτικής των ΗΠΑ θα συνεχίσει να δίνει η έφεση του Αμερικανού Προέδρου στην αποδόμηση υπερεθνικών θεσμών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, στάση που κάθε άλλο παρά ευνοεί την διεθνή ανάπτυξη.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Τι κρατάμε ως απολογισμό της χρονιάς που φεύγει; Πέρυσι τέτοιον καιρό εκφράζονταν φόβοι για μια ακόμη χαμένη χρονιά, λόγω του προεκλογικού κλίματος. Τελικά η χρονιά φαίνεται ότι θα κλείσει με ανάπτυξη ίσως και πάνω από 2%. Διαψεύστηκαν οι δυσοίωνες προσβλέψεις;
Ο κύριος φόβος που υπήρχε τέτοια εποχή πέρυσι ήταν ότι οι εκλογές θα συνοδευτούν με ακατάσχετη παροχολογία, που θα τρόμαζε τους επενδυτές και θα έδενε τα χέρια της επόμενης κυβέρνησης. Μετά την παταγώδη αποτυχία της προσπάθειας εξαγοράς των ψηφοφόρων από την προηγούμενη κυβέρνηση με παροχές κυριολεκτικά «πάνω από την κάλπη» των Ευρωεκλογών, ο φόβος αυτός δεν επαληθεύτηκε και η νέα κυβέρνηση εξελέγη υποσχόμενη ένα μάλλον ρεαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα.
Η έναρξη υλοποίησης αυτού του προγράμματος έγινε θετικά δεκτή τόσο από τις αγορές, με επιτάχυνση της αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των τίτλων του ελληνικού δημοσίου, όσο και από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, όπως δείχνουν οι λεγόμενοι πρόδρομοι δείκτες της οικονομίας (δείκτες οικονομικού κλίματος).
- Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις της χρονιάς που έρχεται για την ελληνική οικονομία ; Γιατί αρκετοί χαρακτηρίζουν το 2020, ως ορόσημο για την χώρα;
Το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία είναι η επιστροφή σε σχετικά υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Η μεγέθυνση θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση της ανεργίας, η οποία βρίσκεται μεν σε πτωτική πορεία αλλά παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης είναι η σημαντική αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ αλλά και η ενίσχυση του εξωστρεφούς προσανατολισμού της οικονομίας. Αυτό, ουσιαστικά, υπονοεί την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.
Το 2020 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ορόσημο μόνο από την άποψη ότι η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική θα φέρει - σε πολύ σημαντικό βαθμό, δεδομένων των εξωτερικών περιορισμών που έχει κληρονομήσει - τη σφραγίδα της νέας κυβέρνησης. Ας μην ξεχνάμε ότι, μετά την εκλογή της, η νέα κυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τον προϋπολογισμό της προηγούμενης κυβέρνησης.
- Στις προκλήσεις του 2020 σε διεθνές επίπεδο, συγκαταλέγονται το Brexit, η αδύναμη οικονομία της Ευρωζώνης και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Πόσο εκτιμάτε ότι αυτά θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και κατ' επέκταση την ελληνική;
Όντως, αντίθετα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής όπου το τέλος των Μνημονίων τους συνέπεσε με ευνοϊκή διεθνή οικονομική συγκυρία, καθόσον η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν με αρκετά ισχυρούς ρυθμούς, στην περίπτωση της Ελλάδας αυτές οι συνθήκες είναι μάλλον αρνητικές.
Η Ευρωζώνη δείχνει σημάδια στασιμότητας, το Brexit και, ιδίως οι πολιτικές διεθνούς εμπορίου του Προέδρου Τραμπ δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας και οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν διαρκώς προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας την επόμενη χρονιά. Προφανώς, αυτό δεν ευνοεί τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας γιατί περιορίζει τις εξαγωγικές της δυνατότητες σε μία συγκυρία όπου η εσωτερική ζήτηση, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Με άλλα λόγια, για να παραφράσω τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, «μέσα πάμε καλά, αλλά έξω όχι».
- Το ρωτώ γιατί οι κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη, ενόψει των προεδρικών εκλογών όπως ΗΠΑ, προσπαθούν να «μετρήσουν» τη μελλοντική πορεία όπως Ουάσινγκτον και να βρουν πώς θα προσεγγίσουν τα ζητήματα του παγκόσμιου εμπορίου, εν μέσω οικονομικής αβεβαιότητας…
Οι προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ δίνουν δύο αντιφατικά μηνύματα. Αφενός μεν ο Πρόεδρος Τραμπ θέλει πάση θυσία να διατηρηθεί η ισχυρή ανάπτυξη στις ΗΠΑ σε χρονιά εκλογών, αφετέρου δε θέλει να δείξει πολιτική πυγμής στις παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις.
Σαν αποτέλεσμα του πρώτου, εκτιμώ ότι θα ασκηθούν πιέσεις στη FED για διατήρηση της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής της. Επομένως, δεν πρόκειται να δούμε απότομη αύξηση των επιτοκίων, με προφανείς συνέπειες για τα επιτόκια άλλων χωρών και, ιδιαίτερα της ευρωζώνης. Αυτό βοηθά στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.
Ως προς το δεύτερο, όμως, η αμερικανική πολιτική έχει γίνει πολύ απρόβλεπτη, οι «εμπορικοί πόλεμοι» έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη και ο Πρόεδρος Τραμπ έχει δείξει διάθεση αποδόμησης υπερεθνικών θεσμών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, που κτίστηκαν με πολύ κόπο και βοήθησαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και την προώθηση της ευημερίας διεθνώς. Προφανώς, αυτή η στάση των ΗΠΑ κάθε άλλο παρά ευνοεί την ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.
- Πιστεύετε ότι θα καταστεί εφικτό μέσα στο 2020 να γίνει πράξη ένα μεγάλο μέρος από το 4ετές κυβερνητικό πλάνο μειώσεων φόρων και εισφορών; Άραγε, είναι εφικτός ο στόχος, ως το τέλος της 4ετίας, να αποτελούν παρελθόν, όλοι οι μνημονιακοί φόροι;
Στο πεδίο αυτό, τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης είναι αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, αμφιβάλλω πολύ αν μπορούν να αποτελέσουν παρελθόν οι μνημονιακοί φόροι χωρίς σημαντικότατη αύξηση της φορολογικής βάσης. Ας μην ξεχνάμε, ότι κατά τα χρόνια πριν το ξέσπασμα της κρίσης, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ βρισκόντουσαν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά τα δημόσια έσοδα υστερούσαν σημαντικά, παρά τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Επομένως, αν δεν υπάρξει σημαντική διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ο μόνος τρόπος για να περιορισθούν οι φόροι είναι ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών και, ιδιαίτερα, των καταναλωτικών, προφανώς με αντίστοιχο περιορισμό του μεγέθους του δημοσίου τομέα. Όμως, δεν ακούω παρόμοια επιχειρήματα στο δημόσιο διάλογο – κάθε άλλο, μάλιστα.
- Σε αυτή την φάση μετασχηματισμού άλλες ελληνικής οικονομίας, δεν λείπουν οι εγχώριες αντιστάσεις. Το παράδειγμα με άλλες απεργίες στο Μετρό, όπου η άρνηση 21 εργαζομένων να μετατεθούν σε άλλες θέσεις, προκάλεσε μια απεργία που ταλαιπώρησε χιλιάδες Αθηναίους, είναι χαρακτηριστικό…
Ο δρόμος προς την υλοποίηση αλλαγών, και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων γενικότερα, δεν πρόκειται να είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Πάντα θα υπάρχουν αντιδράσεις από τους θιγόμενους. Όμως, ελπίζω ότι η συγκεκριμένη περίπτωση που αναφέρετε, να είναι ο τελευταίος σπασμός ενός συστήματος που ξεψυχά.
Ιερό μεν το δικαίωμα στην απεργία, αλλά με συγκεκριμένους κανόνες. Δεν μπορεί να καταπατάται τόσο βάναυσα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Αυτός νομίζω ότι ήταν ο λόγος που και η λαϊκή κατακραυγή ήταν μεγάλη και η συγκεκριμένη απεργία, ουσιαστικά δεν βρήκε πολιτική στήριξη.
- Παρόμοιες αντιστάσεις, τέτοιες προσπάθειες κάποιων ομάδων να διατηρήσουν προνόμια του παρελθόντος, θα δούμε κι άλλες; Και αν ναι, ποια θα πρέπει να είναι η στάση της κυβέρνησης;
Θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένες τις αντιστάσεις των θιγομένων. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν μόνο κερδισμένους, αλλά και χαμένους. Χρέος της κυβέρνησης είναι να προσπαθεί να περιορίσει τις απώλειες των θιγομένων, εφόσον αυτές δεν προέρχονται από αθέμιτες πρακτικές κατά του κοινωνικού συνόλου.
Όμως, ακόμα μεγαλύτερο χρέος των κυβερνώντων είναι να παραμείνουν αταλάντευτα στο δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μόνο έτσι θα μπορέσει να ανακάμψει η ελληνική οικονομία και να μπει σε δρόμο διατηρήσιμης ανάπτυξης, ειδικά δεδομένων των μακροπρόθεσμων προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει (υψηλό δημόσιο χρέος, δημογραφική γήρανση, κλιματική αλλαγή, κλπ).
* O Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.